Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Κώστας Κατσουράνης

Ο Έλληνας μέσος σε ανασταλτικό ρόλο, Κώστας Κατσουράνης, γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου του 1979, στη Χαλανδρίτσα της Αχαΐας. Ένας ευέλικτος αμυντικός μέσος, κέρδισε το βραβείο του Καλύτερου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς στην ελληνική Σούπερ Λίγκα το 2005 και το 2013, καθώς και το βραβείο Κόσμε Νταμιάο (Cosme Damião), του Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς για τη Μπενφίκα, το 2008, κατά την διάρκεια της τριετούς θητείας του (2006-2009) στον τεράστιο σύλλογο της πορτογαλικής πρωτεύουσας. Έχοντας ξεκινήσει το 1996 από την Παναχαϊκή, μεταγράφηκε το 2002 στην ΑΕΚ, χωρίς όμως να καταφέρει να κατακτήσει κάποιον τίτλο. Όταν επέστρεψε από την Πορτογαλία, εντάχθηκε για μια τριετία στον Παναθηναϊκό με τον οποίο κατέκτησε το double την πρώτη του χρονιά. Συνέχισε για 1,5 περίοδο στον ΠΑΟΚ και το 2015, ύστερα από μια μικρή θητεία στην Ινδία, αγωνίστηκε με τον Ατρόμητο, κλείνοντας τη καριέρα του στο τέλος αυτής της χρονιάς, στην Αυστραλία με τα χρώματα της  Χάιντελμπεργκ Γιουνάιτεντ.


Θεωρείται ως ένας από τους Καλύτερους Έλληνες Ποδοσφαιριστές της γενιάς του και σε διεθνές επίπεδο, εκπροσώπησε την ελληνική εθνική ομάδα από το 2002 έως το 2015. Ήταν ακρογωνιαίος λίθος της εθνικής του Ότο Ρεχάγκελ (Otto Rehhagel), συμμετέχοντας στην κατάκτηση του Euro του 2004, εκπροσωπώντας την Ελλάδα και στο Euro του 2008, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, στο Euro του 2012 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014. Με 116 εμφανίσεις, είναι μέλος μιας εξαιρετικά μικρής «λέσχης» των παικτών που είχαν περισσότερες από 100 διεθνείς εμφανίσεις στην ιστορία της ελληνικής εθνικής ομάδας.


Ξεκίνησε από το τοπικό πρωτάθλημα της Ε.Π.Σ. Αχαΐας με τη Δόξα Χαλανδρίτσας στην Α΄ κατηγορία. Σε ηλικία 17 χρονών πήγε στην Παναχαϊκή, με την οποία αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο πρωτάθλημα της Α' Εθνικής την περίοδο 1996/97. Την πρώτη του σεζόν στον ιστορικό σύλλογο της Πάτρας, έφτασε στον ημιτελικό του ελληνικού Κυπέλλου, την Καλύτερη Επίδοση της Παναχαϊκής Όλων των Εποχών στη διοργάνωση. Στη σεζόν 1997/98, έκανε 3 εμφανίσεις στο Κύπελλο Ιντερτότο, σκοράροντας ένα γκολ, όταν η Παναχαϊκή τελείωσε 4η στους 5 στον όμιλό της. Πέρασε 6 σεζόν στην Πάτρα και από την 3η ήταν βασικός. Την περίοδο 2002/03, στο τέλος του συμβολαίου του με την Παναχαϊκή, είχε διαπραγματευτεί με τον Παναθηναϊκό, χωρίς όμως επιτυχία, αφού ο τότε προπονητής των «πρασίνων», ο Φερνάντο Σάντος (Fernando Manuel Fernandes da Costa Santos), αποφάσισε να υπογράψει τον Πορτογάλο Κάρλος Τσαΐνιο (Carlos Chaínho), παίκτη ήξερε όταν ήταν στη Πόρτο. Ακολούθησαν συζητήσεις με τον Ολυμπιακό, με τις  συνομιλίες με τον αντιπρόεδρο του συλλόγου, Γιώργο Λούβαρη να φαινόνταν τελικές. Όμως, όταν ο Λούβαρης του ζήτησε να περιμένει μέχρι να επιστρέψει ο Σωκράτης Κόκκαλης από ένα επαγγελματικό ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις τελικές διαπραγματεύσεις, ο πρώην πρόεδρος της ΑΕΚ, ο Χρυσόστομος Ψωμιάδης, εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και έπεισε τον πολλά υποσχόμενο μέσο να υπογράψει τριετές συμβόλαιο με την Ένωση.


Ερχόμενος από τον πάγκο, κάνοντας ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο για τον σύλλογο, έγινε αμέσως αναπόσπαστο τμήμα της ομάδας. Συνεχίζοντας τη πρόοδό του, έγινε γρήγορα από τους Καλύτερους Παίκτες της ομάδας, με μεγάλες επιδόσεις, τόσο στις εσωτερικές όσο και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Χρησιμοποιούνταν  κυρίως ως κεντρικός μέσος, αλλά χρησιμοποιήθηκε επίσης και στα άκρα. Η περίοδος 2004/05 ήταν η πιο σημαντική στην καριέρα του στην ΑΕΚ, καθώς με τα 12 τέρματα που σημείωσε σε 28 εμφανίσεις, αγωνιζόμενος ως αμυντικός μέσος, την οδήγησε σε μια σκληρή μάχη για τον τίτλο, τερματίζοντας τελικά στην 3η θέση. Την εποχή εκείνη η Βέρντερ Βρέμης εξέφρασε ισχυρό ενδιαφέρον για τον Έλληνα αμυντικό μέσο, αλλά ο Κατσουράνης μαζί με τον τότε πρόεδρο Ντέμη Νικολαΐδη αποφάσισε να απορρίψει την προσφορά. Τη περίοδο 2005/06, οδήγησε την ΑΕΚ στη 2η  θέση για το πρωτάθλημα και στην έξοδο στο Champions League της επόμενης περιόδου. Τελικά, το καλοκαίρι του 2007, λόγω και της οικτρής κατάστασης που βρισκόταν τότε από εσωτερικά προβλήματα η Ένωση, αποχώρησε από την ΑΕΚ, ακολουθώντας τον Φερνάντο Σάντος στην Μπενφίκα, έναντι αμοιβής 3,8 εκατομμυρίων ευρώ, συν τα έσοδα ενός φιλικού στην Αθήνα.


Υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο με τους «Αετούς της Λισαβόνας» στις 22 Ιουνίου του 2006, βρίσκοντας εκεί τον συμπαίκτη του στην εθνική Γιώργο Καραγκούνη. Είπε ότι «Ακόμα και αν ο Φερνάντο Σάντος ή ο Καραγκούνης δεν ήταν εδώ, εγώ θα ερχόμουν. Η Μπενφίκα για μένα είναι ένα από τα κορυφαία κλαμπ της Ευρώπης και το απέδειξε στο Champions League. Είμαι εδώ για να βοηθήσω την Μπενφίκα, η οποία επίσης θα με βοηθήσει στη διεθνή καριέρα μου». Στο πρώτο του “classico” εναντίον της Πόρτο, κατάφερε να σκοράρει για την Μπενφίκα με κεφαλιά μετά από κόρνερ, το δεύτερο γκολ που σκόραρε για την ομάδα στο πρωτάθλημα σε λίγα παιχνίδια. Έγινε γρήγορα βασικό στέλεχος της ομάδας, πετυχαίνοντας κάποια σημαντικά γκολ, ενώ ήταν επίσης ο αρχηγός της ομάδας σε μερικές περιπτώσεις. Απέδειξε ότι ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς νεοεισελθόντες στο πρωτάθλημα της περιόδου 2006/07, παίζοντας σε 29 ματς πρωταθλήματος και σκοράροντας 6 γκολ. Παρά το ενδιαφέρον από την Βαλένθια, τη Βέρντερ Βρέμης, τη Τότεναμ και τη Γιουβέντους, η Μπενφίκα αρνήθηκε να τον παραχωρήσει, με την Γιουβέντους μάλιστα να θέλει να τον ανταλλάξει με τον Τιάγκο (Tiago). Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2007, συμφώνησε σε παράταση του συμβολαίου του για άλλα δύο χρόνια. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας του σεζόν εκεί, του δόθηκε η τεράστια τιμή να είναι ο αρχηγός της ομάδας. Στις 2 Μαρτίου του 2009, ονομάστηκε «Παίκτης της Χρονιάς» για την Μπενφίκα και τιμήθηκε με το βραβείο Κόσμε Νταμιάο.


Τον Ιούνιο του 2009 επανήλθε στην Ελλάδα εντασσόμενος στο δυναμικό του Παναθηναϊκού, για € 3,5 εκατομμύρια ευρώ. Σημείωσε το πρώτο του γκολ εναντίον της Σπάρτα Πράγας στο Champions League και το πρώτο του γκολ στο πρωτάθλημα εναντίον της Skoda Ξάνθης, στη 2η αγωνιστική της σεζόν 2009/10. Οι εκτελεστικές ικανότητες του, ήταν ένα βασικό μέρος της καλής λειτουργίας του Παναθηναϊκού κατά το πρώτο μισό της σεζόν, καθώς σκόραρε 8 γκολ σε μόλις μισή σεζόν. Τελείωσε τη σεζόν 2009/10 με τον Παναθηναϊκό, καταφέρνοντας να κατακτήσει το double, νικώντας στον τελικό Κυπέλλου τον Άρη Θεσσαλονίκης, κλείνοντας μια μακρά περίοδο ανομβρίας των «πρασίνων». Ήταν ο 2ος σκόρερ της ομάδας, πίσω από τον Τζιμπρίλ Σισέ (Djibril Cissé) με 8 γκολ στο πρωτάθλημα. Στις 3 Οκτωβρίου του 2012 λύθηκε το συμβόλαιό του με τον Παναθηναϊκό, πληρώνοντας το τίμημα του κακού ξεκινήματος της σεζόν 2012/13. Είχε τιμωρηθεί με 6 αγωνιστικές για ανάρμοστη συμπεριφορά σε διαιτητή σε αγώνα τον Αύγουστο. Ο Γιάννης Αλαφούζος φέρεται να δήλωσε στην υπόλοιπη ομάδα ότι ο παίκτης ήταν «ιστορία» στον Παναθηναϊκό, ενώ εξέφρασε επίσης τη δυσαρέσκειά του για «δύο ή τρεις άλλους ακόμα», χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες. Υπήρξαν φήμες για πολλά προβλήματα με τους ξένους παίκτες και την κατηγορία για συμπεριφορά σαν  «το αφεντικό σε αποδυτήρια».


Τον Ιανουάριο του 2013 συμφώνησε να συνεχίσει την καριέρα του στον ΠΑΟΚ, κάνοντας το ντεμπούτο του στις 6 Ιανουαρίου εναντίον του Πανθρακικού. Πήρε το № 28 στη φανέλα του κα στις 24 Ιανουαρίου, σημείωσε το πρώτο του γκολ για τον Δικέφαλο του Βορρά, στο ελληνικό Κύπελλο εναντίον της Καλλιθέας. Στις 3 Μαρτίου, σκόραρε το πρώτο του γκολ στην ελληνική Super League, στη νίκη με 4-2 εναντίον του Πανιωνίου. Δημιούργησε ένα ισχυρό δίδυμο με τον Γκόρντον Σίλντενφελντ (Gordon Schildenfeld) στο κέντρο της άμυνας, μειώνοντας σημαντικά τους κινδύνους για την εστία του ΠΑΟΚ. Στις 27 Αυγούστου του 2013 σκόραρε εναντίον της Σάλκε για τα πλέι-οφ του Champions League σε μια ήττα 2-3. Στη σεζόν 2013/14 ονομάστηκε β’ αρχηγός του συλλόγου πίσω από τον Δημήτρη Σαλπιγγίδη. Στις 27 Φεβρουαρίου του 2014 είχε αποβληθεί στο 69ο λεπτό, στην ήττα με 0-3 στο Europa League από την Μπενφίκα, παίρνοντας ένα ανεπανάληπτο standing ovation από τους οπαδούς της, καθώς αποχωρούσε από το γήπεδο, σε αναγνώριση για τις χρονιές που πέρασε με τον μεγάλο πορτογαλικό σύλλογο. Παρέμεινε  για 1,5 χρόνο έχοντας συνολικά 48 συμμετοχές και 6 τέρματα στο πρωτάθλημα.


Την 1η Οκτωβρίου 2014 ανακοινώθηκε η απόκτησή του από την ινδική Πούνε Σίτι, όντας ο δεύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στο πρωτάθλημα της ασιατικής χώρας, έπειτα από τον Αλέξανδρο Τζόρβα, βρίσκοντας εκεί τον Μπρούνο Τσιρίλο (Bruno Cirillo) και τον Νταβίντ Τρεζεγκέ (David Trezeguet). Έγινε ο πρώτος παίκτης που ήταν αρχηγός εθνικής που συμμετείχε σε Παγκόσμιο Κύπελλο και έπαιξε στην ινδική Λίγκα. Έπαιξε το πρώτο του ματς με τον σύλλογο, εναντίον της Δελχί Ντινάμο του Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο (Alessandro Del Piero) σε μια εκτός έδρας ισοπαλία 0-0. Σε έναν αγώνα εναντίον της Γκόα, σκόραρε το πρώτο του γκολ για τον σύλλογο και ονομάστηκε MVP του αγώνα στη νίκη με 2-0 εντός έδρας. Έκανε ένα πολύ εντυπωσιακό παιχνίδι και σκόραρε ένα υπέροχο γκολ στο εκτός έδρας αγώνα στην Καλκούτα εναντίον της Ατλέτικο Καλκούτα με το τελικό αποτέλεσμα 3-1 υπέρ της ομάδας του. Το γκολ βραβεύτηκε ως το Κορυφαίο στη πρώτη σεζόν του στην ινδική Λίγκα. Ακόμα κι αν ήταν στην πρώτη σεζόν του, το ινδικό πρωτάθλημα ήταν πολύ πιο συναρπαστικό από ότι πολλοί περίμεναν, ενώ την ίδια στιγμή είχε μια σειρά από παίκτες παγκόσμιας κλάσης να αγωνίζονται εκεί. Σκόραρε το 4ο γκολ του στη σεζόν, για να γίνει ο 2ος Κορυφαίος Σκόρερ του πρωταθλήματος, πίσω από το Βραζιλιάνο διεθνή Ελάνο (Elano).


Στις 26 Δεκεμβρίου 2014 ανακοινώθηκε η συμφωνία του με τον Ατρόμητο Αθηνών, όπου υπέγραψε συμβόλαιο εξάμηνης διάρκειας, με την ολοκλήρωση του οποίου αποχώρησε από τον σύλλογο. Τον Σεπτέμβριο του 2015 ήρθε σε συμφωνία με την αυστραλιανή Χάιντελμπεργκ Γιουνάιτεντ για να λάβει μέρος σε έναν αγώνα για τον θεσμό του Κυπέλλου. Στις 29 Σεπτεμβρίου, μετά την ολοκλήρωση της συνεργασίας του με τον αυστραλιανό σύλλογο, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση.


Έκανε το διεθνές ντεμπούτο του για την Ελλάδα στις 20 Αυγούστου του 2003, εναντίον της Σουηδίας. Ήταν ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές στον θρίαμβο της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004, συμμετέχοντας και στους 6 αγώνες που έδωσε η ελληνική ομάδα. Εν συνεχεία πήρε μέρος στους προκριματικούς του Μουντιάλ 2006, κατά τους οποίους σημείωσε το πρώτο του τέρμα, στον αγώνα εναντίον του Καζακστάν. Έχει πάρει επίσης μέρος στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 2005, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2008, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2012, αγωνιζόμενος ως βασικός σε όλους τους αγώνες των τελικών φάσεων. Στις 17 Οκτωβρίου του 2012, έφτασε σε ένα ορόσημο σε διεθνές επίπεδο, καθώς έκανε την 100η του εμφάνιση με τη φανέλα της εθνικής Ελλάδας, σε μια νίκη με 1-0 επί της Σλοβακίας στη Μπρατισλάβα. Υπήρξε μέλος της αποστολής που συμμετείχε στο Μουντιάλ του 2014 στη Βραζιλία, αγωνιζόμενος σε 3 αγώνες, ενώ στις 19 Ιουνίου του 2014, έγινε ο πρώτος Έλληνας παίκτης στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου που δέχθηκε κόκκινη κάρτα, στο 38ο λεπτό του 2ου αγώνα της φάσης των ομίλων εναντίον της Ιαπωνίας. Έγινε ο τέταρτος ποδοσφαιριστής που έφτασε τις 100 συμμετοχές με τη «γαλανόλευκη» μετά τους Γιώργο Καραγκούνη, Θοδωρή Ζαγοράκη και Άγγελο Μπασινά, ενώ βρίσκεται πλέον στην τρίτη θέση του σχετικού πίνακα με 116 συμμετοχές.


Ο Κώστας Κατσουράνης μπορούσε να παίξει σε διάφορες θέσεις, από το κέντρο της άμυνας και σε όλο το μήκος και πλάτος της μεσαίας γραμμής, πλησιάζοντας τον ρόλο που σε ευρωπαϊκό επίπεδο είδαμε από τον Ρουντ Γκούλιτ (Ruud Gullit) και τον Μαρσέλ Ντεσαγί (Marcel Desailly), ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της τεχνικής κατάρτισης, της ταχύτητας και της δύναμής του. Έχει χαρακτηριστεί ως «μια σοβαρή απειλή για γκολ, παρά το γεγονός ότι –θεωρητικά- ήταν ένας μέσος». Διακρινόμενος για τις εξαιρετικές μεταβιβάσεις του, ήταν επίσης ικανότατος τόσο στον αέρα, όσο και στις άριστες αμυντικές τοποθετήσεις του. Ωστόσο, βασιζόμενος στο επιθετικό του ένστικτο, που τον καθιστούσε μια εξαιρετικά πολύτιμη μονάδα, ήταν σε θέση να βγαίνει  πολλές φορές ως κρυφός κυνηγός, κινούμενος στα όρια της περιοχής, παρά να παίζει έναν ρόλο οργανωτικού μέσου με εκτελεστικές δυνατότητες. Σε συλλογικό επίπεδο, σε ολόκληρη τη καριέρα του, και μερικές φορές για την εθνική ομάδα, αποδείχθηκε καθοριστικός σκόρερ, πετυχαίνοντας μια σειρά από κρίσιμα γκολ. Η ικανότητά του να προσφέρει λύσεις στην επίθεση, χωρίς να παραλείπει τα αμυντικά καθήκοντά του, σήμαιναν ότι ουσιαστικά ήταν η ενσάρκωση ενός box-to-box μέσου.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         -1996: Α.Π.Σ. Δόξα Χαλανδρίτσας

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1996-2002: Παναχαϊκή Γυμναστική Ένωση, 123 (15)
  • ·         2002-2006: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (ΑΕΚ), 110 (29)
  • ·         2006-2009: Sport Lisboa e Benfica, 80 (10)
  • ·         2009-2012: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος, 88 (18)
  • ·         2013/14: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ), 48 (6)
  • ·         2014: Football Club of Pune City, 14 (4)
  • ·         2015: Αθλητικός και Ποδοσφαιρικός Σύλλογος Αθηνών «Ατρόμητος», 22 (3)
  • ·         2015: Heidelberg United Football Club, 0 (0)

Σύνολο καριέρας: 485 (85)

Διεθνής

  • ·         2003-2015: Ελλάδα, 116 (10)



Τίτλοι

Με τη Benfica
  • ·         Κύπελλο Πορτογαλίας: 2008/09

Με τον  Παναθηναϊκό
  • ·         Πρωτάθλημα Ελλάδος: 2009/10
  • ·         Κύπελλο Ελλάδας: 2009/10

Διεθνείς

Με την Ελλάδα
  • ·         Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 2004

Προσωπικές Διακρίσεις


  • Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς για την Ελλάδα: 2005 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ: contra.gr