Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Πατρίκ Βιεϊρά

Ο Γάλλος κεντρικός μέσος Πατρίκ Βιεϊρά (Patrick Vieira), γεννήθηκε στις 23  Ιουνίου του 1976, στο Ντακάρ, την πρωτεύουσα της Σενεγάλης. Έχοντας ξεκινήσει την καριέρα του με τις Κάννες το 1994, την επόμενη σεζόν μεταγράφηκε στη Μίλαν, αλλά λόγω του ότι δεν ήταν σε θέση να κρατήσει θέση βασικού στην αρχική 11άδα, τον  έδιωξε ως ανεπαρκή. Καθιερώθηκε στο ποδοσφαιρικό στερέωμα, κατά τη διάρκεια μιας εξαιρετικά επιτυχημένης 9ετούς θητείας στην Άρσεναλ (1996-2005), όπου έγινε ο αρχηγός της ομάδας, κατακτώντας 3 τίτλους της αγγλικής  Πρέμιερ Λιγκ (τον ένα αήττητη) και 4 Κύπελλα Αγγλίας. Εξαιρετικός τόσο στα ανασταλτικά του καθήκοντα όσο και στα οργανωτικά, ήταν ο παίκτης από τον οποίο ξεκινούσε όλο το παιχνίδι της ομάδα του Λονδίνου. Ύψος, άλμα, τεχνική και διασκελισμός, τον καθιστούσαν απροσπέλαστο και ασυναγώνιστο. Έφυγε από τους «κανονιέρηδες» το 2005 και πέρασε μια σεζόν στην Γιουβέντους, βοηθώντας την ομάδα στη κατάκτηση του ιταλικού τίτλου. Μετά τον υποβιβασμό της «Γηραιάς Κυρίας», λόγω του σκανδάλου Καλτσιόπολι, πήγε στην Ίντερ, για να κατακτήσει 3 ακόμα ιταλικούς τίτλους, πριν μετακομίσει στην Μάντσεστερ Σίτι για δύο σεζόν, όπου και αποσύρθηκε το 2011, μετά την προσθήκη ενός ακόμη μεταλλίου νικητή του αγγλικού Κυπέλλου στις προσωπικές διακρίσεις του.


Σε διεθνές επίπεδο, έπαιξε 107 παιχνίδια για τη εθνική ομάδα της Γαλλίας και ήταν μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000. Ήταν επίσης μέλος της γαλλικής ομάδας που ήταν φιναλίστ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006. Τον Μάιο του 2010, ορίστηκε Πρέσβης Καλής Θελήσεως του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών. Πέρασε δύο σεζόν ως Διευθυντής Ανάπτυξης στην Μάντσεστερ Σίτι, με ρόλο να επιβλέπει θέματα όπως η ανάπτυξη νέων, τους εμπορικούς της εταίρους και το πρόγραμμα κοινωνικής ευθύνης του συλλόγου, «Η Σίτι στην Κοινωνία», προτού διοριστεί προπονητής της Νέας Υόρκης FC από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Η οικογένεια Βιεϊρά μετακόμισε από τη Σενεγάλη στο Ντρου, στη βόρεια Γαλλία, όταν ο Πατρίκ ήταν 8 ετών. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν νέος και ποτέ δεν συνάντησε ξανά τον πατέρα του. Ο παππούς του, έχοντας υπηρετήσει στον γαλλικό στρατό, του έδωσε τη δυνατότητα  να αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα κατά τη γέννηση. Το επώνυμό του, είναι πορτογαλικό και είναι το πατρικό όνομα της μητέρας του, η οποία κατάγεται από το Πράσινο Ακρωτήριο.


Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο από την ομάδα των Καννών, κάνοντας το ντεμπούτο του σε ηλικία 17 ετών, ενώ χρίστηκε αρχηγός της ομάδας μόλις στα 19 του. Το καλοκαίρι του 1995, υπέγραψε στη Μίλαν, παίζοντας κυρίως με την αναπληρωματική ομάδα, κάνοντας μόλις 2 εμφανίσεις με τη πρώτη ομάδα. Μεταγράφηκε στην Άρσεναλ, στις 14 Αυγούστου του 1996, αντί ποσού 3.5 εκατομμυρίων λιρών. Έκανε το ντεμπούτο του, ερχόμενος ως αλλαγή, σ’ έναν αγώνα εναντίον της Σέφιλντ Γουένσντεϊ στις 16 Σεπτεμβρίου του 1996. Έκανε το πλήρες ντεμπούτο του εναντίον της Μίντλεσμπρο, στο Στάδιο Ρίβερσαϊντ, 3 ημέρες αργότερα και πέτυχε το πρώτο του γκολ για τον σύλλογο εναντίον της Ντέρμπι, εκτός έδρας, στις 8 Δεκεμβρίου του 1996, το γκολ της ισοφάρισης σε 2-2. Με την άφιξη του Αρσέν Βενγκέρ (Arsène Wenger) και με βασικά στοιχεία τη δύναμη, την αντοχή και τη μαεστρία του, θα γίνει γρήγορα ένας από τους βασικούς παίκτες του συλλόγου του βόρειου Λονδίνου. Τελείωσε την πρώτη του σεζόν με 38 εμφανίσεις συνολικά και η Άρσεναλ τερμάτισε στην 3η θέση, χάνοντας για μια θέση την έξοδο στο Champions League, λόγω της διαφοράς τερμάτων.


Ήταν μαζί με τον συμπατριώτη του Εμανουέλ Πετί (Emmanuel Petit), οι ακρογωνιαίοι λίθοι του double της περιόδου 1997/98, ενώ την ίδια χρονιά αναδείχθηκε και Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Αγωνίστηκε επίσης και στον χαμένο τελικό του Κυπέλλου UEFA του 2000 (του τελευταίου πριν μετατραπεί σε Europa League), στις 17 Μαΐου εναντίον της Γαλατασαράι, χάνοντας μάλιστα πέναλτι στη διαδικασία. Μετά την αποχώρηση του εμβληματικού αρχηγού της Άρσεναλ, του Τόνι Άνταμς (Tony Adams) το 2002, έγινε ο νέος αρχηγός της ομάδας, κάνοντας στις 14 Σεπτεμβρίου του 2002, τη 200η εμφάνιση του σε αγώνα πρωταθλήματος για την Άρσεναλ. Η σεζόν 2003/04, ήταν και η πιο επιτυχημένη του με τους «κανονιέρηδες», όταν η Άρσεναλ κατέκτησε την Πρέμιερ Λιγκ, αήττητη (26 νίκες και 12 ισοπαλίες)!


Παρόλα αυτά, ύστερα από αρκετά προβλήματα τραυματισμών, εκείνη τη σεζόν, αντικαταστάθηκε από τον Ρέι Πάρλουρ (Ray Parlour). Επέστρεψε σ’ έναν αγώνα για το Champions League της περιόδου 2004/05, εναντίον της Λοκομοτίβ Μόσχας. Στις 14 Ιουλίου του 2005, η Άρσεναλ αποδέχθηκε την προσφορά της Γιουβέντους, αξίας 20.000.000 ευρώ, με τον Γάλλο να υπογράφει πενταετές συμβόλαιο με την «Γηραιά Κυρία». Στα 9 χρόνια που υπήρξε μέλος των «κανονιέρηδων» αγωνίστηκε σε 407 παιχνίδια για όλες τις διοργανώσεις, σκοράροντας 33 γκολ, παραμένοντας ένα από τα μεγαλύτερα είδωλα του συλλόγου! Ήταν επίσης γνωστός για την ροπή του στις κόκκινες κάρτες. Συνολικά πήρε 9 κόκκινες κάρτες όσο ήταν στην Άρσεναλ. Τοποθετείται 5ος στη λίστα των 50 Καλύτερων Παικτών της Άρσεναλ Όλων των Εποχών!


Κατά την διάρκεια της μοναδικής του περιόδου στη Γιουβέντους, σχημάτισε ένα πολύ ισχυρό δίδυμο στο κέντρο με τον Βραζιλιάνο Έμερσον (Emerson Ferreira da Rosa), συνεπικουρούμενος από τον Πάβελ Νέντβεντ (1234). Έκανε το ντεμπούτο του για τη Γιουβέντους εναντίον της Κιέβο στις 28 Αυγούστου του 2005, σε μια νίκη με 1-0 και σημείωσε το πρώτο γκολ του για την «Γηραιά Κυρία» στις 21 Σεπτεμβρίου, στο 37ο λεπτό ενός αγώνα εναντίον της Ουντινέζε. Υπήρξε από τους βασικούς συντελεστές της κατάκτησης του scudetto εκείνης της χρονιάς. Τον Μάρτιο του 2006, συμμετείχε στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι για τον Ντένις Μπέργκαμπ (Dennis Bergkamp), επιστρέφοντας στο Λονδίνο, στο Έμιρεϊτς πλέον.


Μετά την εμπλοκή της Γιουβέντους στο σκάνδαλο «Calciopoli» και τον υποβιβασμό της στη Β’ Κατηγορία, έφυγε από το Τορίνο, υπογράφοντας στην Ίντερ του Μιλάνου, για σχεδόν 10 εκατομμύρια ευρώ.  Στην πρώτη χρονιά στην Ίντερ κέρδισε το ιταλικό Σούπερ Καπ, ωστόσο, η καριέρα του στους «νερατζούρι» σημαδεύτηκε από πολλούς τραυματισμούς. Στα μέσα της περιόδου 2009/10, στις 8 Ιανουαρίου του 2010, υπέγραψε στην Μάντσεστερ Σίτι, συμβόλαιο διάρκειας 6 μηνών με δυνατότητα ετήσιας επέκτασης. Έκανε το ντεμπούτο του σε έναν αγώνα εναντίον της Χαλ Σίτι, πετυχαίνοντας το πρώτο γκολ του εναντίον της Μπόλτον. Στις 14 Ιουλίου του 2011, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση.


Έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα της Γαλλίας στις 26 Φεβρουαρίου του 1997, σε μια νίκη 2-1 εναντίον της Ολλανδίας. Ήταν βασικό μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998. Στον τελικό εναντίον της Βραζιλίας (3-0), αντικαταστάθηκε από τον Εμανουέλ Πετί, παίζοντας στα τελευταία 15’, στη θέση του Γιούρι Τζοργκαέφ (Youri Djorkaeff). Ήταν πάλι βασικός στο EURO του 2000, το οποίο κατέκτησε κι αυτό η Γαλλία. Κατέκτησε και το Κύπελλο Συνομοσπονδιών που έγινε στα τέλη του 2001 στην Κορέα-Ιαπωνία, στο Παγκόσμιο Κύπελλο όμως του 2002, η Γαλλία αποκλείστηκε από τη φάση των ομίλων!


Στο EURO του 2004 έπαιξε σε όλους τους αγώνες, πλην του προημιτελικού, στην ήττα (0-1) από την Ελλάδα, λόγω τραυματισμού.  Ήταν ο 2ος αρχηγός της Γαλλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, κατακτώντας τη 2η θέση. Παρέμεινε αρχηγός της ομάδας σε αρκετά παιχνίδια της Γαλλίας για τα προκριματικά του EURO 2008, μετά την αποχώρηση του Ζινεντίν Ζιντάν (Zinedine Zidane), αν και δεν συμμετείχε στη τελική φάση του πρωταθλήματος. Έπαιξε το τελευταίο παιχνίδι με τους «τρικολόρ», ένα φιλικό εναντίον της Νιγηρίας στις 2 Ιουνίου του 2009. Έπαιξε 107 παιχνίδια για τη Γαλλία, σκοράροντας 6 γκολ.


Ο Πατρίκ Βιεϊρά υπήρξε ένας πλήρης, δυνατός, επίμονος και επιθετικός ποδοσφαιριστής, με εξαιρετικές φυσικές, αθλητικές και τεχνικές ιδιότητες. Συνήθως αναπτυσσόταν ως αμυντικογενής κεντρικός μέσος ή ως ένας box-to-box μέσος, διακρινόμενος για την τακτική ευφυΐα του, προικισμένος με καλές ικανότητες στον έλεγχο της μπάλας, εξαιρετικές μεταβιβάσεις και διορατικότητα, στοιχεία που του επέτρεψαν να ξεκινά επιθέσεις, αμέσως με την επανάκτηση της μπάλας. Διακρίθηκε επίσης στις εναέριες μονομαχίες και ήταν γνωστός για τις επιθετικογενείς τάσεις του στο χώρο της μεσαίας γραμμής, γεγονός που του επέτρεψε να συνεισφέρει στο επιθετικό παιχνίδι της ομάδας του. Αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά, πέρα από τον ρυθμό, τη δύναμή του, την πίεση και την αντοχή του, που του επέτρεψαν να συνδέσει αποτελεσματικά την άμυνα με την επίθεση και τον έκαναν ικανό να παίζει οπουδήποτε στη μεσαία γραμμή. Το 2007, οι ‘’The Times’’ τον τοποθέτησαν στη θέση Νο 33 στον κατάλογο τους, των 50 Σκληρότερων Ποδοσφαιριστών της Ιστορίας.


Από πλευράς επιτυχιών, χαρακτηριστικό της καριέρας του είναι το γεγονός ότι κατέκτησε σχεδόν τα πάντα σε συλλογικό και διεθνές επίπεδο, εκτός από το Τσάμπιονς Λιγκ! Οι μεγαλύτερες πορείες της Άρσεναλ επί των ημερών του, τερματίστηκαν στα προημιτελικά (δύο φορές). Τη πρώτη χρονιά, μετά την αποχώρηση του για τη Γιουβέντους, ηττήθηκε από την πρώην ομάδα του στους 8 της διοργάνωσης! Ήταν η σεζόν 2005/06 όπου οι «κανονιέρηδες» έφτασαν μέχρι τον τελικό και ηττήθηκαν από τη Μπαρτσελόνα. Η ατυχία του έγινε ακόμα μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Ίντερ, όταν στα μέσα της 4ης  σεζόν του με τη φανέλα των «νερατζούρι», παραχωρήθηκε δανεικός στη Μάντσεστερ Σίτι (2010). Λίγους μήνες αργότερα είδε τους πρώην συμπαίκτες του από την τηλεόραση να κερδίζουν το Τσάμπιονς Λιγκ στον τελικό με τη Μπάγερν!


Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ανέλαβε προπονητής στα τμήματα υποδομής της Μάντσεστερ Σίτι, έως το τέλος του 2015. Την 1η  Ιανουαρίου του 2016, ανέλαβε την Νέα Υόρκη στην  MLS (Major League Soccer).



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         1984–1986: Football Club Trappes
  • ·         1986–1991: Football Club Drouais
  • ·         1991–1993: Tours Football Club

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1994/95: Association Sportive de Cannes Football, 49 (2)
  • ·         1995/96: Associazione Calcio Milan, 2 (0)
  • ·         1996–2005: Arsenal Football Club, 279 (29)
  • ·         2005/06: Juventus Football Club, 31 (5)
  • ·         2006–2010: Football Club Internazionale Milano, 67 (6)
  • ·         2010/11: Manchester City Football Club, 28 (3)

Σύνολο καριέρας: 456 (45)

Διεθνής

  • ·         1995/96: Εθνική Ελπίδων Γαλλίας, 7 (0)
  • ·         1997–2009: Γαλλία, 107 (6)

Προπονητική καριέρα

  • ·         2013–2015: Manchester City Reserves
  • ·         2016–          : New York City Football Club


Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με την Arsenal
  • ·         Πρωτάθλημα Αγγλίας: 3 (1997/98, 2001/02, 2003/04)
  • ·         Κύπελλο Αγγλίας: 4 (1997/98, 2001/02, 2002/03, 2004/05)
  • ·         FA Community Shield: 4 (1998, 1999, 2002, 2004)

Με την Internazionale
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 3 (2006/07, 2007/08, 2008/09)
  • ·         Σούπερ Καπ Ιταλίας: 2 (2006, 2008)

Με τη Manchester City
  • ·         Κύπελλο Αγγλίας: 2010/11

Διεθνείς

Με τη Γαλλία
  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: 1998, 2η θέση το 2006
  • ·         Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 2000
  • ·         Κύπελλο Συνομοσπονδιών FIFA: 2001

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Καλύτερος Πρωτοεμφανιζόμενος Α’ Γαλλικής Κατηγορίας: 1995
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2000
  • ·         2ος Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Κυπέλλου Συνομοσπονδιών FIFA: 2001
  • ·         Πρώτος Σκόρερ Διοργάνωσης Κυπέλλου Συνομοσπονδιών FIFA: 2001
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 2006
  • ·      Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας: 6 (1998/99, 1999–2000, 2000/01, 2001/02, 2002/03, 2003/04)
  • ·         Παίκτης Της Σεζόν για τη Premier League: 2000/01
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την UEFA: 2001
  • ·         Καλύτερος Παίκτης της Χρονιάς για τη Γαλλία: 2001
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας Ξένων της Premier League για την Δεκαετία: 1992/93 έως 2001/02
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας της Premier League για την Δεκαετία: 1992/93 έως 2001/02
  • ·         Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA

Ως προπονητής

Με την Manchester City EDS
  • ·         Premier League International Cup: 2014/15

Τιμές


  • ·         Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής: 1998