Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Βουγιαντίν Μπόσκοφ

Ο Γιουγκοσλάβος, σέρβικης καταγωγής μεσοεπιθετικός και αργότερα προπονητής, Βουγιαντίν Μπόσκοφ (Vujadin Boškov), γεννήθηκε στις 16 Μαΐου του 1931, στο Μπέγκετς, μια πόλη πάνω στον Δούναβη, 10 χλμ. από το Νόβισαντ, στη Βοϊβοντίνα. Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο το 1946 και αγωνίστηκε μέχρι το 1960 για την Βοϊβοντίνα του Νόβι Σαντ. Το 1961, υπέγραψε στη Σαμπντόρια και το 1962 πήγε στη Γιανγκ Μπόις στην Ελβετία όπου κι έκλεισε τη καριέρα του, το 1964. Έπαιξε  57 φορές για την εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1950, κατακτώντας το Αργυρό Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952. Αργότερα έγινε διάσημος προπονητής, ειδικά όταν κέρδισε με την Σαμπντόρια το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1990 και το ιταλικό πρωτάθλημα την επόμενη χρονιά. 


Ένας πανέξυπνος άνθρωπος που οι προπονητικές του επιτυχίες, επισκίασαν  τις ποδοσφαιρικές. Ξεχώρισε τόσο για τις πολλές επιτυχίες του, όσο και για τη μοναδική του αίσθηση του χιούμορ, αλλά και για τα συγκεκαλυμμένα ειρωνικά σχόλια, τα οποία χρησιμοποιούσε για να διαλύσει την ένταση κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων τύπου μετά από τους αγώνες. Αξιοσημείωτα επίσης είναι και μερικά από τα τσιτάτα του, που του έδωσαν αρκετή δημοφιλία, ειδικά κατά τη διάρκεια του χρόνου του στην Ιταλία!


Κατά την διάρκεια της σχεδόν 15ετούς ποδοσφαιρικής του καριέρας στη Γιουγκοσλαβία, αγωνίστηκε αποκλειστικά για την Βοϊβοντίνα (γνωστή ως Σλόγκα Νόβι Σαντ μέχρι το 1950), με τα χρώματα της οποίας συμμετείχε σε 512 παιχνίδια, συνολικά από το 1946 μέχρι το 1960. Δεν είχε κάποια ιδιαίτερη συλλογική επιτυχία, μιας και ο Ερυθρός Αστέρας με την Παρτιζάν από το Βελιγράδι, αλλά και ομάδες όπως η Ντιναμό του Ζάγκρεμπ με την Χάιντουκ του Σπλίτ, μονοπωλούσαν τους γιουγκοσλαβικούς τίτλους. Οι καλύτερες επιδόσεις του, ως παίκτης, ήταν μια 2η θέση στο πρωτάθλημα, τη σεζόν 1956/57, πίσω από τον Ερυθρό Αστέρα, μια 3η το 1959, μια 4η το 1953, καθώς και η συμμετοχή στον τελικό του Κυπέλλου Γιουγκοσλαβίας του 1951, όπου ηττήθηκε από τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Το 1958, λόγω μιας σύγκρουσης με τον αντίπαλο τερματοφύλακα, υπέστη έναν τραυματισμό στο πόδι, από τον οποίο υπέφερε για περίπου δύο χρόνια.  


Σε 13 χρόνια, έπαιξε σε 198 παιχνίδια στην Prva Liga (Α’ Κατηγορία) και σημείωσε 15 γκολ. Στο Μιτρόπα Καπ, η Βοϊβοντίνα ήταν φιναλίστ το 1957 και έπαιξε στους ημιτελικούς, το 1959. Το 1961, σε ηλικία 30 ετών μετακόμισε στην Ιταλία, υπογράφοντας στη Σαμπντόρια. Πριν από αυτή την ηλικία, η Γιουγκοσλάβικη Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία απαγόρευσε τις μεταγραφές στο εξωτερικό. Φορούσε τη φανέλα με το  № 7. Έπαιξε στη Serie A για μία σεζόν (1961/62), που σημαδεύτηκε από προβλήματα τραυματισμών. Υπό την ηγεσία του Εράλντο Μοντζέλιο (Eraldo Monzeglio) η ομάδα έφτασε στη 10η θέση, με τον ίδιο να συμμετέχει σε 13 αγώνες και ένα γκολ. Από το 1962 έως το 1964, έπαιξε στην Ελβετία με τα χρώματα της Γιουνγκ Μπόις της Βέρνης, ως παίκτης-προπονητής, βιώνοντας τον υποβιβασμό τη πρώτη σεζόν. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1964, για να ακολουθήσει καριέρα προπονητή.


Στα 20 του χρόνια, έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική γιουγκοσλαβική ομάδα, στις 25 Ιουνίου του 1951, σ’ έναν αγώνα εναντίον της Ελβετίας στο Βελιγράδι. Συμπαίκτης με τους  Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι (Zlatko  Čajkovski) και Ιβάν Χόρβατ (Ivan Horvath),  η Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του 1950 ήταν από τις Καλύτερες Ευρωπαϊκές ομάδες, έχοντας το παρατσούκλι «Οι Βραζιλιάνοι της Ευρώπης»! Στον τελικό του Ολυμπιακού τουρνουά του 1952, στο Ελσίνκι, στις 2  Αυγούστου, ηττήθηκαν  με 0-2 από τους «Μυθικούς Μαγυάρους» του  Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás). Ακολούθησαν  δύο συμμετοχές στα Παγκόσμια Κύπελλα  του 1954 στην Ελβετία και του 1958 στην Σουηδία. Ο Μπόσκοφ, συμμετείχε σε όλους τους αγώνες των προκριματικών για τις δυο διοργανώσεις, εναντίον της Ελλάδας και του Ισραήλ για  το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 και της Ελλάδα και της Ρουμανίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958.


Στις τελικές φάσεις στην Ελβετία και στη Σουηδία, συμμετείχε και στους 7 αγώνες που έπαιξαν οι Γιουγκοσλάβοι. Εξαιρετικοί ήταν οι αγώνες, το 1954 εναντίον της Βραζιλίας, με το αποτέλεσμα στο 1-1  και η νίκη με 3-2, το 1958, εναντίον της Γαλλίας. Το 1953, μαζί με τον συμπατριώτη του Μπέρναρντ Βούκας (Bernard Vukas), αγωνίστηκαν με τη Μικτή Ευρώπης, στο Γουέμπλεϊ κατά της Αγγλίας που έληξε 4-4, ενώ πάλι με τον Βούκας, στις 13 Αυγούστου του  1955, έπαιξαν με τη Μικτή Ευρώπης εναντίον της Μικτής Βρετανίας, στον εορτασμό της 75ης επετείου της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Ιρλανδίας (IFA), σε μια νίκη με 4-1 στο Μπέλφαστ. Το τελευταίο του παιχνίδι με την εθνική ομάδα, ήλθε στη  58η διεθνή συμμετοχή του, στις 19 Ιουνίου του 1958, εναντίον  της Γερμανίας, στην ήττα με 0-1 στους προημιτελικούς για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958. Σημείωσε 4 γκολ για τους «πλάβι». Ήταν στη 14η θέση της κατάταξης για τη Χρυσή Μπάλα το 1958.


Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση,  επέστρεψε στη Βοϊβοντίνα, διατελώντας προπονητής της για 7 σεζόν, από το 1964 έως το 1971, οδηγώντας τον σύλλογο στην κατάκτηση του Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος της περιόδου 1965/66, για πρώτη φορά στην ιστορία της.  Στη συνέχεια ανέλαβε την εθνική Γιουγκοσλαβίας  και η Ντεν Χααγκ (1974-1976), με την οποία κέρδισε το ολλανδικό Κύπελλο 1974/75 νικώντας στον τελικό τη Τβέντε, ενώ την επόμενη σεζόν έφτασε στα προημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου αποκλείστηκε από την αγγλική Γουέστ Χαμ. Ακολούθησε, η Φέγενορντ (1976-1978), με την οποία έφτασε στα προημιτελικά του Κυπέλλου UEFA, τελειώνοντας τη σεζόν στην 4η θέση, ενώ την επόμενη ο σύλλογος απογοήτευσε, αφού τερμάτισε στην 10η θέση. Στην Ολλανδία, έγινε δεκτός με μεγάλη αγάπη, αλλά έπρεπε επίσης να αφήσει τη χώρα εξαιτίας του νέου νόμου για τους μετανάστες.

Πανηγυρίζοντας τη κατάκτηση του ολλανδικού Κυπέλλου με την Ντεν Χάαγκ

Συνέχισε στην Ισπανία, στη Ρεάλ Σαραγόσα (1978/79), στη Ρεάλ Μαδρίτης (1979-1982), με την οποία κατέκτησε το double του 1979/80, ενώ συμμετείχε και στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1981, όπου ηττήθηκε από την Λίβερπουλ και τη Σπόρτιγκ Χιχόν (1983/84). Μετά ήλθε η ιταλική περιπέτεια με την Άσκολι (1984-1986) για να ακολουθήσει, η αναμφισβήτητα καλύτερη περίοδός του ως προπονητής, όταν οδήγησε τη Σαμπντόρια (1986-1992) στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης της περιόδου 1988/89 και του ιταλικού πρωταθλήματος του 1990/91! Έφτασε μαζί της και στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στο Λονδίνο το 1992, όπου ηττήθηκε από την Μπαρτσελόνα, στην παράταση από το γκολ του Ρόναλντ Κούμαν (Ronald Koeman)! Συνέχισε με τη Ρόμα (1992/93), τη Νάπολι (1994-1996), τη Σερβέτ Γενεύης (1996/97), πάλι τη Σαμπντόρια (1997/98), τη Περούτζια (1999) και την εθνική Γιουγκοσλαβίας, με την οποία συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000, όπου αποκλείστηκε στα προημιτελικά από την συνδιοργανώτρια, Ολλανδία.


Είχε ένα μεγαλύτερο αδελφό που ονομαζόταν Αλέξανδρος και  ο οποίος πέθανε στα 17 του χρόνια, το 1943, από μηνιγγίτιδα. Το 1955 παντρεύτηκε την Γιελένα, δημοσιογράφο, με την οποία παρέμεινε δεμένος για μια ζωή, αποκτώντας,  το 1957, μια κόρη, την Αλεξάνδρα.  Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Νόβι Σαντ με πτυχίο ιστορικών μελετών και ήταν παθιασμένος με την γεωγραφία και την πολιτική! Μιλούσε άπταιστα 7 γλώσσες! Έχαιρε τρομερής εκτίμησης στο ιταλικό ποδόσφαιρο, όπου διετέλεσε και καθηγητής στη περίφημη Σχολή προπονητών του Κοβερτσιάνο, υπό τη διεύθυνση του Ιτάλο Αλόντι ( Italo Allodi)!


Ο Βουγιαντίν Μπόσκοφ, πέθανε στις 27 Απριλίου του 2014, σε ηλικία 82 ετών, στο Νόβι Σαντ, μετά από μακρά ασθένεια, μια πολύ επιθετική μορφή της νόσου Αλτσχάιμερ. Προς τιμήν του ιδρύθηκε από τη Σαμπντόρια στο «Trophy Vujadin Boškov», ενώ το προπονητικό κέντρο της Βοϊβοντίνα, φέρει το όνομά του.


Ακολουθούν μερικές από τις σοφίες του:
  • ·         «Πέναλτι είναι όταν το σφυρίξει ο διαιτητής».
  • ·   «Είναι καλύτερα να χάσεις ένα ματς 6-0 από έξι φορές 1-0».
  • ·    «Ένας μεγάλος παίκτης βλέπει έναν αυτοκινητόδρομο εκεί που οι υπόλοιποι βλέπουν ένα μονοπάτι».
  • ·    «Μετά τη βροχή, έρχεται πάντα ο ήλιος».
  • ·   «Εάν δεν ξενυχτήσουν τώρα που είναι νέοι, πότε θα το κάνουν;»



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1946–1960: Fudbalski Klub Vojvodina Novi Sad, 185 (15)
  • ·         1961/62: Unione Calcio Sampdoria, 13 (1)
  • ·         1962–1964: Berner Sport Club Young Boys                          

Διεθνής

  • ·         1951–1958: Γιουγκοσλαβία, 57 (0)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1962–1964: Berner Sport Club Young Boys (παίκτης-προπονητής)
  • ·         1964–1971: Fudbalski Klub Vojvodina Novi Sad
  • ·         1966: Γιουγκοσλαβία (βοηθός)
  • ·         1971–1973: Γιουγκοσλαβία
  • ·         1974–1976: Haagsche Football Club Alles Door Oefening (ADO) Den Haag
  • ·         1976–1978: Feyenoord Rotterdam
  • ·         1978/79: Real Zaragoza
  • ·         1979–1982: Real Madrid Club de Fútbol
  • ·         1982–1984: Real Sporting de Gijón
  • ·         1984–1986: Ascoli Picchio F.C. 1898
  • ·         1986–1992: Unione Calcio Sampdoria
  • ·         1992/93: Associazione Sportiva Roma
  • ·         1994–1996: Società Sportiva Calcio Napoli
  • ·         1996/97: Association du Servette Football Club
  • ·         1997/98: Unione Calcio Sampdoria
  • ·         1999: Associazione Calcistica Perugia Calcio
  • ·         1999–2000: Γιουγκοσλαβία
  • ·         2001: Γιουγκοσλαβία (βοηθός)
  • ·         2006: Unione Calcio Sampdoria (σκάουτερ)


Τίτλοι

Ως προπονητής

Με την FK Vojvodina
  • ·         Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 1965/66

Με την ADO Den Haag
  • ·         Κύπελλο Ολλανδίας: 1974/75

Με την Real Madrid
  • ·         Πρωτάθλημα Ισπανίας: 1979/80
  • ·         Κύπελλο Ισπανίας: 1979–80

Με την Ascoli
  • ·         Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Ιταλίας: 1985/86

Με την Sampdoria
  • ·         Κύπελλο Κυπελλούχων: 1989/90
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1990/91
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 2 (1987/88, 1988/89)
  • ·         Σούπερ Καπ Ιταλίας: 1991