Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Ντανιέλ Πασαρέλα: Ο Μεγάλος Αρχηγός

Ο Αργεντίνος κεντρικός αμυντικός Ντανιέλ Πασαρέλα (Daniel Alberto Passarella), γεννήθηκε στις 25 Μαΐου του 1953, στο Τσακαμπούκο, μια πόλη στην επαρχία του Μπουένος Άιρες, έξω από την πρωτεύουσα. Ήταν ο αρχηγός της εθνικής ομάδας της Αργεντινής που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 και ο μόνος Αργεντίνος που έχει σηκώσει και τα 2 Παγκόσμια Κύπελλα που έχει κατακτήσει η «αλμπιτσελέστε». Ένας  από τους Μεγαλύτερους  Αμυντικούς στη Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία, ήταν επίσης ένας από τους πιο Παραγωγικούς Αμυντικούς και υπήρξε ο Κορυφαίος Σκόρερ για αμυντικός, με 134 γκολ σε 451 αγώνες, ένα ρεκόρ που αργότερα έσπασε ο Ολλανδός Ρόναλντ Κούμαν (Ronald Koeman). 


Είναι ο σπουδαιότερος αρχηγός  στην ιστορία της Ρίβερ Πλέιτ, ενώ η στατιστική λέει ότι είναι από τους Κορυφαίους Σκόρερ στην ιστορία του μεγάλου συλλόγου του Μπουένος Άιρες! Το παρατσούκλι του είναι «El Gran Capitán» (Ο Μεγάλος Αρχηγός) λόγω των ικανοτήτων του, την αδιαμφισβήτητης ηγετικής του παρουσίας, του αγωνιστικού πάθους του, αλλά και την οργανωτικής ανδρείας του μέσα στον αγωνιστικό χώρο! Τον Μάρτιο του 2004, ονομάστηκε από τον Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”) ως ένας από τους 125 Εν Ζωή Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές στον Κόσμο, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 Χρόνια της FIFA. Το 2007, οι “The Times” τον κατέταξαν στο № 36 στη λίστα τους με τους «50 Πιο Δύσκολους Ποδοσφαιριστές στην Ιστορία». Διετέλεσε πρόεδρος της Ρίβερ Πλέιτ για 4 χρόνια, από τον Δεκέμβριο του 2009.


Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο, σε ηλικία 16 ετών στην άσημη Αρχεντίνο. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και προείχε για τον ίδιο ο αγώνας για το μεροκάματο! Ήδη από τα 13 του χρόνια, είχε εγγραφεί σε τεχνική σχολή προκειμένου να εργάζεται. Είχε όμως παράλληλα και την επιθυμία να δοκιμαστεί σε μία μεγάλη ομάδα. Αποδείχθηκε μάταιο, μιας και η Μπόκα Τζούνιορς, η Ιντεπεντιέντε και η Εστουδιάντες, του έκλεισαν την πόρτα! Επέστρεψε στην Αρχεντίνο, η οποία το 1973 τον παραχώρησε στη Σαρμιέντο του Χουνίν, που τότε αγωνιζόταν  στη Β’ κατηγορία της Αργεντινής. Τον Ιανουάριο του 1974, ο Νέστορ Ρόσι (Néstor Raúl Rossi), που είχε μόλις αναλάβει τα ηνία της Ρίβερ Πλέιτ, συμφώνησε να τον δοκιμάσει σε ένα φιλικό κόντρα στη Μπόκα … και ανακάλυψε«λαβράκι»! Από εκεί και πέρα, όλα πήραν το δρόμο τους!


Ο χαλκέντερος κεντρικός αμυντικός, ντεμπουτάρισε στα «σαλόνια» του ποδοσφαίρου της πατρίδας του, στις 14 Απριλίου του 1974, σε μια ήττα 0-1 εκτός έδρας από τη Ροζάριο Σεντράλ. Σκόραρε το πρώτο του γκολ για τη Ρίβερ, στις 28 Ιουλίου του 1974, το νικητήριο γκολ σε μια νίκη 3-2 επί της Αρχεντίνος Τζούνιορς. Απροσπέλαστος και ανίκητος στο ψηλό παιχνίδι, είχε μόνο μία αδυναμία σύμφωνα με τους προπονητές του. Εγκατέλειπε την άμυνα για να προωθηθεί στην επίθεση! Αυτό ακριβώς όμως ήταν και το μεγάλο του πλεονέκτημα, καθώς είχε αξιομνημόνευτη ευχέρεια στο σκοράρισμα! Κατέκτησε με τη Ρίβερ, έπειτα από 18 «πέτρινα» χρόνια (!!!), 6 πρωταθλήματα Αργεντινής και έφτασε στον τελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες το 1975, όπου ηττήθηκε από την Κρουζέιρο! Το 1982, διέσχισε τον Ατλαντικό και υπέγραψε στη Φιορεντίνα. Έμεινε 4 χρόνια στους «βιόλα», συμμετέχοντας σε 109 αναμετρήσεις τους και σημειώνοντας 26 γκολ. Το 1986, μεταγράφηκε  στην Ίντερ του Μιλάνου, με τα χρώματα της οποίας αγωνίστηκε για μία διετία, κάνοντας 44 εμφανίσεις με 9 γκολ. Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Ρίβερ Πλέιτ, με τη φανέλα της οποίας, έχοντας στο μεταξύ καταγράψει άλλες 32 συμμετοχές και 9 τέρματα, κρέμασε ως παίκτης της τα παπούτσια του. Το τελευταίο παιχνίδι του το έκανε στις 27 Ιουλίου του 1989, στη νίκη στο ντέρμπι εναντίον της Μπόκα Τζούνιορς με 2-1.


Ιδιαίτερα αποτελεσματικός τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση, σημείωσε αρκετά γκολ με κεφαλιές, παρά το μέτριο ανάστημά του (1,73 μ.)! Φημιζόταν για τα εξαιρετικά του φάουλ και πέναλτι. Αγωνιστικά, το παιχνίδι του ξεχώριζε για τη χρήση των αγκώνων του έναντι των αντιπάλων, αλλά και ταυτόχρονα το παμπόνηρο παίξιμό του! Τον αποκαλούσαν «El Gran Capitán» (Ο Μεγάλος Αρχηγός), ψευδώνυμο του ήρωα της Ανεξαρτησίας της Αργεντινής, Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν ή «El Kaiser» (Ο Αυτοκράτορας), ένας υπαινιγμός για τον Φραντς Μπεκενμπάουερ (Franz Beckenbauer) λόγω της ικανότητάς του στην ηγεσία του, το πάθος του και την οργανωτική του ικανότητα στον αγωνιστικό χώρο. Μαζί με τον περουβιανό Έκτορ Τσούμπιταζ (Héctor Chumpitaz) θεωρούνται οι Καλύτεροι Κεντρικοί Αμυντικοί στην ποδοσφαιρική ιστορία της Νότιας Αμερικής! Κατά τη διάρκεια της πολυετούς σταδιοδρομίας του, σκόραρε 184 τέρματα σε όλες τις διοργανώσεις (!!!), εκ των οποίων τα 134 σε 451 αγώνες πρωταθλημάτων της Αργεντινής (99 γκολ σε 238 παιχνίδια, ο Κορυφαίος Σκόρερ για αμυντικός στην ιστορία) και της Ιταλίας, ρεκόρ που καταρρίφθηκε αργότερα μόνο από τον Ολλανδό Ρόναλντ Κούμαν (Ronald Koeman)!


Στις 20 Μαρτίου του 1976, έκανε το διεθνές ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα της Αργεντινής, εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και το 1977 έγινε ο αρχηγός της. Χρίστηκε 70 φορές διεθνής, σημειώνοντας παράλληλα και  22 τέρματα, ο Κορυφαίος Σκόρερ για αμυντικός στην ιστορία της. Πανηγύρισε ως αρχηγός την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978, όντας το δεξί χέρι του προπονητή της, Σέζαρ Λουίς Μενότι (César Luis Menotti). Συμμετείχε στο Μουντιάλ του 1982, υπό τον Κάρλος Μπιλάρδο (Carlos Bilardo), όχι όμως ως αρχηγός, μιας και το περιβραχιόνιο δόθηκε στον Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona), φτάνοντας μέχρι τη δεύτερη φάση και κατέκτησε το Παγκόσμιο Τίτλο του 1986, αν και δεν αγωνίστηκε σε κάποιο παιχνίδι της τελικής φάσης, λόγω του ότι προσβλήθηκε από εντεροκολίτιδα κατά την διάρκεια της προετοιμασίας της ομάδας και αγωνιστικά αντικαταστάθηκε από τον Χοσέ Λουίς Μπράουν (José Luis Brown).


Το 1986, κατά τη διάρκεια του τουρνουά, υπέβοσκε παράλληλα και μια εριστική σχέση με το αστέρι της ομάδας, τον Μαραντόνα, αλλά και τον Μπιλάρδο, έριδα που προερχόταν από την στενή σχέση του Πασαρέλα με τον Μενότι (θεωρούνταν το alter ego του), σε συνδυασμό με τη κάκιστη σχέση του τελευταίου με τον Μπιλάρδο, αλλά και την υποψία ότι ο Μενότι έκοψε τον Μαραντόνα το 1978, κατ’ απαίτηση του Πασαρέλα! Ακόμα κι έτσι, όντας μέλος της 22άδας, είναι ο μόνος Αργεντίνος που έχει κατακτήσει και τους 2 Παγκόσμιους Τίτλους που έχει κερδίσει η χώρα του!


Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ασχολήθηκε για αρκετά χρόνια με την προπονητική. Εργάστηκε στη Ρίβερ Πλέιτ, με την οποία μέχρι το 1994, κατέκτησε 3 πρωταθλήματα Αργεντινής και την εθνική ομάδα της Αργεντινής, από το 1994 μέχρι το 1998, καθοδηγώντας την στο Παγκόσμιο Κύπελλο αυτής της χρονιάς στη Γαλλία. Με βοηθό τον στενό του φίλο Αμέρικο Γκαγιέγκο (Américo Gallego), είχε απαγορεύσει τα μακριά μαλλιά, τα σκουλαρίκια και διάφορα άλλα, που οδήγησαν σε διαφορές και προστριβές με αρκετούς παίκτες. Οι Φερνάντο Ρεντόντο (Fernando Redondo) και Κλαούντιο Κανίγια (Claudio Caniggia), αρνήθηκαν να «συμμορφωθούν» και εξαιρέθηκαν από την ομάδα! Αποκλείστηκε στα προημιτελικά από την Ολλανδία.


Συνέχισε στην εθνική Ουρουγουάης, αλλά έφυγε από τη θέση κατά τη διάρκεια των προκριματικών για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, αφού αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα στις κλήσεις των παικτών και το 2001, είχε μια σύντομη και ανεπιτυχή περίοδο ως προπονητής της Πάρμα στην Ιταλία. Το 2003, έστεψε πρωταθλήτρια τη μεξικάνικη Μοντερέι και στη συνέχεια ανέλαβε τη βραζιλιάνικη Κορίνθιανς, από την οποία απολύθηκε μετά από λίγους μήνες λόγω των κακών αποτελεσμάτων. Ανέλαβε και πάλι μετά από 12 χρόνια τη Ρίβερ και παραιτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου του 2007, μετά τον αποκλεισμό από την Άρσεναλ Σαραντί στα ημιτελικά του Κόπα Σουνταμερικάνα! 


Από τις 5 Δεκεμβρίου του 2009 και για μια τετραετία, μέχρι τις 6 Νοεμβρίου του 2013, ήταν πρόεδρος της Ρίβερ Πλέιτ, βιώνοντας τον υποβιβασμό για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου. Είναι ο 5ος στην ιδιότυπη λίστα των ανθρώπων που έχουν διατελέσει παίκτες, προπονητές και πρόεδροι των συλλόγων που αγωνίστηκαν! Οι άλλες περιπτώσεις είναι ο Σαντιάγκο Μπερναμπέου (Santiago Bernabeu) στη Ρεάλ Μαδρίτης, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ στη Μπάγερν Μονάχου, ο Κάρλος Μπάμπινγκτον (Carlos Babington) στη Χουρακάν και ο Εδουάρδο Πριμεντέλ (Eduardo Pimentel) της Μπογιακά Τσίκο στη Κολομβία.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1971–1973: Club Atlético Sarmiento, 36 (9)
  • ·         1974–1982: Club Atlético River Plate, 226 (90)
  • ·         1982–1986: Associazione Calcio Firenze Fiorentina, 109 (26)
  • ·         1986–1988: Football Club Internazionale Milano, 44 (9)
  • ·         1988/89: Club Atlético River Plate, 32 (9)

Σύνολο καριέρας: 447 (140)

Διεθνής

  • ·         1974–1986: Αργεντινή, 70 (22)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1989–1994: Club Atlético River Plate
  • ·         1994–1998: Αργεντινή
  • ·         1999–2001: Ουρουγουάη
  • ·         2001: Società Sportiva Dilettantistica Parma Calcio 1913
  • ·         2002–2004: Club de Fútbol Monterrey
  • ·         2005: Sport Club Corinthians Paulista
  • ·         2006/07: Club Atlético River Plate


Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Συλλογικοί

Με την River Plate
  • ·         Πρωτάθλημα Αργεντινής: 6 (1975 Metropolitano, 1975 Nacional, 1977 Metropolitano, 1979 Metropolitano, 1979 Nacional, 1981 Nacional)

Διεθνείς

Με την Αργεντινή
  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: 2 (1978, 1986)

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Παίκτης της Χρονιάς για την Αργεντινή: 1976
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1978
  • ·         Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
  • ·         Χρυσό Παπούτσι ως Ένας Θρύλος του Ποδοσφαίρου: 2015
  • ·         Στους 100 Καλύτερους Παίκτες του Κόσμου Όλων των Εποχών από το αγγλικό περιοδικό «World Soccer»

Ως προπονητής

Με τη River Plate
  • ·         Πρωτάθλημα Αργεντινής: 3 (1989/90, Apertura 1991, Apertura 1993)

Με τη Monterrey
  • ·         Πρωτάθλημα Μέξικο: Clausura 2003

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Προπονητής της Χρονιάς για τη Νότιο Αμερική: 1997