Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Μαρτσέλο Λίπι

Ο Ιταλός κεντρικός αμυντικός και αργότερα προπονητής Μαρτσέλο Λίπι, (Marcello Romeo Lippi), γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1948, στο Βιαρέτζιο της βόρειας Τοσκάνης, στις ακτές της Τυρρηνικής Θάλασσας. Υπηρέτησε ως προπονητής την ιταλική εθνική ομάδα από το 2004 έως το 2006 και οδήγησε την Ιταλία στη κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006. Ανέλαβε και πάλι προπονητής της, το καλοκαίρι του 2008 και αποχώρησε το 2010, μετά την απογοητευτική απόδοση στο Παγκόσμιο Κύπελλο εκείνης της χρονιάς. Θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους και πιο Επιτυχημένους προπονητές στην ιστορία του ποδοσφαίρου και το 2007, οι “The Times” τον συμπεριέλαβαν στον κατάλογο των Κορυφαίων 50 Προπονητών Όλων των Εποχών. Σε όλη τη σταδιοδρομία του ως προπονητής κέρδισε τον υπέρτατο ποδοσφαιρικό τίτλο του πλανήτη, το Παγκόσμιο Κύπελλο το 2006, 5 τίτλους της ιταλικής Serie A, 3 κινεζικούς τίτλους πρωταθλητή, ένα Κύπελλο Ιταλίας και ένα Κύπελλο Κίνας, 4 ιταλικά Σούπερ Καπς, το Ευρωπαϊκό Τσάμπιονς Λιγκ του 1996, το Ασιατικό Τσάμπιονς Λιγκ του 2013,, ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο. Είναι ο πρώτος και μέχρι σήμερα ο μοναδικός προπονητής που έχει κατακτήσει τόσο το Ευρωπαϊκό όσο και το Ασιατικό Τσάμπιονς Λιγκ.


Ονομάστηκε Καλύτερος Προπονητής Ποδοσφαίρου στον κόσμο από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) το 1996 και το 1998 και ο Καλύτερος Εθνικό Προπονητή Παγκοσμίως το 2006. Είναι ο μόνος προπονητής που έχει κερδίσει τους πιο εκλεκτούς διεθνείς τίτλους τόσο σε συλλογικό επίπεδο σε διαφορετικές ηπείρους, όσο και σε διεθνές (το UEFA Champions League και το Διηπειρωτικό Κύπελλο το 1996 με τη Γιουβέντους, το AFC Champions League το 2013 με την Γκουανγκζού και το Παγκόσμιο Κύπελλο το 2006 με την Ιταλία). Mαζί με τον Αρίγκο Σάκι (Arrigho Sacchi), είναι ότι καλύτερο έβγαλε το ιταλικό ποδόσφαιρο, σε επίπεδο προπονητικής και τακτικής, από το 1985 και μετά.


Ξεκίνησε την επαγγελματική ποδοσφαιρική του καριέρα, ως αμυντικός το 1969. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της στη Σαμπντόρια, όπου έπαιξε για 9 σεζόν, από το 1969 έως το 1978, με εξαίρεση ένα χρόνο που έπαιξε δανεικός στη Σαβόνα. Το 1979 εντάχθηκε στην Πιστοϊέζε, βοηθώντας στην άνοδο στην Serie A’. Τελείωσε την καριέρα του στην Λουκέζε, το 1982, σε ηλικία 34 ετών, για να ακολουθήσει καριέρα προπονητή.


Η άνοδός του στην κορυφή άρχισε επίσης στη Γένοβα, όπου ξεκίνησε ως προπονητής της ομάδας νέων της Σαμπντόρια. Μετά από διάφορες θητείες σε χαμηλότερες κατηγορίες της Ιταλίας, έγινε προπονητής στην Serie A, το 1989, με την Τσεζένα. Στη συνέχεια, μεταπήδησε στην Λουκέζε και στην Αταλάντα. Έγινε πασίγνωστος, τη σεζόν 1993/94, όταν οδήγησε την Νάπολι σε μια θέση στο Κύπελλο UEFA. Το επίτευγμα ήταν ακόμη πιο σημαντικό, με δεδομένα τα οικονομικά προβλήματα του συλλόγου συν το ότι εξακολουθούσε να πορεύεται με την ανάμνηση του μεγάλου Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona).


Πλέον, είχε γίνει στόχος για τα κορυφαία κλαμπ της Ιταλίας, με τη Γιουβέντους να κερδίζει στην άτυπη κούρσα για να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες του. Κέρδισε τη Serie A στην πρώτη του σεζόν και μετά από 5 πολύ επιτυχημένες χρονιές, μετακόμισε στην Ίντερ το 1999.  Απολύθηκε μετά την πρώτη αγωνιστική της σεζόν 2000/01, αφού αντιμετώπιζε πολλές επικρίσεις, λόγω των άσχημων αποτελεσμάτων της προηγούμενης σεζόν με τους «νερατζούρι». Ανέλαβε και πάλι τη Γιουβέντους απ’ τη σεζόν 2001/02 και κατάφερε να κερδίσει 2 ακόμα πρωταθλήματα, ενώ την οδήγησε στον τελικό του UEFA Champions League το 2003, στο Old Trafford, όπου ηττήθηκε απ’ την Μίλαν στα πέναλτι. Είναι δεύτερος στη σχετική λίστα με τα περισσότερα παιχνίδια (405), προπονητής στην ιστορία της, αλλά και στην ιταλική Serie A’!


Ορίστηκε εκλέκτορας της ιταλικής εθνικής ομάδας τον Ιούλιο του 2004, μετά από ένα απογοητευτικό Euro! Οι Azzurri εξασφάλισαν τη συμμετοχή τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο με σχετική ευκολία και μεγάλες νίκες σε φιλικούς αγώνες,, όπως το 3-1 επί της Ολλανδίας και το 4-1 επί της Γερμανίας, οι οποίες αύξησαν σημαντικά τις προσδοκίες για κάτι μεγάλο! Το σκάνδαλο Calciopolι όμως, στα τέλη της σεζόν 2005/06, μείωσε αυτές τις προσδοκίες και προκάλεσε έντονη κριτική προς το σύνολο του ιταλικού ποδοσφαίρου, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου, λόγω των μακροχρόνιων δεσμών του και την προϊστορία του με τη Γιουβέντους.


Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, οδήγησε μαεστρικά την Ιταλία σε όλη τη διαδρομή προς τον τελικό, όπου νίκησε τη Γαλλία 5-3 στα πέναλτι. Μετά την κατάκτηση του Παγκόσμιου Τίτλου, δήλωσε ότι αυτή ήταν η «... μεγαλύτερη στιγμή του ως προπονητής, ακόμη και μετά τη νίκη στο Διηπειρωτικό Κύπελλο και το Τσάμπιονς Λιγκ με τη Γιουβέντους!». Τρεις ημέρες μετά τον τελικό, δεν ανανέωσε το συμβόλαιό του με την Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία. Στη δεύτερη θητεία του στην εθνική Ιταλίας, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, ο ίδιος και η ομάδα, δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες. Επιλέγοντας κυρίως βετεράνους του 2006, παραλείποντας νεότερους παίκτες. Αμέσως μετά, παραιτήθηκε.


Στις 17 Μαΐου του 2012, υπέγραψε συμβόλαιο με την κινεζική Γκουανγκζού, για δυόμισι χρόνια, αξίας περίπου 30 εκ. ευρώ! Πέτυχε το double στην πρώτη του σεζόν στο σύλλογο και τη δεύτερη σεζόν του, στις 2 Οκτωβρίου του 2013, οδήγησε την ομάδα στον τελικό του AFC Champions League  για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου, κατακτώντας παράλληλα και το τρόπαιο, με αντίπαλο την κορεάτικη FC Σεούλ. Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 6 Οκτωβρίου, κατέκτησε τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο στη κινέζικη Super League. Στις 28 Φεβρουαρίου του 2014, ανανέωσε το συμβόλαιο του για μια ακόμα τριετία, μέχρι το 2017. Στις 2 Νοεμβρίου του 2014, ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθεί από την προπονητική και θα συνεχίσει με την Γκουανγκζού ως διευθυντής ποδοσφαίρου. Παραιτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 2015 και στις 22 Οκτωβρίου του 2016, διορίστηκε προπονητής της εθνικής ομάδας της Κίνας.


Στο βιβλίο του “Il Gioco delle Idee: Pensieri e Passioni da Bordo Campo” (Ένα Παιχνίδι Ιδεών: Σκέψεις και Πάθη από τα Παρασκήνια), o Λίπι περιγράφει την προπονητική του φιλοσοφία. Τονίζει τη σημασία του ομαδικού πνεύματος και της ενότητας της ομάδας. Παρομοιάζει μια ψυχολογικά καλά προετοιμασμένη ομάδα ποδοσφαίρου, ως αποτέλεσμα της λειτουργίας μιας ψυχολογικά υγιούς οικογένειας. Σχετικά με τη στρατηγική πτυχή της προπόνησης, τονίζει τη σημασία των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των παικτών. Οι παίκτες πρέπει να ακολουθούν όλοι το ίδιο πλάνο και να παίξουν για τον άλλον και όχι για τον εαυτό τους. Υποστηρίζει ότι «… μια ομάδα από τους καλύτερους παίκτες δεν κάνει απαραίτητα και την καλύτερη ομάδα». Στο τι είναι πιο σημαντικό, το τακτικό σχέδιο ή το σχήμα της ομάδας, υποστηρίζει ότι είναι κάτι σαν μίξη που να επιτρέπει σε κάθε παίκτη να μεγιστοποιήσει τη χρησιμότητα του για τους συμπαίκτες του, εκφράζοντας παράλληλα και την έκφραση των πλήρων δυνατοτήτων του. Σημειώνει επίσης ότι η επιλογή του τακτικού σχηματισμού περιορίζεται από τις ιδιότητες των διαθέσιμων παικτών. Έτσι, επιλέγοντας την καλύτερη δυνατή ομάδα, όχι μόνο απαιτεί την εύρεση του σωστού συνδυασμού των παικτών για την επιλεγμένη διαμόρφωση, αλλά και να βρεθεί η σωστή διαμόρφωση για τους επιλεγμένους παίκτες.


Το δίκτυο ESPN, έχει περιγράψει το ύφος προπόνησης και τακτικής του Λίπι με τα εξής λόγια: «Η προπόνηση του, είναι ιδέες ευρύτερες από ότι εφαρμόστηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση που ουσιαστικά έφερε ο Αρίγκο Σάκι (Arrigo Sacchi). Θεωρείται ως η γέφυρα μεταξύ του παλαιού τρόπου παιχνιδιού των Ιταλών (Gioco all'italiana) με το νέο, ένα μείγμα παραδοσιακού και σύγχρονου. Οι ομάδες του δεν αγωνίζονταν με προσωπικά μαρκαρίσματα και αμύνονταν με ζώνη. Προκαλούσαν τους αντιπάλους να κάνουν παιχνίδι και έπαιζαν με τρομερές αντεπιθέσεις, αλλά μπορούσαν επίσης να πάρουν τον έλεγχο στο παιχνίδι, πιέζοντας στο μισό του γηπέδου. Ξεκινώντας πάντα με στόχο την ισοπαλία, η τακτική του ποτέ δεν ήταν σταθερή, ενώ πάντα προσαρμοζόταν σύμφωνα με τον τρόπο παιχνιδιού του αντιπάλου».


Το 2016, ο Αντόνιο Κόντε (Antonio Conte), εξήρε τον Λίπι για τις δεξιότητες του στην καθοδήγηση και την τακτική, καθώς και την ικανότητά του να επικοινωνεί και να παρακινεί τους παίκτες του, προωθώντας ένα ανταγωνιστικό ομαδικό πνεύμα και νοοτροπία νικητή. Περιγράφοντας τις εμπειρίες του ως παίκτης της  Γιουβέντους υπό τη καθοδήγηση του Λίπι, δήλωσε: «Θυμάμαι ότι μας ήρθε από την Νάπολι με μεγάλη φιλοδοξία και αποφασιστικότητα. Ήταν πολύ σημαντικό, δεδομένου ότι ήταν σε θέση να μεταδώσει σε μας ακριβώς τι ήθελε. Είχαμε πιάσει πάτο, μετά από μια ήττα από τη Φότζια, λέγοντάς μας ότι αν είναι να πέσουμε, θα πέσουμε αγωνιζόμενοι. Από τότε ξεκινήσαμε να παίζουμε επιθετικά, πιέζαμε ψηλά και ελέγχαμε το παιχνίδι. Ήταν εξαιρετικός στο να δίνει κίνητρο στην ομάδα και να περνά τις ιδέες του. Νομίζω ότι το πιο σημαντικό πράγμα για έναν προπονητή είναι να έχει ένα σαφές σχέδιο το οποίο και μεταδίδει σαφώς στους παίκτες του. Ο Λίπι το είχε πάντα αυτό, καθώς και μια μεγάλη ικανότητα να μας παρακινεί, ακόμα και όταν παίζαμε κάθε τρεις ημέρες. Τότε, η Γιουβέντους έπαιξε σε 4 συνεχόμενους Ευρωπαϊκούς τελικούς και νομίζω ότι αυτό ήταν ένα εξαιρετικό επίτευγμα».

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         1963–1969: Football Club Esperia Viareggio

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1969–1979: Unione Calcio Sampdoria, 274 (5)
  • ·         1969/70: (δανεικός) → Savona Foot-Ball Club, 21 (2)
  • ·         1979–1981: Unione Sportiva Pistoiese 1921, 45 (0)
  • ·         1981/82: Associazione Sportiva Lucchese Libertas 1905, 23 (0)

Σύνολο καριέρας: 363 (7)

Διεθνής

  • ·         1971: Εθνική Ελπίδων Ιταλίας, 2 (0)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1982–1985: Unione Calcio Sampdoria (εφηβική ομάδα)
  • ·         1985/86: Unione Sportiva Città di Pontedera
  • ·         1986/87: Società Sportiva Robur Siena
  • ·         1987/88: Unione Sportiva Pistoiese 1921
  • ·         1988/89: Carrarese Calcio
  • ·         1989–1991: Associazione Calcio Cesena
  • ·         1991/92: Associazione Sportiva Lucchese Libertas 1905
  • ·         1992/93: Atalanta Bergamasca Calcio
  • ·         1993/94: Società Sportiva Calcio Napoli
  • ·         1994–1999: Juventus Football Club
  • ·         1999–2000: Football Club Internazionale Milano
  • ·         2001–2004: Juventus Football Club
  • ·         2004–2006: Ιταλία
  • ·         2008–2010: Ιταλία
  • ·         2012–2015: Guangzhou Evergrande



Τίτλοι

Συλλογικοί

Με την Juventus
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 5 (1995, 1997, 1998, 2002, 2003) και επιλαχών 1996
  • ·         Κύπελλο Ιταλίας: 1995 και φιναλίστ 2004
  • ·         Σούπερ Καπ Ιταλίας: 4 (1995, 1997, 2002, 2003)
  • ·         Κύπελλο UEFA: φιναλίστ 1995
  • ·         UEFA Champions League: 1996 και φιναλίστ: 3 (1997, 1998, 2003)
  • ·         Ευρωπαϊκό Supercup: 1996
  • ·         Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1996


Με την Guangzhou Evergrande
  • ·         Πρωτάθλημα Κίνας: 3 (2012, 2013, 2014)
  • ·         Κύπελλο Κίνας: 2012
  • ·         AFC Champions League: 2013


Διεθνείς

Με την Ιταλία
  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: 2006

 Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Προπονητής της Χρονιάς από την UEFA: 1997/98
  • ·         Προπονητής της Χρονιάς για την Ιταλία: 3 (1997, 1998, 2003)
  • ·         Panchina d'Oro (2): 2 (1994/95, 1995/96, 2006 (Special Award)
  • ·         Καλύτερος Εθνικός Προπονητής του Κόσμου από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS): 2006
  • ·         Καλύτερος Προπονητής του Κόσμου από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS): 2 (1996, 1998)
  • ·         Καλύτερος Προπονητής στην Ευρώπη από το γαλλικό περιοδικό «Onze»: 1997
  • ·         Καλύτερος Προπονητής στον Κόσμο από το περιοδικό «World Soccer»: 2006
  • ·         Μέλος του Hall of Fame του ιταλικού ποδοσφαίρου: 2011
  • ·         Προπονητής της Χρονιάς από την  Κινεζική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία: 2013


Τιμές

  • ·         Palm Technical Merit: Palma d'oro al Merito Tecnico 2006
  • ·         Ιππότης 4ης Τάξης / Αξιωματικός: Αξιωματικός του Τάγματος της Τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας: 2006