Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Τζιοβάνι: Ο Βραζιλιάνος Μάγος

Ο Βραζιλιάνος μεσοεπιθετικός Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα, περισσότερο γνωστός απλά ως Τζιοβάνι, (Giovanni Silva de Oliveira, “Giovanni”) γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1972, στην Αμπαετετούμπα, στην βόρεια Βραζιλία, κοντά  στις εκβολές του Αμαζονίου στον Ατλαντικό Ωκεανό. Η φυσική και αγαπημένη θέση του ήταν ως μεσοεπιθετικός, αλλά μπορούσε επίσης να παίξει σαν κεντρικός επιθετικός, καθώς ήταν ένας εξαιρετικός σκόρερ. Ήταν γνωστός για την παγκόσμιας κλάσης τεχνική του κατάρτιση, την εξαιρετική του ντρίμπλα, την ποικιλία των κινήσεων, την εξαιρετική δημιουργικότητα του, καθώς και την ικανότητά του στο σκοράρισμα. Έπαιξε (κυρίως) για την Μπαρτσελόνα, τον Ολυμπιακό και τη Σάντος. Σε διεθνές επίπεδο, έπαιξε για την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, κερδίζοντας 20 διεθνείς συμμετοχές, σκοράροντας 6 γκολ. Ήταν μέλος της ομάδα της Βραζιλίας που έφτασε στο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998.


Στην ακμή του, ήταν ένας από τα πολυτιμότερους παίκτες της Μπαρτσελόνα, αλλά μετά την άφιξη του Λουίς φαν Γκάαλ (Louis van Gaal) στο σύλλογο, ήλθε σε σύγκρουση με αυτόν, μαζί με τον Ριβάλντο (Rivaldo Vítor Borba Ferreira) και τον Σόνι Άντερσον (Sonny Anderson). Στον Πειραιά  είχε τις πιο ευτυχισμένες και πιο επιτυχημένες ημέρες της καριέρας του, ενώ εξακολουθεί να είναι ένας Θρύλος για τον σύλλογο και τους οπαδούς του.

Εκλεκτός του Πελέ

Ξεκίνησε την καριέρα του το 1989 στην ομάδα νέων της Τούνα Λούσο, όπου επέστρεψε μετά τον μονοετή δανεισμό του στην Τάσα ντε Λουθ, για να σκοράρει 24 γκολ σε 47 συμμετοχές τη σεζόν 1991/92. Ακολούθησαν οι Ρέμο, Παϊσάντου και Σαοκαρλένσε, μέχρι που ο 23χρονος άσος τράβηξε το 1994 την προσοχή της μεγάλης Σάντος. Για τη μεταγραφή του μεσολάβησε η… αυτού Μεγαλειότητα ο Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”), ο οποίος έδωσε από την τσέπη του τα χρήματα και δεν δίστασε να χρίσει τον ταλαντούχο νεαρό διάδοχό του. Τη σεζόν 1995/96, οδήγησε την Σάντος στους τελικούς του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος (24 γκολ). Στα ημιτελικά είχε βάψει τα μαλλιά του κόκκινα σε ένδειξη πίστης στον σύλλογο. Οι φίλαθλοι της Σάντος του είχαν δώσει το παρατσούκλι «Μεσσίας» ενώ οι φαν του αυτοαποκαλούνταν «Μάρτυρες του Τζιοβάνι», κατά το… Μάρτυρες του Ιεχωβά. Δύο σεζόν στην θρυλική βραζιλιάνικη ομάδα, με 18 γκολ σε 36 ματς πρωταθλήματος και 69 τέρματα σε 104 επίσημες συμμετοχές, ήταν αρκετές για να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών συλλόγων. Μπορεί να μην κέρδισε κανέναν τίτλο, αλλά αγαπήθηκε από τους φιλάθλους της ομάδας του Πελέ, οι οποίοι του έδωσαν το παρατσούκλι «Μεσσίας».


 Το καλοκαίρι του 1996 η Μπαρτσελόνα είχε στρέψει το ενδιαφέρον της στον Βραζιλιάνο, πιέζοντας τη διοίκηση της Σάντος να δεχθεί να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την παραχώρηση του παίκτη. Στις 13 Ιουνίου η Σάντος αποφάσισε να ακούσει προτάσεις για τον Ζίο και ήταν η Παλμέιρας η πρώτη που κατέθεσε επίσημα το ενδιαφέρον της. Ο πρόεδρος της Παλμέιρας, Ζοσέ Κάρλος Μπρουνόρο (José Carlos Brunoro), ήταν επίσης και διευθυντής της πολυεθνικής Parmalat (ιδιοκτήτριας της Παλμέιρας), η οποία ήθελε να φέρει τον Ζιοβάνι στην Ολιμπίκ Μαρσέιγ, προσφέροντας 780 εκ. πεσέτες (1. 5 δις δραχμές). Η Μπαρτσελόνα είχε ήδη εκφράσει την πρόθεσή της να καταβάλλει 1 δις πεσέτες (2 δις δραχμές) για τον παίκτη, όμως η Σάντος, γνωρίζοντας πλέον το ενδιαφέρον της Παλμέιρας, ήταν αποφασισμένη να ανεβάσει λίγο περισσότερο τις απαιτήσεις της. Την ίδια μέρα, ο Ζίο μίλησε στην καταλανική "Mundo Deportivo", ξεκαθαρίζοντας ότι ο ίδιος ήθελε να πάει στους "μπλαουγκράνα" και όχι στην Παλμέιρας, η οποία τον είχε απορρίψει πριν καταλήξει στην Σάντος.


Ο ΖΙΟ ΣΤΗΝ ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ

Στις 14 Ιουνίου συναντήθηκαν για πρώτη φορά η Σάντος και ο εκπρόσωπος της Μπαρτσελόνα, Χουάν Φιχέρ (Juan Ficher), ανοίγοντας τα χαρτιά τους. Από τη μια υπήρχε η πρόταση της Parmalat (7 εκ. δολάρια και δυο παίκτες), από την άλλη η επιθυμία του Ζίο να αγωνιστεί στη Μπαρτσελόνα, πολύ περισσότερο αφού είχε ενημερωθεί για το "πράσινο φως" που είχε ανάψει για την απόκτησή του ο Μπόμπι Ρόμπσον (Bobby Robson), που θα αναλάμβανε και επίσημα τον πάγκο των "μπλαουγκράνα" τις επόμενες μέρες. Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου, ο πρόεδρος της Σάντος, Σαμίρ Αμπντούλ Χακ (Samir Abdul-Hak), έφτασε αεροπορικώς στη Βαρκελώνη για να συζητήσει πλέον σε επίπεδο κορυφής με τον πρόεδρο Νούνιεθ και τον αντιπρόεδρο Γκασπάρ. Η συνάντηση σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης, διήρκεσε 12 ώρες, με τις δυο πλευρές να φτάνουν σε συμφωνία, χωρίς όμως να πέσουν υπογραφές, αφού ο Νούνιεθ ήθελε να έρθει πρώτα και ο παίκτης στην Καταλονία για να ολοκληρωθεί η αγορά. Το ποσό για την απόκτηση του Βραζιλιάνου έφτασε το 1 δις πεσέτες (2 δις δραχμές ή 6 εκατομμύρια ευρώ), ενώ συμφωνήθηκε και η διεξαγωγή 6 φιλικών ανάμεσα στους δυο συλλόγους.

Τα πρωτοσέλιδα της Mundo Deportivo στις 16, 17 & 18 Ιουνίου 1996.
Το πρωί της 18ης Ιουνίου ο Ζιοβάνι αφίχθη στη Βαρκελώνη μαζί με την σύζυγό του, Μαρία Ρόζα και τον μάνατζέρ του, Ζοσέ Ρομπέρτο Μαρτίν Φερέιρα. Λίγες ώρες αργότερα, έφτασε από τη Νέα Υόρκη και ο δικηγόρος του Ζίο, Φερνάντο Σέζαρ Σόουζα. Νωρίς το απόγευμα ξεκίνησε το τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων και 9 ώρες αργότερα, στις 2 τα ξημερώματα ο ίδιος ο Νούνιεθ ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους που περίμεναν έξω από το ξενοδοχείο L'Illa, ότι ο Ζιοβάνι ήταν πλέον και επίσημα παίκτης της Μπαρτσελόνα για τα επόμενα 5 χρόνια, με τη ρήτρα αποδέσμευσης να ανέρχεται στα 3 δις πεσέτες (18 εκατομμύρια ευρώ), την υψηλότερη που είχε υπάρξει ποτέ για παίκτη της Πριμέρα Ντιβισιόν! Η πρώτη δήλωση του Ζίο στον Τύπο ήταν η εξής φράση: "Ελπίζω να γίνω για τον κόσμο ένα είδωλο, όπως ο Ρομάριο. Θέλω να θριαμβεύσω στην Μπαρτσελόνα".

Στόιτσκοφ, Ζιοβάνι, Ρονάλντο και Κόουτο σε προπόνηση της Μπαρτσελόνα (1996)

Η «μπλαουγκράνα» καριέρα

Λίγες μέρες μετά την απόκτηση του Βραζιλιάνου, οι "μπλαουγκράνα" ήρθαν σε επίσημη συμφωνία με τον Μπόμπι Ρόμπσον και μερικές εβδομάδες αργότερα έκαναν το μεγάλο "μπαμ", αγοράζοντας και τον Ρονάλντο από την PSV. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση των δυο νεοαποκτηθέντων αστέρων έγινε στις 25 Αυγούστου στο "Καμπ Νόου", στον πρώτο αγώνα του ισπανικού Σούπερ Καπ, απέναντι στην νταμπλούχο Ατλέτικο Μαδρίτης. Το ντεμπούτο των δυο Βραζιλιάνων υπήρξε ονειρεμένο. Ο Ρονάλντο άνοιξε το σκορ, ενώ ο Ζιοβάνι πέτυχε το δεύτερο τέρμα των "μπλαουγκράνα" και στο 89' πραγματοποίησε μια εκπληκτική κούρσα ξεπερνώντας όποιον βρέθηκε μπροστά του για να πασάρει μπροστά στο τέρμα στον Ρονάλντο, ο οποίος διαμόρφωσε το τελικό 5-2. Από εκεί και μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Ο Ζίο καθιερώθηκε στη θέση του mediapunta, του δεύτερου δηλαδή επιθετικού και έφτασε τις 30 συμμετοχές στο πρωτάθλημα πετυχαίνοντας 7 τέρματα. Σε αυτή την πρώτη χρονιά, η Μπαρτσελόνα κατέκτησε εκτός από το ισπανικό Σούπερ Καπ, την Copa del Rey και το Κύπελλο Κυπελλούχων στην Ευρώπη. Παρά τα 102 συνολικά γκολ των "μπλαουγκράνα" στην Πριμέρα, το πρωτάθλημα πήγε στη Ρεάλ με μόλις δυο βαθμούς διαφορά (92 έναντι 90).


Το καλοκαίρι του ’97 η Μπαρτσελόνα αντικατέστησε τον Ρόμπσον με τον Λουίς Φαν Χάαλ (Louis van Gaal), όμως πρωταγωνιστής στο μεγάλο σίριαλ υπήρξε ο Ρονάλντο που τελικά εγκατέλειψε τη Βαρκελώνη για τα δισεκατομμύρια της Ίντερ. Ο Νούνιεθ, ανάμεσα σε άλλους, "έντυσε" στα μπλαουγκράνα τον Σόνι Άντερσον (Sonny Anderson) από τη Μονακό, και τον Ριβάλντο (“RivaldoVítor Borba Ferreira) από την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια. Η βραζιλιάνικη τριπλέτα είχε συμπληρωθεί και ο κόσμος περίμενε να την δει να αρχίσει να χορεύει σάμπα. Η απαίτηση ήταν μια και μόνο μια: η κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος στην μετά Κρόιφ εποχή. Στη δεύτερη χρονιά του ο Ζιοβάνι τα πήγε ακόμα καλύτερα. Οι τρεις Βραζιλιάνοι πέτυχαν συνολικά 38 τέρματα (Ζίο 9, Άντερσον 10 και Ρίμπο 19) και μαζί με τα 18 του Λουίς Ενρίκε (Luis Enrique), βοήθησαν την ομάδα τους να ανέβει ξανά στην κορυφή της Πριμέρα Ντιβισιόν.


Πέρα όμως από την κατάκτηση του πρωταθλήματος, η σεζόν ήταν ακόμα πιο πετυχημένη, αφού η Μπαρτσελόνα κέρδισε και τα δυο clásicos, με τον Ζίο να σκοράρει μέσα-έξω! Στο πρώτο από αυτά, μέσα στο "Μπερναμπέου", την 1η Νοεμβρίου του 1997 και με το σκορ να βρίσκεται στο 2-2, ο Ζιοβάνι πέτυχε το νικητήριο τέρμα μετά από ασίστ του Λουίς Φίγκο (Luis Figo), "αφιερώνοντας" στους φίλους της Ρεάλ τρεις "butifarras" (ή «corte de manga»), για τις οποίες τιμωρήθηκε με δυο αγωνιστικές και άκουσε τα εξ αμάξης από τον Φαν Χάαλ. Στο δεύτερο, μέσα στο "Καμπ Νόου", στις 7 Μαρτίου του 1998 και ενώ το σκορ ήταν 2-0 υπέρ των γηπεδούχων με τα γκολ των Άντερσον και Φίγκο, ολοκλήρωσε τον θρίαμβο πετυχαίνοντας το τελικό 3-0 στο 85΄ της συνάντησης. Αυτά ήταν και τα μοναδικά τέρματα που σημείωσε ο Ζιοβάνι σε clásico στη διάρκεια της τριετούς παραμονής του στη Μπαρτσελόνα. Η παρουσία του βραζιλιάνου άσου μπορεί να ήταν επιτυχημένη και στη δεύτερη σεζόν του, όμως ήδη είχαν αρχίσει να υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις ότι η σύγκρουση με τον Φαν Χάαλ δεν θα αργούσε να ξεσπάσει.


Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΦΑΝ ΧΑΑΛ

Ο Ολλανδός, από την πρώτη μέρα που κάθισε στον πάγκο των "μπλαουγκράνα", άρχισε να αλλάζει θέσεις μέσα στο γήπεδο στον Ζίο. Τα γκολ του μπορεί να αυξήθηκαν σε αυτή τη δεύτερη σεζόν, όμως οι συμμετοχές του μειώθηκαν (27 εκ των οποίων μόνο οι 21 ως βασικός). Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα την περίοδο 1998/99, την τρίτη και τελευταία του Ζίο στη Βαρκελώνη, όταν ο Φαν Χάαλ γέμισε την ομάδα με Ολλανδούς. Στο ξεκίνημα της σεζόν ζήτησε από τον Ζιοβάνι να γυρίσει πίσω και να παίξει ως αμυντικό χαφ (!) για να αναπληρώσει το κενό του τραυματία Πεπ Γουαρδιόλα (Pep Guardiola).  Απαίτησε δηλαδή από έναν αρτίστα της μπάλας να μαρκάρει τους αντίπαλους. Το ξεκίνημα στο πρωτάθλημα δεν ήταν καλό για την Μπαρτσελόνα και ανάμεσα σε αυτούς που το "πλήρωσαν", ήταν και ο Ζιοβάνι που έχασε τη θέση του στην ενδεκάδα και βρέθηκε στον πάγκο, αναπληρωματικός. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1998, η Μπαρτσελόνα αντιμετώπισε τη Βιγιαρεάλ και έχασε 1-3 μέσα στο "Καμπ Νόου". Ο Ζιοβάνι πέτυχε το "γκολ της τιμής" λίγο πριν τη λήξη, χωρίς να το πανηγυρίσει. Ήταν το τελευταίο του τέρμα με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα. Λίγες μέρες αργότερα, κουρασμένος από την επιμονή του Φαν Χάαλ να τον χρησιμοποιεί σε άσχετες θέσεις, ξέσπασε: "Προτιμώ να μην παίζω παρά να το κάνω σε άλλη θέση. Εκεί που παίζω δεν μπορώ πλέον να σκοράρω, που είναι αυτό που μου αρέσει περισσότερο. Δεν μπορώ να βοηθήσω την ομάδα, νιώθω ότι εξαπατώ τον κόσμο".


Ήταν η "τέλεια" αφορμή για τον Φαν Χάαλ, για να σταματήσει να τον χρησιμοποιεί τελείως. Οι επόμενοι μήνες βρήκαν τον Ζιοβάνι μεταξύ πάγκου και εξέδρας, όμως το τελικό χτύπημα ήρθε στις 10 Απριλίου του 1999. Η Μπαρτσελόνα επισκεπτόταν την Τενερίφη και ο Ολλανδός συμπεριέλαβε στην αποστολή τον έκπληκτο Ζίο, που πλέον είχε "συνηθίσει" την αγωνιστική απραξία. Λίγες ώρες πριν το ματς, ο Φαν Χάαλ φώναξε στο δωμάτιό του τον Ζίο, για να του πει ότι μένει εκτός αποστολής! Ο Βραζιλιάνος δεν άντεξε. Αφού συγκρατήθηκε να μην τον ξυλοφορτώσει, του είπε οργισμένος: "Γιατί με πήρες μαζί; Με έκανες να ταξιδέψω τρεις ώρες για να με αφήσεις εκτός; Ας με άφηνες σπίτι μου, με τη γυναίκα μου. Αν δεν θέλεις να με χρησιμοποιείς, κανένα πρόβλημα, δικαίωμά σου. Αλλά μη με παίρνεις χωρίς λόγο, κάλεσε καλύτερα έναν παίκτη από τη δεύτερη ομάδα". Το τελευταίο εξάμηνο του Ζιοβάνι στη Μπαρτσελόνα υπήρξε πολύ δύσκολο. Όμως δεν έμεινε μόνος του. Στο πλευρό του στάθηκε πιστός φίλος ο Ριβάλντο. Την παραμονή του αγώνα της Μπαρτσελόνα με την Εσπανιόλ, στις 14 Μαρτίου του 1999, ο Ρίμπο ζήτησε από τον Ζίο μια φανέλα του. Ο Ζιοβάνι του την έδωσε, νομίζοντας ότι κάπου θα ήθελε να την χαρίσει. Τη μέρα του ντέρμπι, ο Ζίο που βρισκόταν και πάλι εκτός αποστολής, παρακολουθούσε το παιχνίδι στο σπίτι του από την τηλεόραση. Μόλις ο Ριβάλντο άνοιξε το σκορ, έβγαλε τη φανέλα του και από κάτω εμφανίστηκε η φανέλα του Ζιοβάνι, την οποία ο Ρίμπο έδειξε στις κερκίδες! Ήταν μια πράξη στήριξης στον συμπαίκτη του, αλλά φυσικά ο Φαν Χάαλ τον κάλεσε να δώσει εξηγήσεις, θεωρώντας ότι ήταν ο Ζιοβάνι εκείνος που είχε δώσει την ιδέα στον Ριβάλντο.


ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΙΟΒΑΝΙ

Καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι, ο Ζίο καταλάβαινε ότι πλέον αποτελούσε "ξένο σώμα" στην ομάδα και θα έπρεπε να εξετάσει το ενδιαφέρον άλλων συλλόγων για να αποφασίσει για το μέλλον του. Τη σεζόν 1998/99 έφτασε μόλις τις 14 συμμετοχές με 2 γκολ. Τουλάχιστον ο Φαν Χάαλ είχε τη λεπτότητα να του δώσει την ευκαιρία να αποχαιρετήσει το "Καμπ Νόου" αγωνιζόμενος. Ήταν η προτελευταία αγωνιστική της Λίγκας, στις 12 Ιουνίου του 1999 και η πρωταθλήτρια Μπαρτσελόνα υποδεχόταν την Μπέτις και ο Ζιοβάνι πέρασε στο 60' ως αλλαγή στη θέση του Λουίς Ενρίκε. Ήταν το "αντίο" του στους "μπλαουγκράνα".


Την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου, η "σελεσάο" έδινε δυο φιλικά με την Εθνική Ολλανδίας στη Βραζιλία και ο Βαντερλέι Λουξεμπούργκο (Vanderlei Luxemburgo) κάλεσε τον Ζιοβάνι, ενώ την ίδια στιγμή ο Νούνιεθ ανακοίνωνε ότι ο Ζίο βρισκόταν στη λίστα με τους υπό παραχώρηση παίκτες. Στο πρώτο από τα δυο φιλικά, ο Ζιοβάνι πέτυχε ένα γκολ και γενικότερα είχε καλή απόδοση παρά την αγωνιστική απραξία τόσων μηνών. Λίγες μέρες αργότερα συναντήθηκε με τον Νούνιεθ, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι δεν θα συνέχιζε στην ομάδα και πως εξέταζαν τις προτάσεις που υπήρχαν για να βρουν σε συνεννόηση μαζί του τον καλύτερο δυνατό προορισμό.


Υπήρχαν αρκετές ομάδες που είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον. Η Βάσκο ντα Γκάμα και η Κορίνθιανς από τη Βραζιλία, η Θέλτα, η Γαλατάσαραϊ, η Σπόρτινγκ Λισσαβόνας, η Πόρτο και η Μπενφίκα από την Ευρώπη. Ο ίδιος ο Ζίο ήθελε να συνεχίσει την καριέρα του στην Ευρώπη. Οι περιπτώσεις της Μπενφίκα που είχε πάρει τον Γιούπ Χάινκες (Yupp Heynkes) και της Θέλτα με τον Βίκτορ Φερνάντεθ (Victor Fernandez), ήταν αυτές που άρεσαν περισσότερο στον Ζιοβάνι, ο οποίος εξέτασε και την πιθανότητα να πάρει το ισπανικό διαβατήριο για να μην πιάνει θέση ξένου. Ζήτησε όμως μεγαλύτερες απολαβές από τους Κέλτες, εκείνοι αρνήθηκαν και τελικά απέσυραν την πρότασή τους.


ΖΙΟΒΑΝΙ & ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ

Εκείνη την εποχή που ο Ζιοβάνι έψαχνε τον επόμενο σταθμό της καριέρας του, οι άνθρωποι της ΑΕΚ βρίσκονταν στη Βαρκελώνη, προσπαθώντας να κλείσουν τον δανεισμό του Σέρβου παίκτη των "μπλαουγκράνα", Ντράγκαν Τσίριτς (Dragan Ćirić). Οι παράγοντες της Μπαρτσελόνα, με τους οποίους συζητούσαν οι ομόλογοί τους της ΑΕΚ, τους πρότειναν τον Ζιοβάνι. Αυτό μαθεύτηκε στην Ελλάδα από έναν δικό μας δημοσιογράφο, ο οποίος το έκανε ένα μικρό χτύπημα στην αθλητική εφημερίδα που εργαζόταν, ενημερώνοντας παράλληλα τον αρχισυντάκτη του. Ο αρχισυντάκτης το απέσυρε από την εφημερίδα και επικοινώνησε αμέσως με τον τότε αντιπρόεδρο του Ολυμπιακού, Πέτρο Κόκκαλη, δίνοντάς του την πληροφορία. Αυτό τουλάχιστον λέει ο αστικός μύθος. Η συνέχεια είναι πάνω κάτω γνωστή. Την διηγείται ο ίδιος ο Πέτρος Κόκκαλης στο βιβλίο "Ζιοβάνι, ο θρύλος. Η αυτοβιογραφία μου", που έχει συγγράψει ο Αλέξανδρος Λοθάνο. Η "ερυθρόλευκη" αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τον Πέτρο Κόκκαλη, τον Γιώργο Λούβαρη και τον μάνατζερ Φάνη Κλωνόπουλο, ταξίδεψε στη Βαρκελώνη, ελπίζοντας να κλείσει τη μεταγραφή την ίδια μέρα.


Αναγκάστηκαν τελικά να μείνουν 5 μέρες και επειδή δεν είχαν πάρει μαζί τους αρκετά ρούχα, κάθε μέρα έφευγαν από το ξενοδοχείο "Princesa Sofia" και πήγαιναν στο γειτονικό πολυκατάστημα "El Corte Ingles" για να αγοράσουν πουκάμισα, κάλτσες και εσώρουχα! Η διαπραγμάτευση με την Μπαρτσελόνα ήταν σκληρή με τον Γιώργο Λούβαρη να κάνει τα "δικά του" και τον Σωκράτη Κόκκαλη να λέει χαρακτηριστικά στον γιό του, Πέτρο, ότι "τελικά ο Λούβαρης θα καταφέρει τους μπλαουγκράνα να πληρώσουν για να παραχωρήσουν τον Ζιοβάνι"!!! Η πλήρης συμφωνία ολοκληρώθηκε την Πέμπτη, 8 Ιουλίου του 1999 και αφού πρώτα είχαν γίνει ατελείωτες προσπάθειες από τις δυο πλευρές να επικοινωνήσουν τηλεφωνικά με τον Ζίο, ο οποίος βρισκόταν σε διακοπές στη Βραζιλία, στο νησί Fernando de Noronha, όπου δεν υπήρχε τηλεφωνική κάλυψη!


Όταν η επαφή έγινε εφικτή και ο Ζιοβάνι σιγουρεύτηκε για το πόσο πολύ τον ήθελε ο Ολυμπιακός, είπε το ναι και όλα τελείωσαν με αίσιο τρόπο. Η Μπαρτσελόνα πήρε τα ίδια ακριβώς χρήματα που είχε δώσει τρία χρόνια πριν στην Σάντος, δηλαδή 1 δις πεσέτες (6 εκατομμύρια ευρώ), ενώ ο Βραζιλιάνος υπέγραψε τριετές συμβόλαιο με ετήσιες απολαβές 600 εκατομμύρια δραχμές. Οι "ερυθρόλευκοι" είχαν πραγματοποιήσει μια από τις μεγαλύτερες μεταγραφές στην ιστορία του συλλόγου αλλά και του ελληνικού ποδοσφαίρου και η ποδοσφαιρική μαγεία του Ζιοβάνι ξεδιπλώθηκε στα ελληνικά και ευρωπαϊκά γήπεδα για τα επόμενα έξι χρόνια. Ήταν μια εντυπωσιακή κίνηση και επιτυχία από κάθε άποψη. Επρόκειτο για έναν παίκτη μόλις 27 ετών που αγωνιζόταν στη Μπαρτσελόνα και την Πριμέρα Ντιβισιόν, διεθνή με την Βραζιλία και δεδομένα υψηλού επιπέδου, μοναδικού ταλέντου και εκπληκτικής ποιότητας.


Ο «Μεσσίας» στην Ελλάδα

Στις 8 Ιουλίου του 1999, με μια λιτή ανακοίνωση, ο Ολυμπιακός ανακοινώνει την απόκτηση του Βραζιλιάνου μουντιαλικού άσου Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα από την Μπαρτσελόνα για τρία χρόνια, έναντι 13 εκατ. ευρώ. Οι εφημερίδες κάνουν λόγο για τον «μάγο Τζιοβάνι». Από τις πρώτες μεταγραφές… αεροδρομίου, η υποδοχή που του επεφύλαξαν οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού ήταν εντυπωσιακή. Από τους μη… γνωρίζοντες, η μεταγραφή του Ζλάτκο Ζάχοβιτς (Zlatko Zahovič) θεωρήθηκε σπουδαιότερη, κάτι που διαψεύστηκε γρήγορα. Ο ιδιόρρυθμος Σλοβένος έφυγε κακήν κακώς από τον Ολυμπιακό ενώ ο Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα είχε έρθει για να γράψει ιστορία με την «ερυθρόλευκη» φανέλα.


 Η καθιέρωση

Ο πανύψηλος Βραζιλιάνος με τον εντυπωσιακό σωματότυπο, τα μακριά μαλλιά και την απίστευτη τεχνική κατάρτιση φόρεσε το № 10 και δεν άργησε να μπει στις καρδιές των φιλάθλων του Ολυμπιακού. Τα πρώτα του (δύο) γκολ σε επίσημο αγώνα με τη φανέλα του Ολυμπιακού τα πέτυχε στον αγώνα Κυπέλλου με τη Νάουσα στις 11 Αυγούστου του 1999.
Αγωνιστικά τους συστήθηκε για τα καλά με τα δύο του γκολ στο εκπληκτικό παιχνίδι με τη (μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης) Ρεάλ Μαδρίτης στο ΟΑΚΑ, σ’ εκείνο το αλησμόνητο 3-3 στην πρεμιέρα του Champions League της σεζόν 1999-2000. Η λόμπα του από το ύψος της μεγάλης περιοχής στον αγώνα πρωταθλήματος με τον ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ, οι φαντεζί ενέργειες και το… ξεδίπλωμα των ικανοτήτων του και προκάλεσαν «Τζιοβανίτιδα» και το προσωνύμιο «Μάγος» δεν άργησε να καθιερωθεί.


Ο τραυματισμός και η Αγία Γραφή

Η ευφορία δεν κράτησε για πολύ, καθώς λίγο καιρό μετά ήρθε ο σοβαρός τραυματισμός του. Στις 4 Δεκεμβρίου του 1999, στο ματς Ηρακλής-Ολυμπιακός 3-4, ο αμυντικός του Γηραιού, Λάζαρος Σέμος, με ένα σκληρό τάκλιν ρίχνει κάτω τον Βραζιλιάνο που σφαδάζει. Η διάγνωση σοκαριστική. Ρήξη χιαστών και έξι μήνες εκτός δράσης (επέστρεψε στις 28 Μαΐου του 2000). Χωρίς να τον αγγίξουν στο ελάχιστο τα… λαϊκά δικαστήρια που έστησαν φίλαθλοι και Τύπος εναντίον του παίκτη του Ηρακλή, όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε τον Τζιοβάνι στο νοσοκομείο ζητώντας συγγνώμη, ο Βραζιλιάνος σε μια χειρονομία μεγαλείου ψυχής, τον βεβαίωσε πως όλα ήταν εντάξει και του χάρισε την Αγία Γραφή.


Η (μη) θέση, το 4-5-0 και η… αναρχία

Η θέση του μέσα στο γήπεδο δεν υπήρξε ποτέ σαφής και αποτελούσε πονοκέφαλο για τους προπονητές του. Ερωτηθείς κάποτε για τον παραγκωνισμό του παίκτη στην Μπαρτσελόνα, ο Φαν Γκάαλ είχε πει: «Εγώ να τον βάζω, αλλά πείτε μου πρώτα εσείς σε ποια θέση παίζει». Ήταν σέντερ-φορ, δεκάρι, οργανωτής; Ίσως του ταίριαζε καλύτερα ο μπασκετικός τίτλος του «πλέι-μέικερ». Όμως δεν είχε και μεγάλη σημασία. Αφού ο Βραζιλιάνος διέθετε αυτό το… κάτι που φέρνει τον κόσμο στα γήπεδα.Είχε ακούσει πολλά. Ότι ήταν αργός, ότι περπατούσε στο γήπεδο, ότι χαλάει το σύστημα, ότι η ομάδα έπαιζε με 4-5-0 με εκείνον στη σύνθεσή της, ότι δεν μαρκάρει.


Ο Τζιοβάνι ήταν αναρχικός, από τους παίκτες που δεν μπαίνουν σε καλούπια. Ήθελε απλώς να παίζει, από τη μέση και μπροστά, κάνοντας ευτυχισμένους συμπαίκτες και φιλάθλους. «Μου αρέσει να είμαι όσο γίνεται πιο ελεύθερος, για να παίζω τη μπάλα που ξέρω και μπορώ», είχε πει. Το στυλ του ξεγελούσε. Το νωχελικό του περπάτημα και το συχνά βαρύθυμο κούνημα του κεφαλιού δεν προδιέθεταν τους αντιπάλους για τη μοναδική έμπνευση που θα ακολουθούσε. «Έσπαγε» το παιχνίδι στα άκρα ανοίγοντας τις άμυνες, με τις κάθετες μπαλιές του έβγαζε τους συμπαίκτες του φάτσα με το γκολ ή τα σημείωνε ο ίδιος. Πάντοτε με ξεχωριστό, λάτιν τρόπο.


 Η πίστη στο Θεό

Βασικό στοιχείο του χαρακτήρα του είναι η πίστη στον Θεό. Είναι μέλος της εκκλησίας των Ευαγγελιστών. Πανηγύριζε πάντα τα γκολ του με τον ίδιο… ευλαβικό τρόπο. Γονατισμένος στο ένα πόδι, με τα χέρια ψηλά, αφιέρωνε τα γκολ του σε εκείνον που πιστεύει ότι του έδωσε το ταλέντο και την δυνατότητα να παίζει ποδόσφαιρο. Κι αν το προσκύνημα των οπαδών του Ολυμπιακού φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του παρέπεμπε σε… θεϊκή λατρεία, ο ίδιος δεν ήθελε να τον αποκαλούν «Θεό». «Όχι, δεν είμαι Θεός. Θεός είναι μόνο ένας και πρέπει να πιστεύουμε μόνο σε αυτόν», έλεγε. «Ότι είμαι και ότι έχω του το χρωστώ... Έχω μια σχέση φιλίας με το Θεό, κι αυτό μπορεί να γίνει με κάθε άνθρωπο».


Τα νεύρα και η απειθαρχία

Όπως συμβαίνει με πολλούς σπουδαίους αθλητές, έτσι και ο Τζιοβάνι είχε τις ιδιορρυθμίες του. Ως παίκτης καθαρά ψυχολογίας, χρειαζόταν πολλές φορές ειδική μεταχείριση και όταν δεν την είχε, όταν δεν του πήγαινε καλά το παιχνίδι ή όταν αντιμετωπίζονταν σκληρά από τους αντίπαλους αμυντικούς, ο εκνευρισμός του ήταν εμφανής στο χορτάρι και συνήθως κατέληγε σε… κόκκινη κάρτα και αποβολή. Δεν τα πήγε ποτέ καλά με τους Ντούσαν Μπάγεβιτς (Dušan Bajević) και Τάκη Λεμονή λόγω… ασυμφωνίας χαρακτήρων. Χαρακτηριστικό περαστικό της κόντρας του με τον Λεμονή ήταν η πλάκα που έκανε ο Βραζιλιάνους με τους υπόλοιπους… λάτιν του Ολυμπιακού στον Νέρι Καστίγιο (Nery Alberto Castillo) στην προετοιμασία του 2002, όταν κατά την ανάδειξη του αρχηγού είχαν ψηφίσει και αναδείξει στη θέση αυτή τον 18χρονο τότε επιθετικό.


Έξι αξέχαστα χρόνια

Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε 5 πρωταθλήματα και 1 Κύπελλο, σημειώνοντας συνολικά 98 γκολ. Η αναμφισβήτητη ποδοσφαιρική του αξία, η άψογη τεχνική του κατάρτιση και η ικανότητά του στο σκοράρισμα του χάρισαν το προσωνύμιο «Μάγος». Η παρουσία του στην χώρα μας ήταν άκρως επιτυχημένη και έφυγε με δόξα, τίτλους αλλά και την αγάπη του φίλαθλου κόσμου. Ο Τζιοβάνι στη συνείδηση των φίλων του Ολυμπιακού ταυτίζεται πλέον με το θεαματικό ποδόσφαιρο και αυτό γιατί συμμετείχε στους πιο θεαματικούς αγώνες που έχει δώσει ο Ολυμπιακός σε επίπεδο Τσάμπιονς Λιγκ. Αξέχαστες θα μείνουν οι εμφανίσεις του στο 3–3 με τη Ρεάλ Μαδρίτης και τη Μόλντε την πρώτη του σεζόν στο Champions League. Μεταξύ άλλων τα γκολ του με λόμπα απέναντι στον ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ και στο 3–0 με τη Γαλατασαράι στη Ριζούπολη για το Champions League 2003/04, το τσίμπημα της μπάλας στο τρίτο γκολ στο 1-4 επί του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο τον Μάρτιο του 2001, το κρέμασμα του τερματοφύλακα του Ηρακλή Ράινκε από τη σέντρα και το 5ο γκολ του Ολυμπιακού με το «μυτάκι» στον συγκλονιστικό ημιτελικό Κυπέλλου του 2001 στο Ολυμπιακό Στάδιο (5-4 οι Πειραιώτες), αφού έχει περάσει όλη την άμυνα των Θεσσαλονικέων, κάτι που ανάγκασε τον αντίπαλο προπονητή, Άγγελο Αναστασιάδη, να του δώσει το χέρι του.


Το γκολ του απέναντι στον Ακράτητο στην Φυλή περνώντας όποιον βρει μπροστά του και κεραυνοβολώντας τον τερματοφύλακα των γηπεδούχων, το «άδειασμα» με ποδιά και κοφτή ντρίπλα δύο παικτών του Παναθηναϊκού στη μεσαία γραμμή πριν δώσει πάσα πάρε-βάλε στον Τζόρτζεβιτς στο… αιώνιο ντέρμπι του 2001 (4/3/2001) αλλά και το κοντρόλ-ντρίπλα στους Μεντιέτα και Μπαρόνιο σε καλοκαιρινό φιλικό με την Λάτσιο (2001), το 6–2 με τη Λεβερκούζεν είναι αγώνες που ο Τζιοβάνι πρωταγωνίστησε και πέρασε τις ευρωπαϊκές επιδόσεις του Ολυμπιακού σε άλλο επίπεδο γι' αυτό παραμένει για τους οπαδούς του Ολυμπιακού ένας από τους πιο αγαπημένους ποδοσφαιριστές που πέρασαν ποτέ από την ομάδα του Πειραιά. Τη σεζόν 2003/04, που ήταν η πιο παραγωγική του στον Ολυμπιακό, σκόραρε συνολικά 21 φορές και αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ στην Α’ Εθνική, τη μοναδική χρονιά στην θητεία του στην Ελλάδα που οι «ερυθρόλευκοι» δεν κατέκτησαν τον τίτλο. Είναι ο τρίτος σε συμμετοχές ξένος ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού με 129 πίσω από τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς και τον Χούλιο Λοσάδα.


Η σχέση με τον κόσμο και η φιέστα του 2002

Ο Τζιοβάνι λατρεύτηκε όσο λίγοι παίκτες από τον κόσμο του Ολυμπιακού. Το θεαματικό του παιχνίδι τον έκανε από την αρχή αγαπητό. «Είναι δώρο Θεού αυτός ο κόσμος. Μου δίνουν δύναμη με τις φωνές και τα πανηγύρια τους. Είναι συγκλονιστικοί. Γι’ αυτούς παίζω», είχε δηλώσει. Το σύνθημα «Τζιοβάνι Ολιβέιρα οε, οε», συνοδευόμενο από… προσκύνημα αποτελούσε ιεροτελεστία για τον κόσμο των «ερυθρόλευκων». Οι φίλαθλοι ήταν μάλιστα εκείνοι που κράτησαν τον Βραζιλιάνο στην ομάδα, όταν το καλοκαίρι του 2002 ο Σωκράτης Κόκκαλης είχε αποφασίσει να μη ανανεώσει το συμβόλαιό του που έληγε, έπειτα από την σχετική εισήγηση του προπονητή Τάκη Λεμονή (με επιχειρήματα την χαμηλή παραγωγικότητα του παίκτη εκείνη τη σεζόν και την απειθαρχία του). Στη φιέστα για το 6ο σερί πρωτάθλημα, στο φιλικό με την Πάρμα, στο πρόγραμμα του αγώνα ανακοινωνόταν ότι θα τιμηθεί ο Τζιοβάνι για την προσφορά του ενώ ο Τύπος της ημέρας αποχαιρετούσε με τους συγκινητικούς τίτλους τον παίκτη.

Την ώρα που του δινόταν η τιμητική πλακέτα από τον Κόκκαλη, το ΟΑΚΑ δονήθηκε κυριολεκτικά από το σύνθημα «Τζιοβάνι, Τζιοβάνι για πάντα στο λιμάνι», με τον κόσμο να μην θέλει να πιστέψει ότι είχε έρθει η ώρα του «αντίο». Ο πρόεδρος άλλαξε γνώμη και αφουγκράστηκε το λαϊκό αίσθημα, ανανεώνοντας τη συνεργασία με τον «Μάγο» για τρία ακόμα χρόνια. Στο τελευταίο του παιχνίδι με τον Ολυμπιακό, κάτω από τη φανέλα φορούσε μπλουζάκι που έγραφε στα ελληνικά: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού είναι μέρος της ζωής μου. Σας αγαπώ πολύ».


Το «αντίο»

Τελευταία του σεζόν στον Ολυμπιακό ήταν το 2004/05, όταν η ομάδα με τον… βεντετοφοβικό Ντούσαν Μπάγεβιτς στο τιμόνι κατέκτησε το νταμπλ. Το τελευταίο του γκολ το πέτυχε απέναντι στον Άρη, στον τελικό του Κυπέλλου το 2005. Ο Τζιοβάνι δεν είχε πάρει τις συμμετοχές που θα ήθελε και πήρε την απόφαση να αποχωρήσει. «Είμαι στενοχωρημένος που φεύγω και αφήνω μια ομάδα σαν τον Ολυμπιακό αλλά έτσι πρέπει να γίνει. Πέρασα τα έξι καλύτερα χρόνια της ζωής μου εδώ. Και ως παίκτης και ως άνθρωπος. Είμαι χαρούμενος και για τους οπαδούς που με αγάπησαν.  Η απόφαση πάρθηκε για δικούς μου λόγους», είχε πει στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη Τύπου.

 Κλάμα στον… αέρα

Δεν ήταν μόνο οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού που αγάπησαν τον Βραζιλιάνο και την ποδοσφαιρική του ευφυΐα. Σε ζωντανή ραδιοφωνική του συνέντευξη το 2006, ο παραγωγός της εκπομπής του διαβάζει μήνυμα από φίλαθλο της ΑΕΚ που έλεγε: «Σ’ ευχαριστούμε για τις στιγμές που μας χάρισες κι ας μας πίκρανες πολλές φορές». Ακούγοντας το, ο «Μάγος» λύγισε από την ένταση των συναισθημάτων και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, μη μπορώντας να μιλήσει για αρκετά λεπτά


Η πορεία προς τη... δύση

Η ζωή του Τζιοβάνι μετά τον Ολυμπιακό περιελάμβανε περιπλάνηση σε διάφορες ομάδες. Αρχικά επέστρεψε στην πρώτη του αγάπη, την Σάντος (2005, 4 γκολ σε 27 εμφανίσεις), για να ακολουθήσουν οι Αλί Χιλάλ στη Σαουδική Αραβία (2006, 17 γκολ σε 20 ματς), Εθνικός (2006/07, 3 γκολ σε 7 συμμετοχές), οι βραζιλιάνικες Σπορτ (2008, 4 γκολ σε 15 συμμετοχές) και Μότζι Μίριμ (2009, με πρόεδρο τον Ριβάλντο, 6 γκολ σε 12 συμμετοχές) και ξανά η Σάντος (2010, 1 γκολ σε 8 συμμετοχές), όπου έκλεισε την μεγάλη καριέρα του.


 Με τη «Σελεσάο»

Ο Τζιοβάνι ήρθε στον Ολυμπιακό ως ενεργό μέλος της Εθνικής Βραζιλίας. Τελευταία του συμμετοχή με τη φανέλα της ήταν σε φιλικό με την Ισπανία, λίγες εβδομάδες πριν το… μοιραίο ματς με τον Ηρακλή. Μετά τον τραυματισμό του δεν αγωνίστηκε ξανά στη «Σελεσάο». Ντεμπούτο με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα έκανε στις 17 Μαΐου 1995, σε φιλικό παιχνίδι απέναντι στο Ισραήλ. Σε 20 συμμετοχές με το εθνόσημο πέτυχε 6 τέρματα. Κορυφαία στιγμή του ως διεθνής ήταν  η συμμετοχή στο Μουντιάλ της Γαλλίας το 1998 και η κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα το 1997.


Αν και σταμάτησε να παίζει ποδόσφαιρο επαγγελματικά, ο Τζιοβάνι συνέχισε να έχει επαφή με το άθλημα, καθώς τον Οκτώβριο του 2012 αποδέχθηκε την πρόταση του Ολυμπιακού και ανέλαβε καθήκοντα σκάουτερ στη Λατινική Αμερική για χάρη της ομάδας του Πειραιά.

Είναι παντρεμένος από το 1995 με την Άννα-Ρόζα. Έχει τρεις αδερφές. Πρότυπό του ήταν ο σπουδαίος Βραζιλιάνος μέσος Ράι κι από την Ευρώπη ο Μάρκο Φαν Μπάστεν. Από την πρώτη μέρα που ο Νέρι Καστίγιο ήρθε στον Ολυμπιακό, ο Τζιοβάνι τον πήρε υπό την προστασία του. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι για τρία χρόνια ερχόταν να με παίρνει από το σπίτι μου για την προπόνηση και με έβαλε στην υπόλοιπη ομάδα. Επίσης με πήγαινε να τρώω σπίτι του για να μην ψωνίζω από τα φαστ-φουντάδικα», είχε πει σε συνέντευξή του ο Μεξικάνος. Είχε δηλώσει πως θα ήθελε να γίνει ιερέας όταν τελείωνε την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος,  Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • ·         1989–1991: Tuna Luso Brasileira

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1990/91: Taça Luz, 23 (29)
  • ·         1992/93: Tuna Luso Brasileira, 47 (24)
  • ·         1993: Clube do Remo, 15 (9)
  • ·         1993/94: Paysandu Sport Club, 12 (10)
  • ·         1994: Grêmio Esportivo Sãocarlense, 18 (8)
  • ·         1994–1996: Santos Futebol Clube, 36 (37)
  • ·         1996–1999: Futbol Club Barcelona, 68 (18)
  • ·         1999–2005: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς, 129 (61)
  • ·         2005/06: Santos Futebol Clube, 27 (4)
  • ·         2006: Al-Hilal Saudi Football Club, 20 (17)
  • ·         2006/07: Εθνικός Όμιλος Φιλάθλων Πειραιώς, 8 (3)
  • ·         2007/08: Sport Club do Recife, 0 (0)
  • ·         2008/09: Mogi Mirim Esporte Clube, 12 (6)
  • ·         2010: Santos Futebol Clube, 8 (1)

Σύνολο καριέρας: 423 (227)

Διεθνής

  • ·         1995–1999: Βραζιλία, 20 (6)

Προπονητική καριέρα

  • ·         2012–        : Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς (σκάουτερ)

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με  την Clube do Remo
  • ·         Πολιτειακό Παρανά (Campeonato Paraense):1993

Με την FC Barcelona
  • ·         Πρωτάθλημα Ισπανίας:  2 (1997/98, 1998/99)
  • ·         Κύπελλο Ισπανίας:  2 (1996/97, 1997/98)
  • ·         Σούπερ Καπ Ισπανίας: 1996
  • ·         Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1996/97
  • ·         UEFA Super Cup: 1997

Με τον Ολυμπιακό
  • ·         Πρωτάθλημα Ελλάδος: 5 (1999-2000, 2000/01, 2001/02, 2002/03, 2004/05)
  • ·         Κύπελλο Ελλάδος: 2004/05

Με την Al-Hilal
  • ·         Saudi Crown Prince Cup: 2006
  • ·         Prince Faisal Bin Fahad Cup: 2006

Με την Sport Recife
  • ·         Κύπελλο Βραζιλίας (Copa do Brasil): 2008
  • ·         Πολιτειακό Περναμπούκο (Campeonato Pernambucano): 2008

Με την Santos FC
  • ·         Κύπελλο Βραζιλίας (Copa do Brasil): 2010
  • ·         Πολιτειακό Σάο Πάουλο (Campeonato Paulista): 2006, 2010

Διεθνείς

Με την Βραζιλία
  • ·         Copa America: 1997
  • ·         Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ το 1998
  • ·         Umbro Cup : 1995

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Καλύτερος Παίκτης Βραζιλιάνικου Πρωταθλήματος (Placar): 1995
  • ·         Καλύτερος Επιθετικός Μέσος  Βραζιλιάνικου Πρωταθλήματος: 1995
  • ·         Καλύτερος Ξένος Ελληνικού Πρωταθλήματος: 2 (2000, 2004)
  • ·         Πρώτος Σκόρερ Ελληνικού Πρωταθλήματος: 2004



ΠΗΓΕΣ: cobrasports.gr - sport24.gr