Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Γκιούλα Λόραντ

Ο Ούγγρος αμυντικός μέσος και αργότερα προπονητής Γκιούλα Λόραντ (Gyula Lóránt), γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1923, στο Κοσζέγκ, στην δυτική Ουγγαρία, πάνω στα σύνορα με την Αυστρία. Αγωνίστηκε για τη ρουμάνικη UTA Άραντ, τη Βάσας, τη Χόνβεντ και την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ήταν ένα εξέχον μέλος της Αρανιτσαπάτ, της θρυλικής ουγγρικής εθνικής ομάδας, συμπαίκτης του Φέρεντς Πούσκας και των άλλων «Μαγικών Μαγυάρων». Μετά την απόσυρσή του έγινε προπονητής, κυρίως με τη Χόνβεντ, τη Μπάγερν Μονάχου και τον ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης. Είναι ο προπονητής που έδωσε στον ΠΑΟΚ το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας του, το 1976. Στις 31 Μαΐου του 1981, υπέστη καρδιακή προσβολή, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα εναντίον του Ολυμπιακού και λίγο αργότερα άφησε τη τελευταία του πνοή, σε ηλικία 58 ετών.



Γεννήθηκε ως Γκιούλα Λίποβιτς (Gyula Lipovics) και ήταν κροατικής καταγωγής. Γιος ενός αστυνομικού, ο οποίος πολέμησε ως εθελοντής στο Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο στη γερμανική πλευρά, έγινε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στην ηλικία των 16 ετών. Παράλληλα, συνέχισε τις σπουδές του στα οικονομικά στο πανεπιστήμιο στη δεκαετία του 1950. Ξεκίνησε την καριέρα του από τα εφηβικά τμήματα με το σύλλογο της  γενέτειράς του, της Κοσζέγκ SE και στη συνέχεια θα μεταγραφεί στην Σζομπάτελι FC. Μεγαλύτερες ομάδες, εν μέσω του πολέμου ενδιαφέρθηκαν αμέσως για την απόκτηση του και μεταγράφηκε πρώτα στη Ναγκιβάραντι όπου έπαιξε το 1943 για να πάει από εκεί στη Νεμζέτι Βάσας το 1944, να επιστρέψει στη Ναγκιβάραντι, έως ότου μεταγραφεί τελικά στη  ρουμανική UT Αράντ. Κάνει μια καταπληκτική χρονιά και μεταγράφεται στην Βάσας SC, το 1947.


Εκεί βρίσκει αντάξιους συμπαίκτες, με κορυφαίο τον αδελφικό του φίλο Λαντισλάο Κουμπάλα (Ladislao Kubala). Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1949 η Ουγγαρία γίνεται κομμουνιστικό κράτος. Ο Κουμπάλα εγκατέλειψε τη χώρα στο πίσω μέρος ενός φορτηγού και μέσω Αυστρίας, έφτασε στην Ιταλία, όπου και διαμόρφωσε τη δική του ομάδα, τη Hungaria και έπαιζε  φιλικούς αγώνες. Η ομάδα αποτελείτο από τους συναδέλφους του πρόσφυγες ποδοσφαιριστές που εγκατέλειπαν την Ανατολική Ευρώπη. Ο Λόραντ προσπάθησε να δραπετεύσει και να ακολουθήσει τον Κουμπάλα, αλλά συνελήφθη και κατέληξε σε ένα στρατόπεδο κράτησης για 14 μήνες!  Αφέθηκε ελεύθερος μετά την παρέμβαση του Γκούσταβ Σέμπες (Gusztáv Sebes), προπονητή της εθνικής ομάδας, ο οποίος τον θεωρούσε παίκτη κομβικής σημασίας για τα σχέδιά του. Έκανε το ντεμπούτο του για την Ουγγαρία στις 19 Οκτωβρίου  του 1949 στο εκτός έδρας παιχνίδι εναντίον της Αυστρίας. Ο Σέμπες εγγυήθηκε προσωπικά στον υπουργό Εσωτερικών της χώρας και μελλοντικό πρωθυπουργό, Γιάνος Κάνταρ (János Kádár) ότι ο Λόραντ δεν θα δραπετεύσει. Ο Λόραντ απάντησε με μια εξαιρετική απόδοση, όπως και η Ουγγαρία που κέρδισε με 4-3.


Στη συνέχεια εντάχθηκε στη Χόνβεντ, όπου μαζί με άλλους έξι διεθνείς συναδέλφους του, βοήθησε την ομάδα να κερδίσει τρεις τίτλους πρωταθλητή. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ήταν ένα εξέχον μέλος της θρυλικής ουγγρικής εθνικής ομάδας, γνωστής ως «Mighty Magyars», η οποία περιελάμβανε, επίσης, τον Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás), τον Ζόλταν Τσίμπορ (Zoltán Czibor) τον Σάντορ Κόκτσις (Sándor Kocsis), τον Γιόζεφ Μπόζικ (József Bozsik) και τον Νάντορ Χιντεγκούτι (Nándor Hidegkuti). Βοήθησε την Ουγγαρία στην κατάκτηση του Χρυσού Ολυμπιακού Μεταλλίου το 1952, στο Ελσίνκι, στην ανάδειξη Πρωταθλήτριας Κεντρικής Ευρώπης το 1953 και να φτάσει στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, όπου ηττήθηκε από την Γερμανία. Έκανε 55 εμφανίσεις (37 επίσημες) με την εθνική, έως το 1955.


Μετά τη απόσυρσή του ως παίκτης, έγινε προπονητής, ξεκινώντας  ουσιαστικά από τον πάγκο της Καϊζερσλάουτερν τη διετία 1965-1967 και από εκεί και πέρα είχε μια εντυπωσιακή σταδιοδρομία ως τεχνικός στις σημαντικότερες ομάδες της χώρας (Αϊντραχτ, Μπάγερν Μονάχου, Σάλκε). Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 του προέκυψε μια σπάνια δερματική πάθηση, το καλύτερο φάρμακο για την οποία σύμφωνα με τους γιατρούς ήταν ο ήλιος. Έτσι το καλοκαίρι του 1975 συμφώνησε με τον ΠΑΟΚ, περισσότερο για λόγους υγείας παρά για οτιδήποτε άλλο. Από τις πρώτες κιόλας μέρες του στην ομάδα έδειξε ξεκάθαρα ότι στη δουλειά του πάνω ήταν δικτάτορας. Στα προπονητικά διπλά απαιτούσε από τους παίκτες να μην ακουμπούν την μπάλα δεύτερη φορά και είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι βεντέτες του συλλόγου τον κοιτούσαν στα μάτια, όταν έκαναν λάθος για να δουν τις αντιδράσεις του. Ακόμη και σε επίπεδο οργάνωσης δεν δεχόταν ποτέ έκπτωση στις απαιτήσεις του. Εκτός γηπέδου ωστόσο ο Λοράντ ήταν ένας φιλικός, καλλιεργημένος άνθρωπος. Λάτρευε το καλό κρασί (στο σπίτι του στο Φράιμπουργκ διατηρούσε μια αξιοζήλευτη κάβα), το φρέσκο ψάρι και παρά την αυστηρότητα του οι ποδοσφαιριστές ήξεραν ότι είναι δίκαιος και όποτε τον χρειάζονταν θα βρισκόταν στο πλάι τους για να τους στηρίξει.


Την πρώτη του χρονιά στον ΠΑΟΚ η ομάδα σχεδόν ολόκληρη τη σεζόν βρισκόταν στη δεύτερη ή στην Τρίτη θέση. Ωστόσο μια αγωνιστική πριν από το τέλος ο «Δικέφαλος» υποδέχτηκε την ΑΕΚ στη φλεγόμενη Τούμπα και χάρη στο γκολ του Γκουερίνο νίκησε 1-0, την προσπέρασε και εν τέλει αναδείχθηκε πρωταθλητής για πρώτη φορά στην ιστορία του! «Εμείς τρέχαμε όλη τη χρονιά με λαστιχένια παπούτσια», δήλωσε αμέσως μετά ο Ούγγρος προπονητής, εννοώντας ότι ο ΠΑΟΚ κυνήγησε αθόρυβα τον τίτλο και όταν πια πήραν χαμπάρι οι υπόλοιποι τι γινόταν, ήταν αργά. Το καλοκαίρι του 1976, ύστερα από έντονη διαφωνία με τον Γιώργο Παντελάκη, έφυγε από την ομάδα για να επιστρέψει  και πάλι το 1980 στη δεύτερη και μοιραία θητεία του. Συνολικά κάθισε σε 89 αγώνες στον πάγκο του ΠΑΟΚ και είναι τρίτος στη λίστα πίσω από τον Λες Σάνον (Les Shannon) και τον Άγγελο Αναστασιάδη.


Το πρωί της 31ης Μαϊου λοιπόν του 1981 ο ΠΑΟΚ είχε καταλύσει το ξενοδοχείο «Κονσταντίν» της Κατερίνης. Ο Λοράντ από πολύ νωρίς ένιωθε δυσφορία, όμως το απέκρυψε επιμελώς από τους ανθρώπους της ομάδας. Το ίδιο απόγευμα θα άφηνε την τελευταία του πνοή του στον πάγκο της Τούμπας, σε ηλικία 58 ετών. Κάτω από τον λαμπερό ήλιο που ευθύς εξαρχής τον έφερε στη Θεσσαλονίκη

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1939–1941: Kõszeg SE

Επαγγελματική καριέρα

  • 1942/43: Szombathelyi Haladás
  • 1943:44: Nagyváradi Atlétikai Club, 25 (11)
  • 1944: Nemzeti Vasas Sport Club, 7 (0)
  • 1945/46: Clubul Atletic Oradea, Libertatea, 9 (1)
  • 1946/47: Fotbal Club UTA Arad, 20 (0)
  • 1947–1950: Vasas Sport Club, 62 (1)
  • 1951–1956 Budapest Honvéd Futball Club, 89 (0)
  • 1956: Budapest Spartacus
  • 1956/57: Váci Vasas Vác Futball Club

Διεθνής

  • 1949–1955: Ουγγαρία, 37 (0)

Προπονητική καριέρα

  • 1962/63: Budapest Honvéd Futball Club
  • 1963: Debreceni Vasutas Sport Club
  • 1964: SV Rheydt
  • 1965–1967: 1. Fußball-Club Kaiserslautern
  • 1967/68: Meidericher Spielverein 02 Duisburg
  • 1968/69: Sport-Club Tasmania von 1900 Berlin
  • 1969–1971: 1. Fußball-Club Kaiserslautern
  • 1971/72: 1. Fußball-Club Köln 01/07
  • 1972–1974: Offenbacher Fußball-Club Kickers 1901
  • 1974: Freiburger Fußball-Club
  • 1975/76: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ)
  • 1976: Eintracht Frankfurt
  • 1977–1979: Fußball-Club Bayern München
  • 1979: Fußballclub Gelsenkirchen-Schalke 04
  • 1980/81: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ)

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Διεθνείς

Με την Ουγγαρία
  • Ολυμπιακοί Αγώνες: Χρυσό Μετάλλιο -1η θέση το 1952 στο Ελσίνκι
  • Πρωτάθλημα Κεντρικής Ευρώπης: 1953
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ το 1954

Συλλογικοί

Με την Nagyváradi AC
  • Πρωτάθλημα Ουγγαρίας: 1944

Με την UTA Arad
  • Πρωτάθλημα Ρουμανίας: 1947

Με την Honvéd
  • Πρωτάθλημα Ουγγαρίας: 3 (1952, 1954, 1955)

Ως προπονητής

Με τον ΠΑΟΚ
  • Πρωτάθλημα Ελλάδος: 1975/76



Συμπληρωματικά στοιχεία της εν Ελλάδι παρουσίας του, από το paok-26.blogspot.gr