Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Μπράνκο Στάνκοβιτς

Ο Γιουγκοσλάβος, βοσνιακής καταγωγής, δεξιός ακραίος αμυντικός και αργότερα προπονητής Μπράνκο Στάνκοβιτς (Branislav "Branko" Stanković), γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1921, στο Σεράγεβο, τη πρωτεύουσα της σημερινής Βοσνίας. Ιδιαίτερα αθλητικός, με πλούσια σωματικά προσόντα, σταθερός, έξυπνος και καθαρός στις επεμβάσεις του. Δεν αποβλήθηκε ποτέ! Έπαιξε κυρίως για τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου και τη Γιουγκοσλαβία. Ήταν ένας από τα πιο κομψούς αμυντικούς παίκτες της εποχής του. Λόγω του στυλ παιχνιδιού του, κέρδισε το παρατσούκλι «Ο Πρέσβης». Πάρα πολλοί νεότεροι παίκτες, προσπάθησαν να αντιγράψουν το στυλ παιχνιδιού του. Ήταν δυνατός, γρήγορος και πολύ γενναίος παίκτης και διέθετε εξαιρετική τεχνική. Τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής, είναι μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου, αλλά και για το γιουγκοσλαβικό ποδόσφαιρο γενικότερα.

Ξεκίνησε την καριέρα του στη Σλάβιτσα του Σεράγεβο, το 1936. Το 1941 δραπέτευσε από την αποκλεισμένη βοσνιακή πρωτεύουσα και εντάχθηκε στον πιο επιτυχημένο σύλλογο της Γιουγκοσλαβίας πριν από τον πόλεμο, την BSK Βελιγραδίου, παίζοντας στη σερβική Λίγκα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το 1946 πήγε στον Ερυθρό Αστέρα, όπου καθιερώθηκε ως ένας από τους καλύτερους αμυντικούς στο Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της Γιουγκοσλαβίας  και τελείωσε την πρώτη σεζόν στην 3η θέση. Ύστερα από μια 5η θέση τη σεζόν 1947/48 είχε 2  ακόλουθες θέσεις επιλαχόντα στο πρωτάθλημα. Στο Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας , η ομάδα κατέκτησε τους τίτλους  τις περιόδους 1947/48 και 1948/49. Η πρώτη απόλυτα επιτυχημένη σεζόν του, ήταν  το 1951, όταν ήλθε και ο πρώτος τίτλος στο πρωτάθλημα. Μέχρι το καλοκαίρι του 1958, κατέκτησε ακόμη 2 φορές το πρωτάθλημα και μία φορά το Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας. Έπαιξε 195 παιχνίδια, με 14 γκολ. Αποσύρθηκε το 1958, λίγο πριν τα 37α  γενέθλιά του. Συνολικά, ολοκλήρωσε 495 επίσημους αγώνες και σκόραρε 36 γκολ για τον Αστέρα.

Έπαιξε στον πρώτο διεθνή αγώνας της Γιουγκοσλαβικής εθνικής ομάδας μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στο παιχνίδι εναντίον της Τσεχοσλοβακίας. Από τότε και για μια δεκαετία ήταν από τους πιο συνεπείς παίκτες και ολοκλήρωσε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σχεδόν όλα τα διεθνή παιχνίδια της Γιουγκοσλαβίας. Συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948 στο Λονδίνο, φτάνοντας μέχρι τον τελικό του τουρνουά, όπου ηττήθηκαν από την εκπληκτική Σουηδία με 1-3, κατακτώντας το Ασημένιο Μετάλλιο. Ολοκλήρωσε και τους 4 αγώνες, σκοράροντας στο πρώτο παιχνίδι, εναντίον του Λουξεμβούργου το πρώτο διεθνές γκολ του. Δύο χρόνια αργότερα, συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 στη Βραζιλία, τερματίζοντας 2ος πίσω από τη διοργανώτρια στη Φάση των Ομίλων και αποκλειόμενος από τη συνέχεια. 

Στους Ολυμπιακούς του 1952 στο Ελσίνκι, στον πρώτο αγώνα του πρώτου γύρου εναντίον της Ινδίας, στη νίκη με 10-1 πέτυχαν τη μεγαλύτερη νίκη της ιστορίας της εθνικής γιουγκοσλαβικής ομάδας. Έφτασε και πάλι στον τελικό του τουρνουά, αυτή τη φορά εναντίον των «Μαγικών Μαγυάρων» της Ουγγαρίας, η οποία την εποχή εκείνη ήταν η Κορυφαία Ομάδα στον Κόσμο. Ηττήθηκαν με 0-2, με γκολ στα τελευταία 25 λεπτά του παιχνιδιού μένοντας και πάλι με το Ασημένιο Μετάλλιο. Δύο χρόνια αργότερα έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1954, όπου ήταν και πάλι στον ίδιο όμιλο με τη Βραζιλία. Αυτή τη φορά πέρασαν στα προημιτελικά, όπου ηττήθηκαν από την μετέπειτα τροπαιούχο  Γερμανία .

Συνέχισε για δύο χρόνια ακόμη τη διεθνή του καριέρα, η οποία ολοκληρώθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1956 σ’ έναν αγώνα εναντίον της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια της διεθνούς καριέρας του, μαζί με τον συμπαίκτη του Στέφαν Μπόμπεκ (Stjepan Bobek), ήταν οι παίκτες με τους περισσότερους διεθνείς αγώνες για την Γιουγκοσλαβική εθνική ομάδα. Ολοκλήρωσε 61 διεθνείς συμμετοχές,  πίσω από τον Μπόμπεκ, ο οποίος είχε 63. Αργότερα ξεπεράστηκαν και βρίσκεται στην 6η θέση  από πλευράς συμμετοχών των Γιουγκοσλάβων διεθνών. Σκόραρε τρία γκολ και δύο αυτογκόλ και σε επτά παιχνίδια ήταν ο αρχηγός της ομάδας. 


Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα στο Σεράγεβο το 1960, στη Ζελέσνιτσαρ. Εργάστηκε επίσης στην Ολίμπια Λουμπλιάνας και στη Βοϊβοντίνα του Νόβι Σαντ, με την οποία τη σεζόν 1965/66 κατέκτησε το πρώτο τίτλο στην ιστορία του συλλόγου. Κατά τη διάρκεια του 1966, ήταν στο τεχνικό τιμ της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας, η οποία τότε άνηκε στην ελίτ του Ευρωπαϊκού και όχι μόνο ποδοσφαίρου, μαζί με τους Αλεξάντερ Τίρνανιτς (Aleksandar Tirnanić), Μίλαν Μίλιανιτς (Miljan Miljanić), Ράικο Μίτιτς (Rajko Mitić) και Βουγιαντίν Μπόσκοφ (Vujadin Boškov). Εκεί τον πρόσεξε η ΑΕΚ και του πρόσφερε την ευκαιρία να έλθει στην Ελλάδα και να δουλέψει σε υψηλό επίπεδο, αφού κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Γένε Τσάκναντι (Jenő Csaknády) που του παραδίδει μια ΑΕΚ πρωταθλήτρια και γεμάτη αστέρια: Μίμης Παπαϊωάννου, Ανδρέας Σταματιάδης, Στέλιος Σκευοφύλαξ, Κώστας Νικολαϊδης, Φώτης Μπαλόπουλος, Σπύρος Πομώνης και πολλοί ακόμη. Οι παίκτες δεν υποδέχονται με τις καλύτερες των προθέσεων τον αντικαταστάτη του αγαπητού και σεβάσμιου Τσάκναντι και επιλέγεται ο δύσκολος δρόμος των εκκαθαρίσεων: ο Στάνκοβιτς αποφασίζει να “ξαναχτίσει” την ΑΕΚ και αμέσως μετά την πρώτη πολύ δύσκολη σεζόν που ολοκλήρωσε στην 6η θέση, η ΑΕΚ αλλάζει χαρακτήρα γίνεται πιο επιθετική και εντυπωσιακή και κάνει δύο απανωτές καλές χρονιές.

Ακόμη πάντως και στην κακή πρώτη σεζόν, ο Στάνκοβιτς οδηγεί την ΑΕΚ στην προημιτελική φάση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και αποκλείεται στις λεπτομέρειες από τους δυνατούς Τσεχοσλοβάκους της Σπάρτακ Τρνάβα (2-1 και 1-1) ενώ κερδίζει και τα δύο ντέρμπι εκτός έδρας, 2-3 στο Καραϊσκάκη σε ένα ιστορικό παιχνίδι που τελείωσε με το Μίμη Παπαϊωάννου …τερματοφύλακα και 1-2 στη Λεωφόρο. Από την επόμενη σεζόν, η ΑΕΚ διαφοροποιεί το στυλ παιχνιδιού της, προσέχει περισσότερο την άμυνά της, γίνεται πιο σφικτή και οι ποδοσφαιριστές (μετά και τις απαραίτητες εκκαθαρίσεις) αρχίζουν και εμπιστεύονται τον αυστηρό Γιουγκοσλάβο. Η σεζόν 1969/70 βρίσκει την ΑΕΚ στη 2η  θέση, αλλά με βάσεις για κάτι καλύτερο. Πράγματι την επόμενη σεζόν, η ΑΕΚ του Στάνκοβιτς “σπάει” τα κοντέρ και κατακτά το πρωτάθλημα με άνεση και εντυπωσιακές επιδόσεις: κλείνει τη σεζόν με μόλις 3 ήττες και 18 γκολ παθητικό σε 34 παιχνίδια, ενώ κάνει και ένα από τα σκορ-ρεκόρ στην ιστορία της με το 8-2 εναντίον της Βέροιας το Νοέμβρη του 1970.


Η σεζόν 1971/72 χαρακτηρίζεται από την πιο ιστορική νίκη ελληνικής ομάδας εναντίον κολοσσού του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου: η ΑΕΚ του Στάνκοβιτς, στην οποία ήδη έχουν ξεκινήσει να εμφανίζονται οικονομικά και διοικητικά προβλήματα, κερδίζει την πολύ μεγάλη Ίντερ του Σάντρο Ματσόλα, του Τζιανσίντο Φακέττι, του Ρομπέρτο Μπονινσένια και άλλων  με 3-2 και κατακτά τη μεγαλύτερη νίκη της μέχρι τότε στα Ευρωπαϊκά Κύπελλα. Στο πρωτάθλημα, η ομάδα τερματίζει στην 3η θέση, 6 βαθμούς πίσω από τον Πρωταθλητή Παναθηναϊκό τον οποίο κέρδισε και στη Φιλαδέλφεια και στη Λεωφόρο! Πληρώνει το γεγονός ότι και στις 4 εξόδους της στη Μακεδονία, κάνει ισάριθμες ήττες και δέχεται τη χαριστική βολή στην εντός έδρας ήττα από τα Τρίκαλα (!) 8 αγωνιστικές πριν το τέλος του πρωταθλήματος. Τα διοικητικά και οικονομικά προβλήματα ταλανίζουν την ΑΕΚ και η επόμενη σεζόν αποβαίνει καταστροφική.


Η ΑΕΚ έχει γίνει πολύ soft και “φωνάζει” ότι χρειάζεται ανανέωση. Τερματίζει 5η, σκοράροντας μόλις 36 γκολ (αρνητική επίδοση) χάνει όλα τα ντέρμπι και δέχεται ταπεινωτική ήττα με 1-5 από τον Ολυμπιακό στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ο μέχρι τότε Πρόεδρος Κοσμάς Χατζηχαραλάμπους ανατρέπεται, αναλαμβάνει ο Δημήτρης Αβραμίδης και αποφασίζεται να ολοκληρωθεί η συνεργασία με τον Στάνκοβιτς, ο οποίος όμως έχει ήδη χτίσει ένα πολύ καλό όνομα στις “αλκυονίδες” μέρες του στην ομάδα. Μετά από ένα πολύ σύντομο πέρασμα από τον Άρη, τερματίζοντας  στην 3η  θέση, καλείται να δουλέψει στη μεγάλη Πόρτο την οποία οδηγεί στα προημιτελικά του Κυπέλλου UEFA της σεζόν 1975/76, προτού τον καλέσει ο (πρωταθλητής) ΠΑΟΚ ξανά στην Ελλάδα. Ύστερα από μόλις μια σεζόν και μια 3η θέση στο ελληνικό πρωτάθλημα, επέστρεψε στην πατρίδα του και στην αγαπημένη του Βοϊβοντίνα και το 1978 τον βρίσκει να αναλαμβάνει τη μεγαλύτερη ομάδα της χώρας του, τον Ερυθρό Αστέρα, με τον οποίο έφθασε στον τελικό του Κυπέλλου το 1979. Παρέμεινε στο Βελιγράδι μέχρι το 1981, όταν και βρίσκει το τελευταίο λιμάνι της προπονητικής του καριέρας στην Τουρκία.


Ο “Στάνκο” μένει στην Τουρκία σχεδόν μια δεκαετία, δουλεύοντας στη Φενέρ και τη Μπεσικτάς και κλείνει τη διεθνή προπονητική καριέρα του στην Καρσίγιακα το 1989 σε ηλικία 68 ετών. Στην πολύ πλούσια καριέρα του, κατέκτησε 3 πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας, 2 πρωταθλήματα Τουρκίας και το πρωτάθλημα του 1971 με την ΑΕΚ, ενώ πρόσθεσε στο παλμαρέ του και 3 Κύπελλα (δύο στην Τουρκία και ένα στη Γιουγκοσλαβία). Στην ιστορία της ΑΕΚ, έμεινε ως ο προπονητής του 5ου Πρωταθλήματος της ομάδας, αλλά και ο προπονητής της “Ανανέωσης” αφού επί εποχής του αντικαταστάθηκε η παλιά φρoυρά της δεκαετίας του 1950 και του 1960, με νεότερους και πιο μοντέρνους ποδοσφαιριστές που έβαλαν την ΑΕΚ παρά τα προβλήματα, στην τροχιά της ανόδου σε πολύ ψηλά επίπεδα, όταν απέκτησε διοικητική σταθερότητα με το Λουκά Μπάρλο. Ήταν ο πρώτος προπονητής που δίδαξε “διαφορετική” άμυνα στην ομάδα και ασφαλώς ο προπονητής της πρώτης μεγάλης Ευρωπαϊκής βραδιάς της ιστορίας της με το εκπληκτικό 3-2 εναντίον της Ίντερ στη Νέα Φιλαδέλφεια, νίκη εκτός πραγματικότητας για τα δεδομένα του ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής.


Αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο οριστικά, το 1989. Είχε πτυχίο στη Φυσική Αγωγή. Ήταν παντρεμένος και είχε δύο γιους, τον Ντράγκαν και Ράτκο. Ο Μπράνκο Στάνκοβιτς πέθανε στο Βελιγράδι, στις 20 Φεβρουαρίου του 2002, σε ηλικία 80 ετών

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1936–1939: Fudbalski klub Slavija Sarajevo

Επαγγελματική καριέρα

  • 1939–1941: Fudbalski klub Slavija Sarajevo
  • 1941–1945: Beogradski Sport Klub (BSK)
  • 1946–1958: Fudbalski klub Crvena Zvezda Beograd, 195 (14)

Σύνολα καριέρας: 196 (14)

Διεθνής

  • 1946–1956: Γιουγκοσλαβία, 61 (3)

Προπονητική καριέρα

  • 1960: Fudbalski Klub Željezničar Sarajevo
  • 1963/64: Nogometni Klub Olimpija Ljubljana
  • 1964–1967: Fudbalski Klub Vojvodina Novi Sad
  • 1966: Γιουγκοσλαβία (συν-προπονητής)
  • 1968–1973: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (ΑΕΚ)
  • 1973/74: Αθλητικός Σύλλογος Άρης Θεσσαλονίκης
  • 1975/76: Futebol Clube do Porto
  • 1976/77: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ)
  • 1977/78: Fudbalski Klub Vojvodina Novi Sad
  • 1978/81: Fudbalski klub Crvena Zvezda Beograd
  • 1982–1984: Fenerbahçe Spor Kulübü
  • 1984–1986: Beşiktaş Jimnastik Kulübü
  • 1986/87: Fenerbahçe Spor Kulübü
  • 1988: Fudbalski klub Crvena Zvezda Beograd
  • 1989: Karşıyaka Spor Kulübü

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής
Με την BSK Βελιγραδίου 
  •  Πρωτάθλημα Σερβίας:2 (1942/43, 1943/44)

Με τον Ερυθρό Αστέρα
  • Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 4 (1951, 1952/53, 1955/56, 1956/57 και επιλαχών: 3 (1948/49, 1950, 1952)
  • Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας: 3 (1948, 1949, 1950) και φιναλίστ: 2 (1952, 1954)

Διεθνείς

Με τη Γιουγκοσλαβία
  • Ολυμπιακοί Αγώνες:  Ασημένιο μετάλλιο: 2 (Λονδίνο 1948, Ελσίνκι 1952)

Ως προπονητής
Με την Vojvodina 
  • Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 1965/66

Με την ΑΕΚ
  • Πρωτάθλημα Ελλάδος: 1970/71

Με τον Ερυθρό Αστέρα
  • Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 2 (1979/80, 1980/81)

Με την Fenerbahçe 
  • Πρωτάθλημα Τουρκίας  1982/83
  • Κύπελλο Τουρκίας: 1982/83

Με την Beşiktaş
  • Πρωτάθλημα Τουρκίας: 1985/86