Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Φρανκ Ράικαρντ: O Mαύρος Kύκνος

Ο Ολλανδός αμυντικός μέσος ή κεντρικός αμυντικός και αργότερα προπονητής, Φρανκ Ράικαρντ (Franklin ‘‘Frank’’ Edmundo Rijkaard), γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1962 στο Άμστερνταμ. Έπαιξε για τον Άγιαξ, την Ρεάλ Σαραγόσα και τη Μίλαν και εκπροσώπησε την ολλανδική εθνική ομάδα 73 φορές, σημειώνοντας 10 γκολ. Θεωρείται ως ένας από τους Καλύτερους Αμυντικούς Μέσους στην ιστορία του ποδοσφαίρου και ως ένας από τους Καλύτερους Παίκτες της γενιάς του. Ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής που από την πλούσια τροπαιοθήκη της διακεκριμένης ποδοσφαιρικής του καριέρας, λείπει μόνο η κούπα του Παγκοσμίου Κυπέλλου! Θεωρούμενος από τα Καλύτερα «6άρια» του ολλανδικού ποδοσφαίρου, υπήρξε ένας ψηλός, αρχοντικός, με άριστη τεχνική κατάρτιση και ηγετικές ικανότητες, αλλά και ανεξάντλητες φυσικές δυνάμεις μέσος, που ήξερε να μαγεύει το κοινό, ενώ υπήρξε μοναδικός στο ψηλό παιχνίδι! Ο «Μαύρος Κύκνος», όπως τον ονόμασαν οι Ιταλοί δημοσιογράφοι! Στη προπονητική του καριέρα, βρέθηκε στον πάγκο της ολλανδικής εθνικής ομάδας, της Σπάρτα του Ρότερνταμ, της Μπαρτσελόνα, της Γαλατασαράι και της εθνικής ομάδας της Σαουδικής Αραβίας.


Η καταγωγή του είναι από το Σουρινάμ. Άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο από πολύ μικρή ηλικία, ξεκινώντας να αγωνίζεται στην πρώτη ομάδα του Άγιαξ του Άμστερνταμ, το 1980, σε ηλικία μόλις 17 ετών, όταν προπονητής στον «Αίαντα» ήταν ο Λίο Μπενάκερ (Leo Beenhakker). Μάλιστα, το ντεμπούτο του στις 23 Αυγούστου του 1980 κόντρα στην Γκόου Αχέντ Ιγκλς συνδυάστηκε με γκολ. Κατά την πρώτη του σεζόν, αγωνίστηκε σε άλλα 23 ματς και σκόραρε συνολικά 4 φορές. Το 1982, ήταν η χρονιά που θα κατακτούσε το πρώτο του πρωτάθλημα, έναν τίτλο τον οποίο ο Άγιαξ και ο Ράικαρντ υπερασπίστηκαν επιτυχώς την επόμενη σεζόν, με προπονητή τον Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruijff). Με την αποχώρηση του Κρόιφ από τον Αγιαξ, το 1983, έπεσε η απόδοσή του. Σε κάθε ματς άλλαζε θέσεις για να βρεθεί ο ρόλος του. Παρέμεινε στον Άγιαξ μέχρι το 1987 και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κέρδισε τρεις φορές το ολλανδικό πρωτάθλημα και ισάριθμες φορές Κύπελλο Ολλανδίας, ενώ τη περίοδο 1986/87, κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων, νικώντας στο ΟΑΚΑ με 1-0 τη Λοκομοτίβ Λειψίας.


Τη στιγμή που η καριέρα του κατέρρεε, ο Κρόιφ επέστρεψε στον Άγιαξ. Αγωνιζόταν ως δεξιός μέσος, λίμπερο, στόπερ, αμυντικός χαφ, ακόμα και σέντερ φορ! Τον καθιερώνει λίμπερο και του δίνει το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Όλα τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου. Και η καλή απόδοση, αλλά και οι τίτλοι. Η ανανέωση του συμβολαίου του άργησε. Όταν του πρότειναν το νέο συμβόλαιο, είπε στους παράγοντες της ομάδας του: «Είναι αργά. Εδώ και 14 μήνες έχω συμφωνήσει με τη Αϊντχόφεν!». Ο μέντοράς του, ο Κρόιφ, νοιώθει προδομένος και τον διώχνει από την ομάδα! Μεταγράφηκε στην πορτογαλική Σπόρτινγκ της Λισαβόνας, επειδή όμως κι εκεί δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής, επειδή είχαν παρέλθει οι προθεσμίες, δόθηκε δανεικός στη ισπανική Σαραγόσα. Στην Σπόρτινγκ τελικά δεν αγωνίστηκε ποτέ, αφού οι πολύ καλές εμφανίσεις του με τη Σαραγόσα και φυσικά η πορεία του τα προηγούμενα χρόνια στον Άγιαξ, τον οδήγησαν, ένα χρόνο αργότερα, στην Ιταλία. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι  (Silvio Berlusconi), που τότε κυνηγούσε ποδοσφαιριστές για τη Μίλαν, βρίσκει την ευκαιρία να τον αρπάξει. Κι εκεί ήταν που ο εξαιρετικός ποδοσφαιριστής έγινε θρύλος!


Μαζί με τους άλλους δύο συμπατριώτες του, τον Ρούντ Γκούλιτ (Ruud Gullit) και τον Μάρκο Φαν Μπάστεν (Marco van Basten), οδήγησαν τον σύλλογο του Μιλάνου στην κορυφή του κόσμου. Δύο συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών (1989, 1990) και άλλα 2 πρωταθλήματα Ιταλίας, ήταν ο τελικός απολογισμός. Τελικά, μετά από 5 εκπληκτικές χρονιές με τους «ροσονέρι», ο Φράνκ Ράικαρντ, για οικογενειακούς λόγους αποφάσισε να επιστρέψει στο Άμστερνταμ και τον Άγιαξ. Ακόμη και τότε, εκεί, απέδειξε πως παρέμενε σε εξαιρετική κατάσταση, διατηρώντας τη νοοτροπία του πρωταθλητή που είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Κέρδισε άλλα 2 πρωταθλήματα Ολλανδίας, ενώ έκλεισε την καριέρα του, μόλις στα 32 του χρόνια, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί ένας ποδοσφαιριστής! Με την κατάκτηση του Champions League, κόντρα στην προηγούμενη ομάδα του, τη Μίλαν, με 1-0.


Έκανε το ντεμπούτο του στην Εθνική Ολλανδίας, την 1η Σεπτεμβρίου του 1981 με την Ελβετία στη Ζυρίχη (1-2), μαζί με τον παιδικό του φίλο, τον Ρουντ Γκούλιτ  που είναι ένα μήνα μεγαλύτερός του και οι γονείς τους ήταν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές! Ήταν βασικό και αναντικατάστατο στέλεχος της ομάδας που έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης το 1988, στα γήπεδα της Γερμανίας, όταν νίκησε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος τη Σοβιετική Ένωση, με 2-0, αγωνιζόμενος μάλιστα σαν κεντρικός αμυντικός δίπλα στον Ρόναλντ Κούμαν (Ronald Koeman). Συμμετείχε επίσης σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, το 1990 στην Ιταλία και το 1994 στις Η.Π.Α, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1992, στη Σουηδία. Στο Μουντιάλ του 1990, το φτύσιμο του στον Γερμανό Ρούντι Φέλερ (Rudi Voeller), έμεινε στην ιστορία ("Η χλέπα του Ράικαρντ")! Τα 'βαλε με τον Γερμανό επειδή τον πρόσβαλε για το χρώμα του. Φόρεσε την πορτοκαλί φανέλα 73 φορές και πέτυχε 10 γκολ. Έκανε την τελευταία του εμφάνιση με τους «Οράνιε», στην ήττα με 2-3 από τη μετέπειτα Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Βραζιλία, στον προημιτελικό του Μουντιάλ των Ηνωμένων Πολιτειών, στις 9 Ιουλίου του 1994, στο Ντάλας του Τέξας.


Η προπονητική του καριέρα δεν ξεκίνησε όπως αυτή των περισσοτέρων τεχνικών. Έπεσε κατευθείαν στα «βαθιά», όταν το 1998 ανέλαβε, χωρίς εμπειρία στους πάγκους, την τεχνική ηγεσία της Εθνικής Ολλανδίας, με στόχο μάλιστα να την οδηγήσει, δύο χρόνια μετά, στην κατάκτηση του Euro 2000, στα γήπεδα της Ολλανδίας και του Βελγίου. Κανείς δεν τον είχε πάρει στα σοβαρά τον πρώτο καιρό, όταν όμως στα τελικά της διοργάνωσης, η Ολλανδία έπαιξε πολύ καλό ποδόσφαιρο, παίρνοντας μάλιστα το εισιτήριο για τον ημιτελικό κόντρα στην Ιταλία, μετά από μια εμφατική νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας με 6-1, το κλίμα άρχισε να αλλάζει υπέρ του! Όμως, μετά την ήττα των «Οράνιε» από την Ιταλία, στα πέναλτι, παραιτήθηκε, σοκάροντας με την απόφασή του αυτή του Τύπο, τους φιλάθλους και τους παίκτες του, πού όλοι επιθυμούσαν την παραμονή του.


Μετά από απουσία 2 ετών από την προπονητική, ανέλαβε το 2002, τη Σπάρτα του Ρότερνταμ. Εκεί ο απολογισμός του ήταν τραγικός, με την ομάδα του να υποβιβάζεται για πρώτη φορά στην ιστορία της, από την πρώτη κιόλας χρονιά της θητείας του. Η κατάληξη του ήταν η προφανής. Αυτή που δεν ήταν καθόλου προφανής -για την ακρίβεια δημιούργησε πολλά ερωτηματικά- ήταν η συνέχεια της καριέρας του. Η Μπαρτσελόνα, ανακοινώνει τη συμφωνία και προκαλεί μεγάλη έκπληξη, την ώρα μάλιστα που αποτελούσε το 3ο όνομα στη λίστα, πίσω από τους συμπατριώτες του, Γκους Χίντινκ (Guus Hiddink) και Ρόναλντ Κούμαν. Όταν όμως έγινε γνωστό πως ο Ράικαρντ ήταν ο εκλεκτός του μοναδικού ανθρώπου που ο λόγος του είναι κάτι παραπάνω από ευαγγέλιο στην Καταλονία, του Γιόχαν Κρόιφ, οι μουρμούρες και η αμφισβήτηση κόπηκαν μαχαίρι και τη θέση τους πήρε η υπομονή!


Η Μπαρτσελόνα είχε να γευθεί τη χαρά της κατάκτησης του πρωταθλήματος από το 1999 και ο Ράικαρντ έπρεπε να αντέξει το βαρύ αυτό ψυχολογικό φορτίο αλλά και αυτό της εξολοκλήρου αναδόμησης μιας ομάδας. Τα «υλικά» ήταν πολύ ποιοτικά, όπως ο Ροναλντίνιο (Ronaldo de Assis Moreira, ‘’Ronaldinho’’), o Πάτρικ Κλάιφερτ (Patrick Kluivert), ο Χαβιέρ Σαβιόλα (Javier Saviola), ο Μαρκ Όβερμαρς (Marc Overmars), ο Τσάβι (Xavier "Xavi" Hernández Creus), ο Φιλίπ Κοκού (Phillip Cocu), ο Λουίς Ενρίκε (Luis Enrique), όμως αποδείχθηκε πως το «γλυκό»… δεν έδενε. Η Μπάρτσα, συνέχιζε να μην αποδίδει και ταυτόχρονα έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες φωνές αμφισβήτησης, οι οποίες γινόντουσαν όλο και εντονότερες. Όταν μάλιστα μετά από μια ταπεινωτική ήττα από τη Μάλαγα με 1-5, τον Δεκέμβριο του 2003 και 1-2 από τη Ρεάλ στο «Καμπ Νου», το «καμάρι της Καταλονίας» βρέθηκε μόλις 3 βαθμούς πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού, άπαντες ζητούσαν την απομάκρυνσή του. Άπαντες πλην ενός. Ο πρόεδρος της ομάδας Ζουάν Λαπόρτα (Joan Laporta) ήταν αυτός που στήριξε με πάθος τον Ολλανδό. Ο Λαπόρτα ήταν αποφασισμένος να τον στηρίξει μέχρι τέλους και ο Ράικαρντ ήταν αποφασισμένος να κάνει τους εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές που διέθετε η ομάδα, να μπορεί να πρωταγωνιστεί σε Ισπανία και Ευρώπη.


Η αρχή έγινε από το σύστημα με το οποίο αγωνιζόταν η ομάδα. Το 4-2-3-1 έδωσε τη θέση του στο 4-3-3, το οποίο ακολουθείται πιστά μέχρι και σήμερα και με μεγάλη επιτυχία. Ο Τσάβι, απαλλαγμένος από τα πολλά αμυντικά του καθήκοντα άρχισε να αποδίδει τα μέγιστα, ενώ και ο Ροναλντίνιο επιτέλους έβρισκε στα αριστερά τον λίγο παραπάνω χώρο που χρειαζόταν για να αποδώσει αυτό που πραγματικά μπορούσε. Οι «μπλαουγκράνα» άρχισαν ξαφνικά να κερδίζουν, κάνοντας ένα εντυπωσιακό σερί! Στο δεύτερο γύρο έκαναν διπλά σε Σεβίλλη, Μπιλμπάο, Λα Κορούνια, αλλά και στο Σαντιάγο Μπερναμπέου (1-2) και τέλειωσαν τη χρονιά 2οι πίσω από τη Βαλένθια του Ράφα Μπενίτεθ (Rafa Benitez), εκμηδενίζοντας μια διαφορά 17 ολόκληρων βαθμών από τη Ρεάλ Μαδρίτης!


Η Μπάρτσα τελικά κατάφερε να πάρει απευθείας εισιτήριο για τους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ! Το επόμενο καλοκαίρι, ο Λαπόρτα ενθουσιασμένος από την πορεία της ομάδας την περασμένη σεζόν αποφάσισε να ανοίξει τα ταμεία του συλλόγου και να πλαισιώσει τον Ροναλντίνιο, τον Τσάβι, τον Καρλες Πουγιόλ (Carles Puyol) και τους υπόλοιπους, με μια πλειάδα «αστέρων» όπως ο Ετό (Samuel Eto'o), ο Λουντοβίκ Ζιουλί (Ludovic Giuly) και ο Ντέκο (Deco). Αυτή ή ομάδα αποδείχθηκε πως είχε όλα τα απαραίτητα συστατικά της επιτυχίας, φτάνοντας στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, το πρώτο στην καριέρα του Ράικαρντ. Το καλοκαίρι της ίδιας σεζόν κατέκτησε και το ισπανικό Σούπερ Καπ.


Τη σεζόν 2004/05, η Μπαρτσελόνα πήρε το πρωτάθλημα Ισπανίας, ενώ την επόμενη χρονιά (2005/06) οι Καταλανοί έφτασαν στην κορυφή της Ευρώπης, κατακτώντας το Τσάμπιονς Λιγκ, αφού νίκησαν με  2-1 την Άρσεναλ στον τελικό του Σταντ ντε Φρανς, με γκολ από τους Ετό και Μπελέτι (Juliano Haus Belletti). Οι δύο επόμενες χρονιές όμως ήταν ανεπιτυχείς για τη Μπάρτσελόνα και ο Ράικαρντ έφυγε από την ομάδα μετά το τέλος της σεζόν 2007/08.


Στις 5 Ιουνίου του 2009, υπέγραψε διετές συμβόλαιο με την Γαλατασαράι, στην Τουρκία. Απολύθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 2010 και αντικαταστάθηκε από τον Γκιόργκε Χάτζι  (Gheorghe Hagi). Στις 28 Ιουνίου του 2011, ανακοινώθηκε ότι θα είναι προπονητής της εθνικής ομάδας της Σαουδικής Αραβίας! Αποκλείστηκαν στον 3ο γύρο των προκριματικών για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 μετά από μια ήττα 2-4 εκτός έδρας από την Αυστραλία. Τα αποτυχημένα αποτελέσματα συνεχίστηκαν και στις 16 Ιανουαρίου του 2013, αποφασίστηκε η λύση της συνεργασίας τους. Σήμερα διδάσκει σε Ακαδημία Ανάπτυξης του ποδοσφαιριστή στην Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών!


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • ·         1980-1987: Amsterdamsche Football Club Ajax, 248 (59)
  • ·         1987/88: Sporting Clube de Portugal, 0 (0)
  • ·         1987/88: (δανεικός) → Real Zaragoza, 11 (0)
  • ·         1988–1993: Associazione Calcio Milan, 201 (26)
  • ·         1993–1995: Amsterdamsche Football Club Ajax, 80 (13)
Σύνολο καριέρας: 540 (98)

Διεθνής

  • ·         1981–1994: Ολλανδία, 73 (10)

Προπονητική καριέρα

  • ·         1998–2000: Ολλανδία
  • ·         2001/02: Sparta Rotterdam
  • ·         2003–2008: Futbol Club Barcelona
  • ·         2009/10: Galatasaray Spor Kulübü
  • ·         2011–2013: Σαουδική Αραβία

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με τον Ajax
  • ·         Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1986/87
  • ·         UEFA Champions League: 1994/95
  • ·         Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 5 (1981/82, 1982/83, 1984/85, 1993/94, 1994/95)
  • ·         Κύπελλο Ολλανδίας: 3 (1982/83, 1985/86, 1986/87)
  • ·         Σούπερ Καπ Ολλανδίας (Johan Cruijff Shield): 2 (1993, 1994)
 
Με τη Milan
  • ·         Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (1989, 1990)
  • ·         UEFA Champions League: 2 (1988/89, 1989/90)
  • ·         Ευρωπαϊκό Super Cup: 2 (1989, 1990)
  • ·         Πρωτάθλημα Ιταλίας: 2 (1991/92, 1992/93)
  • ·         Σούπερ Καπ Ιταλίας: 2 (1988, 1992)

Διεθνείς

Με την Ολλανδία
  • ·         Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1988

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Ολλανδός Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς: 2 (1985, 1987)
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1988
  • ·         Χρυσή Μπάλα: 3η θέση: 2 (1988, 1989)
  • ·         Πολυτιμότερος Παίκτης (MVP) Τελικού Διηπειρωτικού Κυπέλλου: 1990
  • ·         Καλύτερος Ξένος της Χρονιάς για την Ιταλική Serie A: 1992
  • ·         Καλύτερος Παίκτης της Χρονιάς για την Ιταλική Serie A: 1992
  • ·         Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την Ευρωπαϊκή Ένωση Αθλητικού Τύπου: 1994/95
  • ·         Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
  • ·         Στη θέση 21 ως Καλύτερος Ευρωπαίος της τελευταίας 5οετίας για τoν εορτασμό του Ιωβιλαίου της UEFA: 2003
  • ·         Μέλος του Hall of Fame της A.C. Milan
  • ·         Στους 100  Καλύτερους Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών από το αγγλικό περιοδικό «World Soccer»

Ως προπονητής

Με τη Barcelona
  • ·         UEFA Champions League: 2005/06
  • ·         Πρωτάθλημα Ισπανίας: 2 (2004/05, 2005/06)
  • ·         Σούπερ Καπ Ισπανίας: 2 (2005, 2006)

Προσωπικές Διακρίσεις

  • ·         Προπονητής της Χρονιάς για την Ισπανία: 2 (2004/05, 2005/06)
  • ·         Προπονητής της Χρονιάς από την UEFA: 2005/06
  • ·         Καλύτερος Προπονητής του Κόσμου από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: 2006
  • ·         Καλύτερος Προπονητής της Χρονιάς από το γαλλικό  περιοδικό ‘‘Onze’’ (Onze d'Or Coach of the Year): 2006

Με συμπληρωματικά στοιχεία από το retrosport.wordpress.com και το karxarias.tumblr.com