Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Λάζλο Κουμπάλα: Ο πρώτος galactico

Ο Ούγγρος από γέννηση, πολιτογραφημένος Τσεχοσλοβάκος που αργότερα πήρε και την ισπανική υπηκοότητα επιθετικός, Λάζλο Κουμπάλα (László Kubala Stecz), γεννήθηκε στις 10 Ιουνίου του 1927 στη Βουδαπέστη. Αναφέρεται επίσης ως Λάντισλαβ Κουμπάλα (Ladislav Kubala) στα σλοβάκικα ή Λαντισλάο Κουμπάλα (Ladislao Kubala) στα ισπανικά. Έπαιξε για τη Φερεντσβάρος, τη Σλόβαν Μπρατισλάβας, τη Μπαρτσελόνα και την Εσπανιόλ. Ούγγρος υπήκοος από τη γέννησή του, αποκτώντας την τσεχοσλοβάκικη και την ισπανική ιθαγένεια, έπαιξε για τις εθνικές ομάδες και των τριών χωρών. Ένας ποδοσφαιρικός μύθος με επαναστατικό και φιλελεύθερο πνεύμα, που στη Καταλονία βρήκε την «Γη της Επαγγελίας του». Είχε μποέμικη φυσιογνωμία και μεγάλη έφεση στο γλέντι και στις γυναίκες.


Μέσα στο γήπεδο «κεντούσε». Έτρεχε ξέφρενα, ήταν μάγος της ντρίπλας, γνωστός για τις γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις του, ενώ οι επελάσεις του προκαλούσαν τρόμο! Σούταρε από μακρινές αποστάσεις και διακρίθηκε για τα ακριβή, σύνθετα και δυνατά τελειώματα του στα ελεύθερα λακτίσματά. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ήταν η ηγετική προσωπικότητα της επιτυχημένης ομάδας της Μπαρτσελόνα, σημειώνοντας 194 γκολ σε 256 εμφανίσεις. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την εκατονταετηρίδα του συλλόγου, σε δημοσκόπηση μεταξύ των οπαδών της, ο Λάζλο Κουμπάλα αναδείχθηκε ως ο Κορυφαίος Ποδοσφαιριστής που έπαιξε ποτέ για τον τεράστιο ισπανικό σύλλογο, εκτοπίζοντας ποδοσφαιριστές όπως ο Λουίς Σουάρεθ (Luis Suárez Miramontes), ο Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruyff) και ο Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona). Μετά τη απόσυρσή του ως παίκτης, είχε δύο θητείες ως προπονητής της Μπαρτσελόνα, ενώ επίσης προπόνησε την εθνική ομάδα της Ισπανίας, καθώς και την Ολυμπιακή της  ομάδα.


Τα πρώτα χρόνια

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια της πολυπολιτισμικότητας είναι λίγη για να τον περιγράψει. Γεννήθηκε στην Ουγγαρία από μητέρα εργάτρια σε εργοστάσιο, την Άννα Στετζ (Anna Stecz), με ουγγρικές, πολωνικές και σλοβάκικες ρίζες και πατέρα, τον Παλ Κουμπάλα (Pál Kubala Kurjas), οικοδόμο, που ανήκε στη σλοβάκικη μειονότητα της Ουγγαρίας. Ξεκίνησε την καριέρα του στη Γκαντζ ΤΕ, μία εργοστασιακή ομάδα που αγωνιζόταν στην ουγγρική 3η Κατηγορία. Στην ηλικία των 11 ετών αγωνιζόταν σε ομάδες με παιδιά από 3 έως 5 χρόνια μεγαλύτερά του. Στα 18 του χρόνια, πήγε στη Φερεντσβάρος, όπου υπήρξε συμπαίκτης με τον μεγάλο άσο του Ουγγρικού ποδοσφαίρου Σάντορ Κότσιτς (Sándor Kocsis).


Εκεί, γρήγορα φάνηκε το πλούσιο ποδοσφαιρικό του ταλέντο αναγκάζοντας τους ιθύνοντες της εθνικής ελπίδων της Ουγγαρίας να τον καλέσουν να αγωνιστεί. Γρήγορα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο λόγος ήταν ο γνωστός κινητήριος μοχλός των πάντων, αυτές τις ταραγμένες δεκαετίες στις ανατολικές χώρες, το πολιτικό σκηνικό. Σε ηλικία 19 ετών, το 1946, ο Κουμπάλα άφησε την στρωμένη πορεία στη Φερεντσβάρος, ώστε να αποφύγει την κατάταξη στον στρατό! Ήρθε και ο θάνατος του πατέρα του για να αλλάξει τελείως η ζωή του Λάζλο. Η μητέρα του, αποφασίζει να επιστρέψουν στην πατρίδα της και συγκεκριμένα στην Μπρατισλάβα, τη πρωτεύουσα της σημερινής Σλοβακίας.


Το όνομα του Λάζλο αλλάζει και γίνεται Λαντισλάβ (Ladislav Kubala). Έπαιξε για 2 χρόνια ποδόσφαιρο στην Τσεχοσλοβακία για λογαριασμό της Σλόβαν Μπρατισλάβας, με μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα, λόγω της μητρικής του καταγωγής, θα του επιτραπεί η συμμετοχή στην εθνική ομάδα της Τσεχοσλοβακίας, όπου θα παίξει σε 6 παιχνίδια, την διετία 1947 - 1948. Γνωρίζει και ερωτεύεται τη μικρή αδερφή του προπονητή του στην εθνική ομάδα, Φέρντιναντ Ντάουτσικ (Ferdinand Daučík), την Άννα Βιόλα Ντάουτσικ (Anna Viola Daučík), την οποία και παντρεύεται στις 17 Απριλίου του 1947. Κι ενώ η καριέρα του Λαντισλάβ προμηνύεται σπουδαία, έρχεται η μετατροπή, μέσα σε μια νύχτα του 1948, της Τσεχοσλοβάκικης δημοκρατίας σε Λαϊκή δημοκρατία, υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης του Ιωσήφ Στάλιν. Ο Λαντισλάβ, ποτέ δεν υπήρξε πολιτικά συνειδητοποιημένος. Αισθανόταν ελεύθερος και η ατίθαση και μποέμ φύση του τον οδηγεί στη φυγή. Έχοντας παίξει για λογαριασμό της εθνικής Τσεχοσλοβακίας, αναγκάζεται να ξεφύγει ακόμα μία φορά για να γλιτώσει την κατάταξη στον τσεχοσλοβάκικο στρατό και επιστρέφει ξανά στην Ουγγαρία, το 1948, με τη σύζυγό του να μένει πίσω στη Σλοβακία.


Πρόσφυγας

Ονομάζεται και πάλι Λάζλο. Αγωνίζεται για ένα χρόνο με μεγάλη επιτυχία στη Βάσας Βουδαπέστης. Είναι ο καλύτερος ακραίος κυνηγός της χώρας. Σύντομα θα αγωνιστεί και στην Εθνική Ουγγαρίας, όπου σε σύνολο 11 εμφανίσεων «έβγαλε μάτια» με την απόδοσή του. Τον Ιανουάριο του 1949 ξεκινάνε οι περιπέτειες.  Η Ουγγαρία γίνεται κι αυτή ένα κομουνιστικό κράτος, στη σφαίρα επιρροής του Στάλιν. Το ανεξάρτητο πνεύμα του Λάζλο Κουμπάλα ασφυκτιά για ακόμη μια φορά. Θέλει να φύγει και αυτομολεί στο πίσω μέρος ενός φορτηγού. Διαφεύγει αρχικά στην Αυστρία και στη συνέχεια πηγαίνει στην Ιταλία. Η Ουγγαρία τού επιβάλει ισόβιο αποκλεισμό, ενώ η FIFA τον τιμωρεί με αποκλεισμό ενός έτους από το ποδόσφαιρο. Στην Ιταλία, όντας τιμωρημένος από την FIFA, δεν είχε δικαίωμα να αγωνιστεί. Προπονούταν και κράτησε την φόρμα του με την ομάδα της Προ Πάτρια, τον μοναδικό σύλλογο που του εξασφάλισε κάποιες οικονομικές απολαβές. Έπαιξε και σε ορισμένα φιλικά μαζί της, επιδεικνύοντας τις ικανότητές του σε κάθε ενδιαφερόμενο. Ο σύλλογος του προσφέρει συμβόλαιο, ωστόσο η Βάσας δεν του δίνει την άδεια!


Το ταλέντο του αδιαμφισβήτητο και γρήγορα έρχονται οι επόμενες προτάσεις. Ο πρόεδρος της κραταιάς εκείνη την εποχή Τορίνο, έβαλε στοίχημα το ρολόι που φορούσε, πως δεν θα κατάφερνε να διασχίσει το γήπεδο της «γκρανάτα» με την μπάλα στον αέρα. Ο Κουμπάλα φυσικά και το πέτυχε και κέρδισε εκτός από το ρολόι και ένα συμβόλαιο. Δεν υπέγραψε αμέσως, αλλά συμφώνησε να μετέχει σε κάποια φιλικά. Τον Μάιο του 1949, η Τορίνο έκλεισε ένα σπουδαίο φιλικό ματς στη Λισσαβόνα με την Μπενφίκα. Όμως την παραμονή του ταξιδιού, ο γιος του κρυολόγησε βαριά και αποφάσισε να μην ακολουθήσει την αποστολή. Η ομάδα της Τορίνο πέταξε για την Λισσαβόνα όπου έμελλε να δώσει την τελευταία της παράσταση! Στην επιστροφή με το αεροπλάνο, στις 4 Μαΐου του 1949, ο πιλότος δεν θα διακρίνει μέσα από τα πυκνά σύννεφα τον λόφο της Σουπέργκα που υψώνεται έξω από την πόλη του Τορίνο. Η μεγάλη αυτή ομάδα που είχε για ηγέτη τον αξεπέραστο Βαλεντίνο Ματσόλα (Valentino Mazzola) δεν υπήρχε πια! Η μοίρα είχε αποφασίσει να ζήσει ο Λάζλο Κουμπάλα και να διαπρέψει σε άλλη χώρα.


Επιστρέφει στην Τσεχοσλοβακία, όπου γεννιέται και ο δεύτερος γιος του. Ο Φέρντιναντ Ντάουτσικ αυτομολεί κι αυτός απ’ την πλευρά του και τον Ιανουάριο του 1950, ο Κουμπάλα δημιουργεί μία ομάδα που αποτελούνταν από παίκτες-πρόσφυγες που εγκατέλειπαν την ανατολική Ευρώπη. Επειδή η πλειοψηφία των παικτών είναι Ούγγροι, την ονομάζει «Hungaria» (Χουγκάρια) και ο κουνιάδος του, ο Ντάουτσικ, αναλαμβάνει προπονητής της. Η ομάδα κάνει περιοδεία σε διάφορες χώρες, ώστε να βγάλει χρήματα και οι παίκτες της να κερδίσουν συμβόλαια στο εξωτερικό, αφού δεν ήταν δυνατό να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Τον Ιούνιο του 1950, η Χουγκάρια πήγε στη την Ισπανία και δίνει 3 φιλικά κόντρα σε μία Μικτή ομάδα της Μαδρίτης, μία τύποις εθνική Ισπανίας και την Εσπανιόλ. Ο Κουμπάλα, μαγεύει και στα τρία παιχνίδια και προσελκύει τα βλέμματα της Ρεάλ Μαδρίτης και της Μπαρτσελόνα, της τελευταίας μέσω του αρχισκάουτερ της, Γιόζεπ Σαμιτιέρ (Josep Samitier).


Η κινηματογραφική... κλοπή

Οι πρώτες διαπραγματεύσεις γίνονται με τους «μερένχες». Ο Κουμπάλα ζητά να έρθει μαζί του ο κουνιάδος του, ώστε να γίνει προπονητής της Ρεάλ. Στον πάγκο της ομάδας βρισκόταν εκείνη την περίοδο ο Άγγλος Μάικλ Κίπινγκ (Alexander Edwin Michael Keeping), χωρίς κάποια ιδιαίτερη επιτυχία, ωστόσο οι Μαδριλένοι εμφανίζονται διστακτικοί αρχικά. Παράλληλα, στο παιχνίδι υπήρχαν και οι Καταλανοί. Ο Σαμιτιέρ, ηγετική μορφή της ομάδας τη δεκαετία του 1920 και του 1930, υπήρξε ένας από τους λίγους ποδοσφαιριστές που θαύμαζε ο Στρατηγός Φρανσίσκο Φράνκο (Francisco Paulino Hermenegildo Teódulo Franco Bahamonde). Όταν, μάλιστα, ο Σαμιτιέρ είχε συλληφθεί από τους Φρανκιστές, το όνομά του και η εκτίμηση που είχε ο δικτάτορας προς το πρόσωπό του τον κράτησαν ζωντανό. Μάλιστα, όταν αποπειράθηκε να αποδράσει και να διαφύγει στη Γαλλία, παρότι οι στρατιώτες του Φράνκο τον αντιλήφθηκαν, ουδείς επιχείρησε να τον σταματήσει!


Έκτοτε ο Σαμιτιέρ είχε επιστρέψει από το εξωτερικό, είχε αποκαταστήσει τις ταραγμένες σχέσεις του με την Μπαρτσελόνα από την οποία είχε φύγει το 1932 για να αγωνιστεί στη Ρεάλ Μαδρίτης, είχε διατελέσει τεχνικός των «μπλαουγκράνα» κατακτώντας το πρωτάθλημα του 1945 και είχε αναλάβει τη θέση του επικεφαλής στο σκάουτινγκ του συλλόγου. Όταν αντίκρισε το αστείρευτο ταλέντο του Κουμπάλα στα τρία φιλικά που έδωσε επί ισπανικού εδάφους, έκρινε ότι είχε εντοπίσει τον άνθρωπο εκείνο που θα διατηρούσε το φρόνημα της ομάδας ψηλά και την δεκαετία του 1950. Έχοντας βγει από το οικονομικό τέλμα στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας και έχοντας κατακτήσει τα πρωταθλήματα του 1948 και του 1949, η δυναμική της Μπαρτσελόνα άρχισε να αυξάνεται. Ωστόσο για να κλείσει μία τέτοια μεταγραφή, στην οποία εμπλεκόταν και η Ρεάλ Μαδρίτης, χρειαζόταν κάτι παραπάνω από μία καλή προσφορά. Ο Σαμιτιέρ φέρεται να χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις που διατηρούσε με τον Φράνκο, ώστε να μεταπείσει τον Κουμπάλα και να τον υπογράψει στην Μπαρτσελόνα.


Στο τρένο για την Βαρκελώνη, μάλιστα, ο Άγγλος δημοσιογράφος Φιλ Μπολ στο βιβλίο του "Morbo" αναφέρεται σε ένα περιστατικό που επίσης φέρεται να έπαιξε ρόλο στο να ντυθεί με την «μπλαουγκράνα» φανέλα ο 23χρονος μεσοεπιθετικός. Ο Σαμιτιέρ είχε βρει τον Κουμπάλα και τον είχε πάρει μαζί του με προορισμό την Βαρκελώνη ώστε να υπογράψει συμβόλαιο. Δεν του είχε αποκαλύψει την ταυτότητά του, όμως, και ο Κουμπάλα, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τη Ρεάλ σε εκείνο το σημείο, θεώρησε ότι πήγαιναν στη Μαδρίτη για να υπογράψουν με τους «μερένχες». Ο Ούγγρος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε εθισμό στο αλκοόλ και μεθούσε αρκετά συχνά. Κάτι τέτοιο έπραξε και εκείνη την ημέρα και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού φέρεται να ορκίστηκε στον Σαμιτιέρ ότι είχε δει μία πινακίδα να γράφει «Βαρκελώνη», ενώ αυτός έπρεπε να πάει στη Μαδρίτη! Ο Σαμιτιέρ του είπε να πέσει να κοιμηθεί και λίγες ώρες αργότερα ο Κουμπάλα ανήκε στους Καταλανούς, στους οποίους προσελήφθη ως τεχνικός ο Ντάουτσικ, αντικαθιστώντας τον υπηρεσιακό Ραμόν Λιορένς (Ramón Llorens).


Στο πάνθεο της Ισπανίας με την συμβολή του Φράνκο

Η τιμωρία της FIFA, μετά την καταγγελία της ουγγρικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας για την προσπάθεια να σπάσει το συμβόλαιό του όταν βρισκόταν στην Ιταλία, για την έξοδο από τη χώρα χωρίς άδεια και την λιποταξία, δεν του επέτρεψε να αγωνιστεί αμέσως με τη νέα ομάδα του. Χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τον Οκτώβριο του 1951, ώστε να κάνει το επίσημο ντεμπούτο με τον σύλλογο (είχε παίξει σε δύο φιλικά και είδε δείξει την αξία του) στο Copa del Generalisimo, το κύπελλο Ισπανίας. Το ντεμπούτο του είναι εκκωφαντικό. Σκοράρει 26 γκολ σε 19 ματς. Μάλιστα σ’ ένα παιχνίδι Μπαρτσελόνα – Σπόρτιγκ Χιχόν 7-1 πέτυχε και τα επτά γκολ, ρεκόρ που παραμένει έως σήμερα ακατάρριπτο. Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή. Με τον Κουμπάλα στη σύνθεσή της η Μπαρτσελόνα γνώρισε μεγάλες δόξες στην ισπανική λίγκα. Από το 1951 μέχρι και το 1962, ο  Κουμπάλα ηγήθηκε της πιο "χρυσής" εποχής του συλλόγου μέχρι τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οδηγώντας την από την πρώτη του σεζόν στην κατάκτηση 5 τροπαίων στην ίδια χρονιά. Η «Barca de les Cinc Copes» (Η Μπάρτσα των 5 Κυπέλλων) κατέκτησε το πρωτάθλημα, το κύπελλο, το Κόπα Λάτινα, το Κόπα Εβα Ντουάρτε και το Κόπα Μαρτίνι Ρόσι μέσα στη σεζόν 1951/52, επίτευγμα που ξεπεράστηκε μόνο από την Μπαρτσελόνα των 6 τροπαίων στη σεζόν 2008/09.


Κερδίζει 4 πρωταθλήματα (1951/52, 1952/53 1958/59, 1959/60) και 5 κύπελλα Ισπανίας (1950/51, 1951/52, 1952/53, 1956/57, 1958/59), καθώς και 2 Κυπέλλων Διεθνών Εκθέσεων (ο πρόγονος του Κυπέλλου UEFA και του σημερινού Europa League) των περιόδων 1955-1958 και 1958-1960. Φόρεσε την φανέλα της Μπάρτσα σε 349 συνολικά παιχνίδια, πετυχαίνοντας 270 γκόλ! Ο Ούγγρος αποτελεί τον τρίτο σκόρερ στην ιστορία της Μπαρτσελόνα! Το 1963, σε ηλικία 36 ετών, αποφάσισε να μετακομίσει στην Εσπανιόλ, με την οποία αγωνίστηκε για δύο χρόνια.


Η ισπανική ομοσπονδία βλέπει στο πρόσωπό του τον σωτήρα της εθνικής ομάδας που δεν μπορεί να διακριθεί εδώ και χρόνια. Την ίδια χρονιά, μετά από κινήσεις του δικτάτορα Φράνκο, πήρε και την ισπανική υπηκοότητα, που του επέτρεπε να αγωνιστεί στην εθνική Ισπανίας. Η συμβολή του Ισπανού Στρατηγού στην ένταξη του Ούγγρου πρόσφυγα στην ισπανική κοινωνία αποτέλεσε κομβικής σημασίας για την πολιτική που ακολουθούσε όσον αφορά το καθεστώς του και το ποδόσφαιρο. Οι ενέργειες του Φράνκο ώστε ο ποδοσφαιριστής να γίνει μέλος της Ισπανίας υπογράμμισαν την απόδραση του Κουμπάλα από την Ουγγαρία, ώστε να "γλιτώσει" από τα δεινά του κομουνισμού, με την δυτική Ισπανία να τον περιθάλπει στους "κόλπους" της. Η συγκεκριμένη προπαγάνδα έπαιξε σημαντικό ρόλο σε μία περίοδο που κυριαρχούσε ο Ψυχρός Πόλεμος και η Ισπανία όφειλε να δείξει σε ποιο "στρατόπεδο" προσχωρεί.


Τον πείθουν λοιπόν να αγωνιστεί στην Εθνική Ισπανίας. Είναι η τρίτη εθνική ομάδα της ζωής του, φαινόμενο μοναδικό στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία! Έπαιξε με τη σειρά για τη Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και το 1953 για την Ισπανία. Δυστυχώς δεν ευτύχησε να παίξει σε κανένα μεγάλο διεθνές τουρνουά. Η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε το 1962 όπου λόγω τραυματισμού δεν πέταξε στη Χιλή! Με την Ισπανία θα αγωνιστεί σε 19 παιχνίδια. Το νέο του όνομα είναι Λαντισλάο Κουμπάλα (Ladislao Kubala). Για άλλη μια φορά είχε αλλάξει όνομα και για άλλη μια φορά βρέθηκε σε μια χώρα με ολοκληρωτικό καθεστώς. Αυτό του δικτάτορα Φρανσίσκο Φράνκο. Αυτή τη φορά όμως δεν ασφυκτιά γιατί αισθάνεται πια βέρος Καταλανός. Ναι, σ’ αυτή η γωνιά της Ισπανίας με το επαναστατικό και φιλελεύθερό της πνεύμα του ταιριάζει, αυτός ο "τσιγγάνος" του ποδοσφαίρου είχε βρει την «γη της επαγγελίας του». Είχε μποέμικη φυσιογνωμία και μεγάλη έφεση στο γλέντι και στις γυναίκες. Μέσα στο γήπεδο όμως «κεντούσε». Έτρεχε ξέφρενα, σούταρε από μακρινές αποστάσεις, ήταν μάγος της ντρίπλας και οι επελάσεις του προκαλούσαν τρόμο.


Το 1955, έκανε την εμφάνισή της στους κινηματογράφους η ταινία «Kubala, Los Ases Buscan La Paz» (Κουμπάλα, Άσοι Αναζητώντας την Ειρήνη), η οποία πραγματευόταν την ιστορία του Ούγγρου άσου της Μπαρτσελόνα, στην οποία υποδύθηκε ο ίδιος τον εαυτό του, ο Σαμιτιέρ τον εαυτό του και έπαιξαν και οι δύο γιοι του (ο τρίτος, ο Κάρλος, γεννήθηκε το 1958 στη Βαρκελώνη). Στη δύση της καριέρας του πήγε σε διάφορες ομάδες ως παίκτης - προπονητής. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τον Καναδά, ξαναγύρισε στην αγαπημένη του Ισπανία και κατάφερε ως προπονητής ότι δεν είχε καταφέρει ως παίκτης. Εμφανίστηκε σε τελικά Μουντιάλ, το 1978 και Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, το 1980, ως προπονητής χωρίς όμως επιτυχία. Ανάμεσα στις ομάδες που κοουτσάρισε συγκαταλέγεται και η Μπαρτσελόνα.


Ο Λάζλο Κουμπάλα, πέθανε στις 17 Μαΐου του 2002, σε ηλικία 74 ετών. Στην κηδεία του, ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο (Alfredo Stéfano Di Stéfano Laulhé), συνοδευόμενος από τον πρόεδρο της Ρεάλ Μαδρίτης Φλορεντίνο Πέρεθ (Florentino Pérez Rodríguez), έκλαιγε με αναφιλητά!  Γιατί, παρόλο που ήταν τα δύο μεγάλα αστέρια των μισητών αντιπάλων της Ισπανίας, συνδέονταν μεταξύ τους με παντοτινή φιλία και αλληλοεκτίμηση! Ένα άγαλμά του υπάρχει έξω από το Καμπ Νου, ενώ το 1999, στη γιορτή για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου, οι φίλοι της τον ανέδειξαν ως τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή στην ιστορία του! Εκτόπισε ποδοσφαιριστές όπως ο Λουίς Σουάρεθ (Luis Suárez Miramontes), ο Γιόχαν Κρόιφ (Hendrik Johannes "Johan" Cruijff), ο Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona) και τόσους άλλους!


Ο Λάσλο Κουμπάλα, υπήρξε ένας από τους πλέον αδικημένους Ούγγρους ποδοσφαιριστές, αφού η ιστορία του αρνήθηκε το χώρο που κανονικά του έπρεπε στην «Aranycsapat»  (Άραντσαπατ  =Η Χρυσή Ομάδα) των Μαγυάρων της δεκαετίας του 1950. Γεννημένος την ίδια χρονιά με τον Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás Purczeld Bíró), το 1927, δεν απόλαυσε ποτέ τη δόξα από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, έστω κι αν τα προσωπικά κατορθώματά του είχαν προλάβει την επιτυχία των Ούγγρων στη διοργάνωση της Ελβετίας και ήταν ήδη πιο ξακουστός στην Ευρώπη από τους μετέπειτα διάσημους συμπατριώτες του.

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1939–1943: Ganz TE

Επαγγελματική καριέρα

  • 1944: Ganz TE, 9 (2)
  • 1945/46: Ferencvárosi Torna Club, 49 (27)
  • 1946–1948: Športový klub Slovan Bratislava futbal, 33 (14)
  • 1948/49: Vasas Sport Club, 20 (10)
  • 1949/50: Aurora Pro Patria 1919, 16 (9)
  • 1950: Hungária, 6 (5)
  • 1951–1961: Futbol Club Barcelona, 186 (131)
  • 1963–1965: Reial Club Deportiu Espanyol de Barcelona, 29 (7)
  • 1966–1967: Fussballclub Zürich, 12 (7)
  • 1967: Toronto Falcons, 19 (5)

Σύνολο καριέρας: 379 (217)

Διεθνής

  • 1946/47: Τσεχοσλοβακία, 6 (4)
  • 1948: Ουγγαρία, 3 (0)
  • 1953–1961: Ισπανία, 19 (11)

Προπονητική καριέρα

  • 1961–1963: Futbol Club Barcelona
  • 1963–1966: Espanyol
  • 1966/67: Fussballclub Zürich
  • 1968: Toronto Falcons
  • 1968/69: Córdoba Club de Fútbol
  • 1969–1980: Ισπανία
  • 1980: Futbol Club Barcelona
  • 1982–1986: Al-Hilal Saudi Football Club
  • 1986: Real Murcia Club de Fútbol
  • 1987/88: Club Deportivo Málaga
  • 1988/89: Elche Club de Fútbol
  • 1992: Ολυμπιακή Ομάδα Ισπανίας
  • 1995: Παραγουάη

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με τη  Barcelona
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 4 (1951/52, 1952/53, 1958/59, 1959/60)
  • Κύπελλο Ισπανίας (Copa del Generalísimo): 5 (1951, 1952, 1953, 1957, 1959)
  • Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων UEFA: 2 (1955/58, 1958/60)
  • Λατινικό Κύπελλο: 1952
  • Copa Eva Duarte: 2 (1952, 1953)

Ως προπονητής

Με την Málaga
  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Ισπανίας: 1987/88