Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Γκαετάνο Σιρέα: Ο Πρωταθλητής της Απλότητας

Ο Ιταλός κεντρικός αμυντικός, σε ρόλο λίμπερο/«σκούπας», Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea), γεννήθηκε στις 25 Μαΐου του 1953, στο Τσερνούσο σουλ Ναβίλιο, μια πόλη της Λομβαρδίας,  κοντά στο Μιλάνο. Θεωρείται ένας από τους Μεγαλύτερους Αμυντικούς Όλων των Εποχών και είναι ένας από τους μόλις 5 παίκτες στην ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική ιστορία που έχει κατακτήσει όλα τα διεθνή διασυλλογικά τρόπαια που αναγνωρίζονται από την UEFA και τη FIFA. Είναι επίσης ένας από τους μόλις 9 παίκτες στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου που κατέκτησε και τις τρεις μεγάλες διασυλλογικές διοργανώσεις της UEFA, ένα κατόρθωμα που κατάφερε παίζοντας με τη Γιουβέντους, τον σύλλογο με τον οποίο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, εκτός από δύο σεζόν με την Αταλάντα. Σε διεθνές επίπεδο, έπαιξε για την εθνική ομάδα της Ιταλίας για περισσότερο από μια δεκαετία, κατά την οποία υπήρξε αδιαμφισβήτητο μέλος της αμυντικής γραμμής, κρατώντας ποδοσφαιριστές-μύθους, όπως ο Φράνκο Μπαρέζι (Franco Baresi), εκτός 11άδας για 4 χρόνια, μέχρι που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, το 1986. Έγινε Παγκόσμιος Πρωταθλητής το 1982, νικώντας τη Βραζιλία με 3-2 στη β’ Φάση και τη Γερμανία με 3-1 στον τελικό. Επίσης, εκπροσώπησε την Ιταλία σε 2 ακόμη Παγκόσμια Κύπελλα, τερματίζοντας στην 4η θέση το 1978 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980, όπου η Ιταλία ήταν για άλλη μια φορά στην 4η θέση.


Ήταν ένας σύγχρονος και εξαιρετικά ταλαντούχος αμυντικός, προικισμένος με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και τακτική ικανότητα, ο οποίος ήταν γνωστός για το ρυθμό του, την κομψότητα με την μπάλα και την έμφυτη ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι. Σε αντίθεση με την αδίστακτη αντιμετώπιση που χρησιμοποιήθηκε συχνά από άλλους αμυντικούς, μεταξύ των οποίων το έτερον ήμισυ σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο, τον Κλαούντιο Τζεντίλε (Claudio Gentile), ο Γκαετάνο Σιρέα ήταν διάσημος για την ηρεμία του, το ευ αγωνίζεσθαι και την ευγενή άμιλλα, ενώ ΠΟΤΕ δεν τιμωρήθηκε με κόκκινη κάρτα στην καριέρα του. Ήταν επίσης γνωστός για τις ηγετικές του ικανότητες, έχοντας διατελέσει αρχηγός και στη Γιουβέντους, αλλά και στην ιταλική εθνική ομάδα.


Αρχικά ένας μέσος, έπαιξε κυρίως σαν «σκούπα» ή λίμπερο για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της θέσης, λόγω της διορατικότητάς του, της ηρεμίας με την μπάλα και την ικανότητα στις μεταβιβάσεις. Εκτός από τα αμυντικά του καθήκοντα, συχνά προωθούνταν στην επίθεση συμμετέχοντας στη δημιουργία των γκολ, ενώ μερικές φορές ακόμη σκόραρε και ο ίδιος. Στα ύστερα της καριέρας του, καθώς έχασε το ρυθμό του, έπαιξε σ’ ένα πιο αμυντικό ρόλο, ως κεντρικός αμυντικός. Ήταν παντρεμένος με την Mariella Cavanna και μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Riccardo. Η Mariella έγινε πολιτικός μετά τον θάνατο του συζύγου της.


Νεαρός ακόμα ενσωματώθηκε στην οικογένεια της Αταλάντα. Μετά από 2 χρόνια στην ανδρική της ομάδα, από το 1972 έως το 1974, κατέληξε στη Γιουβέντους, η οποία έψαχνε τον αντικαταστάτη του Σάντρο Σαλβαντόρε (Sandro Salvadore) και στο πλαίσιο της πολιτικής του Τζιαμπέρο Μπονιπέρτι (Giampiero Boniperti), που αναζητούσε νέους με κλάση για να ανοίξει έναν νέο κύκλο με διάρκεια στην ιστορία της ομάδας και ανακάλυψε στο πρόσωπο του Γκαετάνο την ιδανική λύση! Στη Γιούβε, ο Σιρέα βρήκε ένα γαλαξία μεγάλων αστέρων, όπως ο Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff), ο Φράνκο Κάουζιο (Franco Causio), ο Ρομπέρτο Μπέτεγκα (Roberto Bettega), ο Ζοζέ Αλταφίνι (José Altafini), ο Φάμπιο Καπέλο (Fabio Capello) και ο Πιέτρο Αναστάζι (Pietro Anastasi).


Στην Αταλάντα ο Σιρέα ξεκίνησε μεσοεπιθετικός, για να υιοθετήσει το ρόλο του ελεύθερου παίκτη στην άμυνα (λίμπερο), ουσιαστικά την περίοδο 1973/74, με τον Χεριμπέρτο Χερέρα (Heriberto Herrera), προπονητή και της Γιούβε για πολλά χρόνια στο παρελθόν. Όταν πήγε να συναντήσει τη νέα ομάδα του, το καλοκαίρι του 1974, δεν ήθελε να κατέβει από το αμάξι στο οποίο τον συνόδευε ο αδελφός του. «Ένιωθα τέτοια χαρά στην αρχή, αλλά συχνά κατέβαινα στο γήπεδο και τα πόδια μου τρέμανε», θα εξομολογηθεί αργότερα για το ξεκίνημά του στη Γιούβε. Τον βοήθησαν να προσαρμοσθεί ο Τζοφ, σαν πατέρας στην αρχή και σαν αδελφός αργότερα, και ο αμυντικός Λουτσάνο Σπινόζι (Luciano Spinosi), με τον οποίο συγκατοικούσε τον πρώτο καιρό, πολιτική που ευνοούσε ο Μπονιπέρτι για τους νέους παίκτες.


Στη Γιούβε, ο Σιρέα συνέχισε την εξέλιξη του ρόλου του λίμπερο που είχε ξεκινήσει ο Φραντς Μπεκενμπάουερ (Franz Beckenbauer), δίνοντας έτσι μια νέα διάσταση σ’ αυτόν, δεδομένου ότι πριν από την άφιξή του στο Τορίνο είχε σχεδόν αποκλειστικά το χαρακτήρα της αναχαίτισης του αντιπάλου. Έτσι, δεν έμενε προσκολλημένος στην άμυνα, αλλά συνεισέφερε στην επίθεση και στην επίτευξη γκολ, πάντα παρών σε όλες τις γωνιές του γηπέδου. Ιδιαίτερα από την εποχή που ο Τζιοβάνι Τραπατόνι (Giovanni Trapattoni) ανέλαβε τα ηνία της ομάδας, έβαλε σε εφαρμογή τις απρόοπτες επελάσεις του Σιρέα, γεγονός στο οποίο βοήθησε και η θητεία του τελευταίου ως μεσοεπιθετικού. Ανεδείχθη, έτσι, σε έναν από τους εξυπνότερους αμυντικούς, με τεχνική κατάρτιση ισάξια επιτελικών μέσων παγκόσμιας κλάσης και μια αξιοθαύμαστη σταθερότητα απόδοσης.


Στα 14 χρόνια που έπαιξε στην «Κυρία», από το 1974 έως το 1988, κατάφερε όχι απλώς να σταθεί ισάξια μ’ αυτούς, αλλά πολλούς και να τους ξεπεράσει. Αγωνίστηκε με τη Γιούβε σε 377 παιχνίδια στη Serie A (397 συνολικά), πετυχαίνοντας 24 γκολ, αριθμός σπάνιος για αμυντικό, ενώ συνολικά φόρεσε την ασπρόμαυρη φανέλα 552 φορές, επίδοση που ήταν ρεκόρ, πριν το καταρρίψει ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο (Alessandro Del Piero). Αξιοσημείωτο είναι και το ρεκόρ των 148 συνεχόμενων παιχνιδιών, από την 1η Φεβρουαρίου του 1981 έως την 1η Φεβρουαρίου του 1985! Για πολλά χρόνια, μαζί με τους Κλαούντιο ζεντίλε, Αντονέλο Κουκουρέντου (Antonello Cuccureddu), Φραντσέσκο Μορίνι (Francesco Morini), Αντόνιο Καμπρίνι (Antonio Cabrini) και Τζιουζέπε Φουρίνο (Giuseppe Furino), συγκρότησαν την πανίσχυρη οπισθοφυλακή της Γιουβέντους.


Στην ένδοξη καριέρα του κέρδισε κάθε τρόπαιο που υπάρχει σε διασυλλογικό, εθνικό, ηπειρωτικό και παγκόσμιο επίπεδο: 7 πρωταθλήματα Ιταλίας (1975, 1977, 1978, 1981, 1982, 1984 και 1986), 2 κύπελλα Ιταλίας (1979 και 1983), 1 κύπελλο πρωταθλητριών (1985), 1 κύπελλο κυπελλούχων (1984), 1 κύπελλο ΟΥΕΦΑ (1977), 1 διηπειρωτικό (1985) και 1 σούπερ κύπελλο Ευρώπης (1984). Είναι ο μοναδικός αρχηγός της Γιούβε που σήκωσε 2 Κύπελλα Ευρώπης, το 1984 και 1985 στο αιματοβαμμένο Χέιζελ, όπου και στην ιστορία έχει μείνει η αλησμόνητη εικόνα της εξόδου του από τα αποδυτήρια, μαζί με τον αρχηγό της Λιβερπουλ,  Φιλ Νιλ (Phil Neal), για να απευθυνθούν στον κόσμο ώστε να ξεκινήσει ομαλά ο τελικός.


Ήταν ένας σκηνοθέτης της άμυνας που γινόταν συμπαγής, σίγουρη και ήρεμη με την παρουσία του! Προπονητής μέσα στο γήπεδο, ηγέτης που κατεύθυνε με ιδανικό τρόπο τους συμπαίκτες του, με μοναδική αίσθηση τακτικής, ικανός να αλλάζει το ρυθμό του παιχνιδιού, διάβαζε το παιχνίδι των αντιπάλων και πάνω του βασιζόταν η τακτική των προπονητών! Διακρίθηκε για την απαράμιλλη αποφασιστικότητά του, μάγευε με την κομψότητα και τη φυσικότητα των κινήσεών του, ιδιαίτερα κατά τις εξόδους του από τη μεγάλη περιοχή με τη μπάλα στα πόδια. Αρχοντικός σε κάθε ενέργειά του και αυτή η αρχοντιά του, μαζί με το ήθος του, είναι η πιο ανεξίτηλη ανάμνηση!


Τι καλύτερο από τη μαρτυρία του Τραπατόνι: «Υποδειγματικός επαγγελματίας, ένας σεμνός πρωταθλητής. Το μεγαλύτερο χάρισμά του ήταν να διαβάζει στην εντέλεια τα παιχνίδια, προσπαθούσε να προλαμβάνει την εξέλιξη του παιχνιδιού. Αλλά και με τη μπάλα στα πόδια ήταν εξαιρετικός, με ματιά σκηνοθέτη, δεν απομάκρυνε τη μπάλα ποτέ μακριά ακόμα και όταν η ομάδα υπέφερε. Άριστος προπονητής ήδη από τότε που φορούσε τη φανέλα με το № 6». Σχολιάζει και ο διατελέσας  πρόεδρος της «Κυρίας», Τζιοβάνι Κομπόλι Τζίλι (Giovanni Cobolli Gigli): «Χάρη σε πρωταθλητές όπως αυτός, η Γιούβε έγινε αυτό που είναι. Το προνόμιό του ήταν η απλότητα, όπως συμβαίνει με τους μεγάλους καλλιτέχνες που κάνουν τα δύσκολα εύκολα».


Εξίσου λαμπρή ήταν η καριέρα του και στην εθνική με την οποία αγωνίσθηκε 78 φορές, έως το 1986, σημειώνοντας παράλληλα και 2 γκολ. Έκανε ντεμπούτο στις 30 Δεκεμβρίου του 1975, στο νικηφόρο 3-2 εναντίον της Ελλάδας, παιχνίδι που έχει μείνει στη μνήμη μας, από το άπιαστο γκολ του Σταύρου Σαράφη στον Τζοφ. Με την Ελλάδα τον συνδέει και το γεγονός ότι πέτυχε ένα από τα 2 γκολ, στη νίκη με 2-0, στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στις 6 Δεκεμβρίου του 1980, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου,  αγώνας που επικύρωσε ουσιαστικά το εισιτήριο της «σκουάντρα ατζούρα»  για τα τελικά της Ισπανίας, όπου ο Γκαετάνο στέφθηκε πρωταθλητής κόσμου! Πήρε μέρος και στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1978 και 1986, στο τελευταίο ως αρχηγός, φθάνοντας τις 18 συμμετοχές σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, επίδοση που για χρόνια ήταν ρεκόρ για Ιταλό. Αγωνίσθηκε και στα τελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 1980, ενώ χρημάτισε και 10 φορές αρχηγός.


Πέρα, όμως, από τις αγωνιστικές αρετές, ο Γκαετάνο ξεχώρισε για το αθλητικό ήθος του! Δεν αποβλήθηκε ποτέ στην καριέρα του, γεγονός που καταδεικνύει την ιδιοσυγκρασία του, αλλά και το υψηλό αγωνιστικό του επίπεδό!  Συνεσταλμένος και μετριοπαθής, λιγομίλητος και σιωπηλός όπως και ο αδελφός του, ο Τζοφ, απέπνεε κύρος και σοβαρότητα! Ήταν υπόδειγμα επαγγελματία, σημαία της Γιούβε και της εθνικής Ιταλίας. Επέλεξε να ζει μακριά από το θόρυβο και τους προβολείς, δίνοντας λίγη σημασία στο θέαμα και ακόμη λιγότερη στην προσωπική δόξα. Ο Ντάρβιν Παστορίν (Darwin Pastorin) στη βιογραφία του Σιρέα με τίτλο «Il Libero Gentiluomo» σημειώνει: «Δεν ύψωσε ποτέ τη φωνή του γιατί προκαλούσε το σεβασμό με την ευγένεια και την ευφυΐα του… Ήταν ένας πρωταθλητής που ήξερε να πει ευχαριστώ ακόμη και αν σου έδινε συνέντευξη»!


Η σύζυγός του, η Mariella, θυμάται: «Είχε μια προσωπικότητα πολύ ισχυρή. Τόσα χρόνια δεν τον άκουσα ποτέ να υψώνει τη φωνή…Κέρδιζε το σεβασμό με τη σεμνότητά του…» Στο τέλος κάθε παιχνιδιού ρωτούσε: «Ντίνο (Τζοφ), έκανα κάποιο λάθος;». Ο μέγας Ντίνο Τζοφ, που τον ήθελε δίπλα του όταν έπαιρνε στα χέρια του το τιμόνι της Μεγάλης Κυρίας, εξομολογείται: «Είναι πάντα μέσα στις σκέψεις μου…Ένα πρόσωπο καθαρό, με αριστοκρατικότητα, μέσα και έξω από το γήπεδο. Καταλαβαινόμασταν αμέσως, ήταν ειλικρινής, αυθεντικός, αυθόρμητος όπως λίγοι στον κόσμο. Ήταν το απόλυτο παράδειγμα».


Πολύτιμη και η γνώμη του Έντσο Μπέαρτζοτ (Enzo Bearzot), εθνικού προπονητή από το 1977 έως το 1986: «Ήταν η τελειότητα μέσα και έξω από το γήπεδο, αριστοκρατικός, ευθύς, με απίστευτη σεμνότητα. Θα ήταν ο ιδανικός άνθρωπος-σύμβολο για την εθνική σε οποιοδήποτε πόστο. Όταν τον πήρα για 1η φορά στους νέους είπα ότι είναι ένας άγγελος που έβρεξε ο ουρανός… Αν υπάρχει κάποιος για τον οποίο θα χρειαζόταν να αποσυρθεί η φανέλα από την εθνική και τη Γιουβέντους, αυτός είναι ο Σιρέα».


Ας αφήσουμε, όμως, να μιλήσει και ο ίδιος ο Σιρέα: 
«Η διάκριση δεν ανήκει αποκλειστικά  σε μένα από τη στιγμή που παίζω σε μια διάσημη ομάδα που έχει πετύχει τόσες νίκες και η τροπαιοθήκη της είναι γεμάτη… Σ’ αυτή την ομάδα έμαθα να μην τα παρατάω ποτέ, να είμαι πάντα έτοιμος να σηκώσω με υπευθυνότητα στους ώμους μου τις υποχρεώσεις της καριέρας μου… Θα μπορούσα όταν είχα τη δυνατότητα να συνάψω και εγώ πολύ υψηλά συμβόλαια με άλλες ομάδες, αλλά ομάδες σαν τη Γιούβε υπάρχει μόνο μια και εγώ προτιμώ να κλείσω την καριέρα μου σε αυτήν».

Μετά την απόσυρσή του ανέλαβε βοηθός του Τζοφ στη Γιουβέντους, έως τις 3 Σεπτεμβρίου του 1989. Εκείνο το βροχερό απομεσήμερο, ο Γκαετάνο Σιρέα, ο λατρεμένος «Γκάι», άφηνε την τελευταία του πνοή σε ένα πολωνικό αυτοκινητόδρομο, στα 36 του μόλις χρόνια, παγιδευμένος στο φλεγόμενο FIAT 125 στο οποίο επέβαινε. Ο Γκαετάνο είχε μεταβεί στην Πολωνία για να κατασκοπεύσει τη Γκόρνικ, αντίπαλο τότε της Γιούβε στο κύπελλο UEFA! Ήθελε να γυρίσει πίσω στην οικογένειά του. Κάπου όμως στον δρόμο μεταξύ Βαρσοβίας και Κρακοβίας ο οδηγός του ΦΙΑΤ (τι άλλο) στο οποίο ήταν ο Σιρέα δοκίμασε μια επικίνδυνη προσπέραση, το αυτοκίνητο συγκρούστηκε με ένα φορτηγάκι που μετέφερε δοχεία με αέριο. Η έκρηξη έγινε, ο Σιρέα βρήκε τραγικό θάνατο παγιδευμένος στο αυτοκίνητο! Η μοίρα το έφερε να ξεψυχήσει σε αποστολή για την αγαπημένη του ομάδα, η οποία, θα λέγαμε, ως φόρο τιμής, κατέκτησε το κύπελλο UEFA εκείνης της χρονιάς.



Έφυγε και έτσι άφησε πίσω του πρώτα απ’ όλα την αγαπημένη του οικογένεια, τη Γιούβε που τον λάτρεψε και τη λάτρεψε, τον παλιό συμπαίκτη, συνεργάτη και αδελφό του Ντίνο Τζοφ. Άφησε πίσω του, όμως, και όλους τους αναρίθμητους οπαδούς του ποδοσφαίρου που τον αγαπήσαμε, τον θαυμάσαμε και εμπνευσθήκαμε από το ανάστημά του. Μας άφησε μια κληρονομιά αναμνήσεων που δεν θα ξεχασθούν ποτέ. Το κενό που άφησε, είναι τεράστιο τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο και ως άνθρωπος!


Και μπορεί, όπως είπαμε στην αρχή, τη δόξα να την παίρνουν οι επιθετικοί, αλλά στην Ιταλία,  που η άμυνα είναι τέχνη, όπως η πίτσα και το καμάκι στα στενά της Ρώμης, ο Γκαετάνο Σιρέα ζει ακόμα και έκτοτε ο Σιρέα τιμήθηκε με ποικίλους τρόπους! Το όνομά του δόθηκε σε κερκίδα του παλιού σταδίου Ντέλε Άλπι, αλλά και του νέου γηπέδου της Γιουβέντους που χτίστηκε στη θέση του, στο δημοτικό στάδιο του γενέθλιου τόπου του, σε ένα πολυαθλητικό κέντρο, σε μια πλατεία στη Ρέτζο Καλάμπρια, σε τουρνουά Νέων στη Ματέρα που διεξάγεται ως και σήμερα.  Πολλοί σύνδεσμοι οπαδών της Γιουβέντους, πήραν το όνομά του-ακόμα και στα Τίρανα (!), οι οπαδοί υψώνουν λάβαρα και τραγουδούν τραγούδια με το όνομά του και τέλος, ο Δήμος του Τορίνο,  στις 12 Μαΐου του 2008, έδωσε το όνομά του σε μια από τους οδούς που οδηγούν στο Ντέλε Άλπι, τότε, «Στάδιο της Γιουβέντους» σήμερα.


Η πιο σημαντική διάκριση όμως, ήλθε όταν ο επόμενος τεράστιος αρχηγός της Γιουβέντους, ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο, τον πέρασε στις συμμετοχές! Σήκωσε στον αέρα του Τορίνο την φανέλα με το № 6, δηλώνοντας ότι το ρεκόρ έχει σημασία γι’ αυτόν, μόνο και μόνο επειδή τον συνδέει με τον τεράστιο Γκαετάνο Σιρέα!

Έτσι άρμοζε και άξιζε στον παντοτινό αρχηγό της «Γηραιάς Κυρίας»!



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα


  • 1970–1972: Atalanta Bergamasca Calcio

Επαγγελματική καριέρα


  • 1972–1974: Atalanta Bergamasca Calcio, 58 (1)
  • 1974–1988: Juventus Football Club, 377 (24)
Σύνολο καριέρας: 435 (25)

Διεθνής

  • 1975–1986: Ιταλία, 78 (2)

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με τη Juventus
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 7 (1974/75, 1976/77, 1977/78, 1980/81, 1981/82, 1983/84, 1985/86)
  • Κύπελλο Ιταλίας: 2 (1978/79, 1982/83)
  • Κύπελλο UEFA: 1976/77
  • Κύπελλο Κυπελλούχων: 1983/84
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1984/85
  • Ευρωπαϊκό  Super Cup: 1984
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1985

Διεθνείς

Με την Ιταλία
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 1982 και 4η θέση το 1978
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 4η θέση το 1980

Προσωπικές Διακρίσεις

  • Μέλος του Hall of Fame του Ιταλικού Ποδοσφαίρου: 2011
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1980