Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Λάγιος Ντέταρι: (Λ)άγιος ο Θεός, (Λ)άγιος Ισχυρός ...

Ο Ούγγρος κεντρικός, σε ρόλο οργανωτικού, μέσος Λάγιος Ντέταρι (Lajos Détári), γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1963, στη Βουδαπέστη. Στην ακμή της καριέρας του, την δεκαετία 1984-1994, υπήρξε ένας αξιοσέβαστος παίκτης σε ολόκληρη την Ευρώπη, κερδίζοντας τον τίτλο του «Παίκτης της Χρονιάς» στην Ουγγαρία, την Ελλάδα και την Ελβετία. Από το 1984, σκόραρε 13 γκολ σε 61 διεθνείς εμφανίσεις για τη χώρα του μέχρι το 1994. Συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό, σκοράροντας ένα γκολ στη νίκη με 2-0 επί του Καναδά, τέρμα που εξακολουθεί να παραμένει το τελευταίο που έχει σκοράρει η ουγγρική εθνική ομάδα σε τελική Φάση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Το 1987, μεταγράφηκε από τη Χόνβεντ Βουδαπέστης στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης, σκοράροντας το μοναδικό τέρμα στον τελικό του γερμανικού Κυπέλλου του 1988, εναντίον της Μπόχουμ, τον τελευταίο οποιονδήποτε τίτλο της Άιντραχτ μέχρι σήμερα.


Κατά την έναρξη της επόμενης περιόδου, έκανε μεταγραφή για το παγκόσμιο ρεκόρ των £ 6 εκατομμυρίων στερλινών, για τον Ολυμπιακό Πειραιώς, φτάνοντας στην Ελλάδα σε μια θυελλώδη υποδοχή από τους οπαδούς της ομάδας του Πειραιά. Δυστυχώς, δεν δικαιολόγησε τις προσδοκίες του Ολυμπιακού και τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την απόκτηση του, φεύγοντας μετά από μόλις δύο χρόνια, εν μέσω του σκανδάλου που αφορούσε τον -τότε- ιδιοκτήτη του Ολυμπιακού, Γιώργο Κοσκωτά. Παρόλα αυτά, σε αυτά τα δύο χρόνια σκόραρε 35 γκολ σε 60 παιχνίδια πρωταθλήματος, πολλά από αυτά από στημένες φάσεις, που ήταν η ειδικότητά του. Μετά την αποχώρηση από την Ελλάδα, έπαιξε για αρκετούς συλλόγους, όπως τη Μπολόνια και την  Ανκόνα στην Ιταλία, τη Νεσατέλ Ξαμάξ στην Ελβετία και τη Σεντ Πόλτεν στην Αυστρία.


Ξεκίνησε να παίζει μπάλα απ' τα 9 του χρόνια στην τοπική FC Aszfaltutepitoe της Βουδαπέστης, απ' όπου μεταπήδησε μόλις ένα χρόνο αργότερα στη μεγάλη ομάδα της Βουδαπέστης, τη Χόνβεντ. Ο μικρός Λάγιος έμεινε για 7 χρόνια στις ακαδημίες της Χόνβεντ και με τη συμπλήρωση του 17ου  έτους του προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα. Στη Χόνβεντ, έμεινε άλλη μια επταετία (1980-1987) και "μέτρησε" 134 συμμετοχές και 72 γκολ, επίδοση πραγματικά αξιοζήλευτη αν αναλογιστεί κανείς ότι αγωνιζόταν ως "δεκάρι", στη μεσαία γραμμή δηλαδή. Το 1984 είχε κάνει και το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα της Ουγγαρίας και το 1986 συμμετείχε με την εθνική στο Μουντιάλ του Μεξικού. Η Ουγγαρία δεν πέρασε στην επόμενη φάση, αλλά ο Ντέταρι σκόραρε μια φορά στο 2-0 της Ουγγαρίας επί του Καναδά, όπου έπαιζε ένας άλλος παίκτης που φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού, ο Ιγκόρ Βράμπλιτς (Igor Vrablic).


Στα τέλη του 1987 ο Ντέταρι έχει κερδίσει τρία πρωταθλήματα Ουγγαρίας (1984, 1985, 1986) και ένα κύπελλο (1985), ενώ κέρδισε και τρείς συνεχόμενες χρονιές τον τίτλο του πρώτου σκόρερ (1985, 1986, 1987) με 18, 27 και 19 γκολ αντίστοιχα. Τα κατορθώματα του δεν πέρασαν απαρατήρητα και το καλοκαίρι του 1987, αντί 2.000.000 δολαρίων, ο Ντέταρι πηγαίνει στη Γερμανία για λογαριασμό της Άϊντραχτ Φρανκφούρτης. Η μεταγραφή του πέρασε στην ιστορία ως μια απ' τις μεγαλύτερες που έχουν γίνει ποτέ στο Γερμανικό ποδόσφαιρο. Στη Γερμανία θα μείνει μόλις μία σεζόν (1987/88), θα πετύχει 11 γκολ σε 33 συμμετοχές και θα κερδίσει το κύπελλο Γερμανίας (σκοράροντας μάλιστα στον τελικό ενάντια στη Μπόχουμ), ενώ ψηφίστηκε και ως ο καλύτερος ξένος του Γερμανικού πρωταθλήματος.


Το καλοκαίρι του 1988 φυσικά ο 25χρονος Μαγυάρος αποτελούσε το "μήλον της έριδος" για μεγάλους συλλόγους της Ευρώπης. Μπάγερν, Ίντερ, Ρεάλ, Γιουβέντους και ένα σωρό άλλοι σύλλογοι ενδιαφέρονταν να εντάξουν τον Ούγγρο μαέστρο στο δυναμικό τους. Ειδικά η Γιουβέντους ήταν συνεχώς μέσα στο παιχνίδι της μεταγραφής του, αφού ο - τότε- ιθύνων νους, Τζιανπιέρο Μπονιμπέρτι (Giampiero Boniperti), τον αποκαλούσε "ξανθό Πλατινί" και τον ήθελε όσο τίποτα στην ομάδα του». Ο Γιώργος Κοσκωτάς έδωσε για χάρη του 1.100.000.000 (ένα δισεκατομμύριο εκατό εκατομμύρια δραχμές) κερδίζοντας τον... πλειστηριασμό που χωρίς υπερβολή είχε συγκλονίσει για έναν ολόκληρο μήνα τη μισή Ευρώπη και τον έφερε στον Πειραιά. Το συνολικό κόστος της μεταγραφής, έφτασε το εξωπραγματικό ποσό των 8.700.000 ευρώ (κοντά στα 3 δισεκατομμύρια ελληνικών δραχμών),  ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη.


Χαρακτηριστικό του ύψους της πρότασης για την εποχή αποτελεί το γεγονός πως για λίγο καιρό η μεταγραφή του Ντέταρι στον Ολυμπιακό αποτελούσε την δεύτερη ακριβότερη μεταγραφή στον κόσμο πίσω από αυτή του Ντιέγκο Μαραντόνα από τη Μπαρτσελόνα στη Νάπολι έναντι 13.000.000 ευρώ!. Το τι έγινε για χάρη του όταν ανακοινώθηκε ότι θα παρουσιαστεί στο δημαρχείο του Πειραιά, δε περιγράφεται. Χιλιάδες κόσμος κατέκλυσε κάθε στενό του Πειραιά για να δει τη μεγαλύτερη μεταγραφή που είχε γίνει ποτέ στο Ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Ντέταρι λέει "Θρύλε Θεέ μου, Ολυμπιακέ μου" από μικροφώνου και ο Πειραιάς σείεται...


Μεγάλη πάστα ποδοσφαιριστή ο Ούγγρος, με ότι συνεπάγεται αυτό, θετικό ή αρνητικό. Απίστευτη τεχνική κατάρτιση, τρομερό κοντρόλ της μπάλας, πόδια-δυναμίτες (το "καλό" του ήταν το δεξί, αλλά είχε και ένα αριστερό πόδι, σκέτο φαρμάκι) και ντρίμπλα που θα έκανε ακόμα και τον μεγαλύτερο βιρτουόζο να κοκκινίσει από ντροπή. Όσο για τη σπεσιαλιτέ του; Οι στημένες φάσεις. Ο Ντέταρι ευστόχησε σε όλα τα πέναλτι που εκτέλεσε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, τα "γεμίσματα" του με φάουλ από πλάγια ή από κόρνερ ήταν "θάνατος", ενώ οι εκτελέσεις φάουλ, όταν ο Ντέταρι είχε στόχο το τέρμα ήταν σαν... πέναλτι. Το γκολ-φάουλ του Ντέταρι που' χει μείνει χαραγμένο στη μνήμη των «γαύρων», ήταν σ' εκείνο τον αγώνα για το κύπελλο UEFA με τους Αυστριακούς της First Vienna! Ήταν εκείνο το ματς, που οι Αυστριακοί είχαν χαζέψει κυριολεκτικά απ' τα εκατοντάδες (χωρίς υπερβολή) καπνογόνα που' χαν ανάψει στην "Θύρα 7", είχαν διακόψει την προθέρμανση τους και είχαν στραφεί προς τη μεριά της εξέδρας, χαζεύοντας το θέαμα, στις 02 Νοεμβρίου του 1989. Ήταν λίγο μετά το 50ο  λεπτό, όταν ο Ολυμπιακός είχε κερδίσει φάουλ προς την πλευρά της παλιάς "Θύρας 14". Όλοι περίμεναν τεχνική εκτέλεση απ' τον Ντέταρι με φάλτσα κλπ. Ο Λάγιος όμως παίρνει φόρα, ρίχνει ένα "τούβλο" με το δεξί και καρφώνει τη μπάλα στη γωνία του Αυστριακού τερματοφύλακα και το Καραϊσκάκη έγινε... Ρίο.


Ο Ντέταρι ήρθε σε μια δύσκολη - δυστυχώς γι' αυτόν, και για τον Ολυμπιακό - περίοδο. Με το που έφτασε στου Ρέντη, συνάντησε τον Γιάτσεκ Γκμοχ (Jacek Wojciech Gmoch), έναν προπονητή που είχε μάθει ότι αποτελέσματα φέρνει μόνο η πολύ σκληρή προπόνηση και λιγότερο η τεχνική κατάρτιση. Η σχέση μεταξύ τους άρχισε να "τσακίζει", όταν ο Ντέταρι ζήτησε να μην αγωνιστεί στο προγραμματισμένο φιλικό με την Άϊντραχτ στα πλαίσια της μεταγραφής του, καθώς είχε έναν τραυματισμό που τον ταλαιπωρούσε απ' τη Γερμανία και ήθελε να αποθεραπευθεί. Ο Γκμοχ όμως, για να ευχαριστήσει τον κόσμο που μαζεύτηκε μέσα στο κατακαλόκαιρο (μέσα Αυγούστου και 70.000 κόσμος στο ΟΑΚΑ για ένα φιλικό) αλλά και τον πρόεδρο, έβαλε κανονικά το Ντέταρι με αποτέλεσμα το τραύμα του Ούγγρου να υποτροπιάσει και να χάσει σχεδόν τη μισή προετοιμασία. Ο Ντέταρι μουρμούριζε σε κάθε ευκαιρία για την απόφαση αυτή του Γκμοχ που είχε ως αποτέλεσμα να μη ξεκινήσει τη σεζόν όπως θα' θελε. Πάντως, για την ιστορία, ο Ολυμπιακός κέρδισε εκείνο το παιχνίδι με 1-0 με γκολ του Τάσου Μητρόπουλου, έπειτα από μπαλιά ακριβείας 40-50 μέτρων του Ντέταρι.


Ο Ούγγρος άσος άνοιξε το λογαριασμό του στην Ελλάδα στις 13 Νοεμβρίου του 1988, στο νικηφόρο 4-0 επί του Άρη (πέτυχε το 2-0). Το δεύτερο εν Ελλάδι γκολ του Ντέταρι όμως, ήταν πραγματικό αριστούργημα. Στις 20 Νοεμβρίου του 1988, στο Καραϊσκάκη, Εθνικός - Ολυμπιακός. Ο Ολυμπιακός απ' το 54ο  λεπτό προηγείται με 2-0, με γκολ των Μητρόπουλου - Ηλία Σαββίδη. Λίγο πριν τη λήξη του αγώνα, στο 88ο  λεπτό, ο Ντέταρι πήρε τη μπάλα μέσα στην περιοχή, έφτασε μπροστά στον γκολκίπερ του Εθνικού, Δημήτρη Δοξάκη, τον "χόρεψε" (τον ντρίμπλαρε 2 φορές) και πέτυχε ένα γκολ για σήμα αθλητικής εκπομπής. Ο Ντέταρι "κέρασε" στη συνέχεια το Διαγόρα Ρόδου (2 γκολ), την ΑΕΚ και τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, πριν φτάσουμε στις αρχές Μαρτίου και γίνει το μεγάλο "μπαμ".


Έχει ξεσπάσει το σκάνδαλο Κοσκωτά και στα διοικητικά του Ολυμπιακού γίνεται χαμός. Ο Γκμοχ είχε καταφέρει να τσακωθεί άπειρες φορές με το συγχωρεμένο, Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες (Juan Gilberto Funes Baldovino) και ο Αργεντινός έφυγε απ' την ομάδα στα τέλη του Ιανουαρίου, μετά το γκολ που πέτυχε επί του Απόλλωνα Αθηνών. Ο Ντέταρι που είχε συχνά κόντρες μαζί του τόσο για τις ιδέες του στην προπόνηση όσο και για την τακτική του, τσακώθηκε (άγρια) με το Γκμόχ, όταν παραμονές του ντέρμπι της 22ης  αγωνιστικής με τον Παναθηναϊκό κατηγόρησε τον Πολωνό προπονητή ότι επίτηδες πήγε την ομάδα σ’ ένα εστιατόριο στο οποίο η ορχήστρα έπαιζε τα τραγούδια του Σοβιετικού στρατού. Ο Ντέταρι δηλώνει στο Σαλιαρέλη πως ο Γκμοχ το έκανε επίτηδες για τα τον προσβάλλει και να τον προκαλέσει, καθώς γνώριζε πως δεν τρέφει τα καλύτερα συναισθήματα για τον κομμουνισμό. Το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό θα τελειώσει 1-1 με γκολ των Μητρόπουλου και Δημήτρη Σαραβάκου και ο κόσμος δυσανασχετεί.


Ο Ντέταρι βρίσκει ευκαιρία και θέτει το δίλημμα : "Ή αυτός, ή εγώ" λέει, ο κόσμος του Ολυμπιακού που δε πολυγούσταρε τον Γκμοχ λόγω Παναθηναϊκού παρελθόντος αλλά και της κόντρας με τους αγαπημένους Φούνες και Ντέταρι παίρνει το μέρος το και ο Πολωνός προπονητής παίρνει πόδι απ' τον Ολυμπιακό, αφήνοντας τη σκυτάλη στο Γιάννη Γούναρη. Ο Ντέταρι υπόσχεται στο Σαλιαρέλη οτι θα πάρει μόνος του το πρωτάθλημα και παραλίγο να τα καταφέρει : Οπλίζει και αρχίζει να πυροβολεί : 1 γκολ στον Εθνικό, άλλο 1 στο Λεβαδειακό, 4 στον Ολυμπιακό Βόλου και άλλο 1 στο Διαγόρα Ρόδου. Ο Ολυμπιακός όμως, είχε "γκελάρει" σε τρία "δικά του" παιχνίδια (0-0 με Άρη, 2-2 με Εθνικό, 0-0 με Δόξα Δράμας), με αποτέλεσμα η ΑΕΚ να έχει το προβάδισμα για τον τίτλο. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Ολυμπιακός είχε την ευκαιρία με νίκη να σκαρφαλώσει και πάλι στην πρώτη θέση. Στις 07 Μαΐου 1988, ο Ολυμπιακός επί 82' "πυροβολεί" την ΑΕΚ, αλλά η μπάλα δε μπαίνει μέσα με τίποτα. Ο Τάκης Καραγκιοζόπουλος κάνει το 0-1 στο 83' και ο Ολυμπιακός χάνει τον τίτλο μέσα απ' τα χέρια του. Ο Ντέταρι τελειώνει την πρώτη του σεζόν στην Ελλάδα με 27 συμμετοχές και 15 γκολ.


Τη νέα σεζόν οι εμφανίσεις του Ντέταρι ήταν ανάλογες της διοικητικής κατάστασης στον Ολυμπιακό : Ασταθείς. Μια κρύο, μια ζέστη. Ο κόσμος περίμενε καλό προπονητή και ξενέρωσε απίστευτα στο άκουσμα του ονόματος "Μίλτος Παπαποστόλου". Ο πρώην προπονητής της Εθνικής Ελλάδας και επί σειρά ετών πρόεδρος του συνδέσμου Ελλήνων προπονητών μπορεί να ήταν καλός για ομάδες απ' τη μέση της βαθμολογίας και κάτω, αλλά με μεγέθη όπως Μητρόπουλος - Ντέταρι – Γιώτης Τσαλουχίδης κλπ το μόνο σίγουρο ήταν θα είχε πρόβλημα. Ο κόσμος δε τον πολυσυμπαθούσε κιόλας, λόγω των γνωστών "κίτρινων" αισθημάτων του.


Η "ομερτά" των οπαδών κράτησε λίγο. Στο διάστημα 20/08/1989 - 10/09/1989 ο Ολυμπιακός είχε μία ισοπαλία και τρείς νίκες στη φάση των ομίλων του κυπέλλου Ελλάδας : Μια εμφατική νίκη με 8-0 επί του Ηροδότου, ένα 2-0 επί της Σπάρτης, ένα αγχώδες 4-3 επί της Κορίνθου και μια "λευκή" ισοπαλία (0-0) με την - αγωνιζόμενη τότε στην Γ' Εθνική - Καλλιθέα. Ο κόσμος μουρμούριζε για τη διαχείριση της ομάδας απ' τον Παπαποστόλου, καθώς με Ντέταρι στα χαφ και Αναστόπουλο - Μητρόπουλο μπροστά, περίμενε τουλάχιστον τέτοια ματς να τα "καθαρίζει" χωρίς προβλήματα. Η ομερτά "έσπασε" στις 13 Σεπτεμβρίου του 1989, στον 1ο γύρο του κυπέλλου UEFA. Ο Ολυμπιακός είχε κληρωθεί να αντιμετωπίσει την παντελώς άγνωστη στο Ελληνικό κοινό, Ραντ Βελιγραδίου. Ομάδα μικρομεσαία στο πρωτάθλημα της πάλαι ποτέ ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, από "σπόντα" κατάφερε να πλασαριστεί σε θέση εξόδου στο UEFA. Ο πρώτος αγώνας είχε οριστεί να διεξαχθεί στο FK Rad Stadium, το οποίο ήταν ένα συμπαθητικό γηπεδάκι σαν αυτά που πάνε οι ομάδες στο εξωτερικό και κάνουν προετοιμασία : Γύρω γύρω δέντρα, κόσμος που έβγαζε βόλτα το σκύλο, παιδιά με ποδήλατα και τέτοια. Οι ιδέες και η... έξυπνη τακτική του Παπαποστόλου - ήτοι "όλοι πίσω, να κρατήσουμε το μηδέν", έφερε τον Ολυμπιακό σε δεινή θέση καθώς μέχρι το τελευταίο λεπτό του αγώνα έχανε με 2-0 και έβλεπε ότι αποχαιρετούσε το κύπελλο UEFA και πάλι, από πολύ νωρίς. Το "φιλί της ζωής" ήρθε από το γκολ του Τσαλουχίδη στο 90' που έδωσε ελπίδες για τον επαναληπτικό, αλλά το γυαλί στις σχέσεις οπαδών - Παπαποστόλου είχε ραγίσει.


Η ισοπαλία στις Σέρρες (1-1) με τον Πανσερραϊκό απλά όξυνε την κατάσταση. Ο Γιώτης Τσαλουχίδης ήδη μουρμούριζε για τον παραγκωνισμό του (κολλητού του) Ηλία Ταληκριάδη και τη χρησιμοποίηση του Παναγιώτη Μολακίδη κάτω απ' τα δοκάρια. Κάπου εκεί αναλαμβάνει δράση ο Λάγιος Ντέταρι. Μετά το νικηφόρο 3-0 επί του Ιωνικού στις 24/09/1989 με δικό του χατ-τρικ, ζητάει να δει το Σαλιαρέλη όπου και τον πείθει να απολύσει τον Παπαποστόλου και να προσλάβει στη θέση του τον... πεθερό του, Ίμρε Κόμορα (Imre Komora). Ο Σαλιαρέλης λέει "Ναί" γνωρίζοντας ότι έτσι θα ικανοποιήσει και τη "λαϊκή απαίτηση" και έτσι ο Παπαποστόλου φεύγει απ' τον Ολυμπιακό πριν καλά-καλά κλείσει τρίμηνο... Ο Ντέταρι πάντως σε αυτό το διάστημα, τη δουλειά του την έκανε καλά. Μπορεί να μην έπαιζε στο επίπεδο που μπορούσε, αλλά "έγραφε" : 1 γκολ ενάντια στον Ηρόδοτο, άλλο 1 απέναντι στην Κόρινθο, άλλο 1 απέναντι στη Σπάρτη και χατ-τρικ απέναντι στον Ιωνικό Νικαίας.


Ο Κόμορα, ο νέος προπονητής, παρουσιάστηκε ως πρώην ομοσπονδιακός τεχνικός της Ουγγαρίας. Ήταν κοινό μυστικό πάντως, ότι το κουμάντο στον καταρτισμό της 11άδας το έκανε ο Λάγιος. Η τακτική του Κόμορα - με οδηγίες Λάγιος - ήταν : Πολλά (πάάάάρα πολλά) ρεπό καθώς και... προπονητικές επισκέψεις και περίπατοι τις Παρασκευές στις καφετέριες της Γλυφάδας για να... φεύγει το άγχος! Ο Ντέταρι πυροβολούσε κατά βούληση : Ραντ, Ξάνθη (2), Παναθηναϊκός (4), Φιρστ Βιέννα, Λάρισα, Άρης (3), Δόξα Δράμας, Ολυμπιακός Βόλου (4), Εθνικός (3), Ηρακλής (2), ΟΦΗ (3) έπεσαν θύματα του. Η μεγαλύτερη πάντως συμφωνία του Μαγυάρου μαέστρου δόθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1989, στο στάδιο Καραϊσκάκη, στο 4-0 επί του ΠΑΟΚ. Ο Ντέταρι δε σκόραρε, αλλά κυριολεκτικά διεύθυνε μαεστρικά τον Ολυμπιακό και έκανε πράγματα αδιανόητα να τα αντιληφθεί ανθρώπινος νους με τη μπάλα.


Παρά τον παραγωγικό οίστρο του Ντέταρι όμως, στο πρωτάθλημα όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά... 18 νίκες, 9 ισοπαλίες και 7 ήττες σε 34 αγώνες δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε "πορεία πρωταθλητισμού". Πολλές γκέλες με υποδεέστερες ομάδες έφεραν τον Ολυμπιακό πίσω στη βαθμολογία και εκτός μάχης του τίτλου, ενώ η μουρμούρα για τον πεθερό του Ντέταρι - αλλά και για τον ίδιο το Μαγυάρο, απ' τον οποίο περίμεναν πολλά περισσότερα οι οπαδοί της ομάδας - αυξανόταν.


Στις άλλες διοργανώσεις πάντως, ο Ολυμπιακός τα πήγαινε καλά. Στο νεοσυσταθέντα θεσμό του "Κυπέλλου ΕΠΑΕ" (ένα κακέκτυπο του League Cup της Αγγλικής Λίγκας, που έζησε ελάχιστα στην Ελλάδα) έφτασε άνετα μέχρι τον τελικό, ενώ και στο κύπελλο Ελλάδος πήγε "περίπατο" μέχρι τα ημιτελικά. Εκεί, απέκλεισε τον Παναθηναϊκό (2-1 στο Καραϊσκάκη, 1-2 στο ΟΑΚΑ, 3-3 στην παράταση) με το Λάγιος Ντέταρι να "κάνει τα δικά του" και στα δύο παιχνίδια. Ο Ούγγρος είχε πάρει απόφαση να κατακτήσει ένα τρόπαιο οπωσδήποτε. Και το κατάφερε, καθώς στις 17 Μαΐου του 1990, στο Ο.Α.Κ.Α., ο Ολυμπιακός θα κερδίσει με 4-2 τον ΟΦΗ με 2 γκολ του Ντέταρι και άλλα δύο του Τσαλουχίδη και θα αποθεωθεί απ΄ τον κόσμο, που στην απονομή του παίρνει παπούτσια, κάλτσες, φανέλες και τον αφήνει με το... σώβρακο.


Την ημέρα του τελικού, στις εξέδρες του ΟΑΚΑ βρέθηκε ο Όλεγκ Μπλαχίν (Oleh Volodymyrovych Blokhin) που μόλις είχε ξεκινήσει την προπονητική του καριέρα και οι φήμες για αντικατάσταση του Κόμορα φούντωσαν. Οι παίκτες του Ολυμπιακού φροντίζουν να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο ώστε να μη μείνει ο αντιπαθητικός σε πολλούς πεθερός του Ντέταρι στην ομάδα και δέκα ημέρες μετά τον τελικό (27/05/1990), την τελευταία αγωνιστική στο "Καραϊσκάκη" κάνουν το... μεγάλο κόλπο : Προηγούνται με 4-0 του ΟΦΗ στο 50ο  λεπτό και... τραβάνε χειρόφρενο! Στο 51' ο Μαρινάκης έκανε το 4-1, στο 62' ο Χάϊμε Βέρα (Jaime Andrés Vera Rodríguez) το 4-2 αλλά ο ΟΦΗ είχε... σκαλώσει. Η "ομορφιά του ποδοσφαίρου" σημειώθηκε στο τελευταίο πεντάλεπτο, όπου ο Ολυμπιακός έφαγε 3 γκολ: Στο 85' ο Κώστας Μπατσινίλας, στο 86' ο Βέρα και στο 90' ο Στέφανος Βάβουλας ολοκλήρωσαν το σεμινάριο της ΠΑΕ Ολυμπιακός «1000+1 τρόποι για να φάτε τον προπονητή σας». Ο Ολυμπιακός τερμάτισε στην 4η  θέση, πίσω απ' τους Παναθηναϊκό (53β.), ΑΕΚ (50β.) και ΠΑΟΚ (46β.). Ο Σαλιαρέλης ανακοινώνει ότι συμφώνησε με τον Όλεγκ Μπλαχίν που είχε ξεκινήσει την προπονητική του καριέρα ένα χρόνο πριν στην Κύπρο και ενημερώνει δημοσιογράφους και ομάδα ότι ο Σοβιετικός θα είναι ο νέος προπονητής του Ολυμπιακού απ' τη νέα σεζόν.


Η νέα σεζόν ξεκινά με τον Ολυμπιακό να ψάχνει το πρωτάθλημα μετά από την τελευταία στείρα τριετία. Με νέο προπονητή που προκαλούσε δέος και σεβασμό στους περισσότερους - όχι λόγω των προπονητικών του ικανοτήτων, αλλά της τεράστιας κλάσης του και της μεγάλης του καριέρας ως ποδοσφαιριστής - και με ένα ισχυρό ρόστερ, αλλά και τον τίτλο του κυπελλούχου στις αποσκευές του.


Λίγο πριν την έναρξη της προετοιμασίας, γίνεται ένα συμβάν που θα ξεσηκώσει τον κόσμο, που έχει δει ξεκάθαρα ότι ο... "βασιλιάς των ρουμπινιών" Αργύρης Σαλιαρέλης όχι απλά δεν είναι... εμίρης, αλλά μάλλον φέρνει προς το... κακομοίρης. Ο τρόπος που διοικεί την ομάδα, η πλήρης αδυναμία να την «προστατεύσει»,  αλλά και οι συχνές δηλώσεις του ότι... "το ταμείο είναι μείον", έχουν κάνει τους οπαδούς να τον έχουν βάλει "στο μάτι" και να τον κράζουν άσχημα σε κάθε ευκαιρία. Το κράξιμο γίνεται οργή, όταν στην "πρώτη" της ομάδας για τη νέα σεζόν, ενώ ο κόσμος περιμένει να δει και να αποθεώσει το Ντέταρι μαζί με τους άλλους παίκτες του Ολυμπιακού, αίφνης μαθαίνει πως ο παίκτης... πουλήθηκε στη Μπολόνια για να συνεχίσει την καριέρα του στο Καμπιονάτο! Οι εξαγριωμένοι οπαδοί - αλλά και οι απορημένοι δημοσιογράφοι ζητούν το λόγο απ' το Σαλιαρέλη, ο οποίος είπε το αμίμητο «… ο Ντέταρι ζήτησε από... μόνος του να φύγει επειδή είναι Ούγγρος!» Κάγκελο έμειναν οι οπαδοί και οι δημοσιογράφοι και κοίταζαν ο ένας τον άλλο, για να τους αποτελειώσει ο Ανάργυρος! «… ο Ντέταρι δεν ήθελε να μείνει γιατί ο νέος προπονητής είναι Σοβιετικός και οι Σοβιετικοί είχαν σκοτώσει τον παππού του στον πόλεμο» (!!!) Τέζα άπαντες...


Ο Ντέταρι μετακόμισε λοιπόν στη Μπολόνια στην οποία έμεινε για δύο σεζόν (1990-1991, 1991-1992) έχοντας 42 συμμετοχές και 14 γκολ. Το επόμενο καλοκαίρι (1992-1993) πήγε στην Ανκόνα όπου είχε "γεμάτη" σεζόν (32 συμμετοχές / 9 γκολ) και το 1993-1994, σε ηλικία 30 ετών επαναπατρίστηκε για λογαριασμό της Φερεντσβάρος. Οι τραυματισμοί αλλά και οι κόντρες με τους οπαδούς που δε ξεχνούσαν ότι προερχόταν απ' τη μισητή Χόνβεντ δε του επέτρεψαν να παίξει μπάλα (13 συμμετοχές / 1 γκολ) αλλά το όνομα του μέτραγε ακόμα στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο και το καλοκαίρι του 1994 επιστρέφει στο καμπιονάτο για λογαριασμό της Τζένοα. Οι 8 συμμετοχές του δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε και έτσι φεύγει για άλλες πολιτείες. Επόμενος σταθμός του, η Ελβετία.


Στην Ξαμάξ έμεινε ενάμιση χρόνο, μέχρι το Δεκέμβρη του 1996 (35 συμμετοχές / 12 γκολ) οπότε και μεταγράφηκε στην Αυστρία και στη Σεντ Πόλτεν. Έμεινε 2 χρόνια εκεί, πέτυχε 8 γκολ αλλά τα χρόνια βάραιναν τα μαγικά του πόδια και οι 13 μόλις συμμετοχές ήταν φυσικό επακόλουθο. Το 1998 επαναπατρίζεται για λογαριασμό της BVSC Βουδαπέστης (17 συμμετοχές / 8 γκολ) και έκλεισε την καριέρα του σε ηλικία 37 ετών στη Dunakeszi VSE, όπου είχε 17 συμμετοχές και 4 γκολ.

Χρίσθηκε 61 φορές διεθνής, από το 1984 μέχρι και το 1994 και σημείωσε 13 γκολ. Έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, σκοράροντας ένα γκολ στη νίκη με 2-0 επί του Καναδά, τέρμα που εξακολουθεί να παραμένει το τελευταίο που έχει σκοράρει η ουγγρική εθνική ομάδα σε τελική Φάση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Μετά το τέλος της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής, αποφάσισε να συνεχίσει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο αλλά από ένα άλλο πόστο και συγκεκριμένα αυτό του προπονητή. Πρώτος σύλλογος στον οποίο ανέλαβε προπονητής ήταν η Μπίχορ Οράντεα, ομάδα της Ρουμανίας. Από το 2001 και μέχρι το 2005 δούλεψε ως προπονητής στις ουγγρικών Τσέπελ, Χόνβεντ, Σομπάτελι Χάλαντας, Ταταμπάνια, Ντιοσγκιόρι και Νιρεγκιάζα Σπάρτακους με μοναδική εξαίρεση ένα σύντομο πέρασμα από τη Χα Νόι, ομάδα του Βιετνάμ την περίοδο 2002-03. Το 2005 πραγματοποίησε ένα σύντομο πέρασμα από τον πάγκο του Πανσερραϊκού, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Ουγγαρία στην οποία παρέμεινε για τα επόμενα έξι χρόνια. Συγκεκριμένα, διατέλεσε προπονητής των Ούνιον Βουδαπέστης, Φελσοπάκονι, Σοπρόν, Σιόφοκ, Βέσες και Φερεντσβάρος. Το 2006 διετέλεσε βοηθός προπονητή στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ουγγαρίας


PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα
  • 1972/73: FC Aszfaltútépitő Budapest
  • 1973–1980: Budapest Honvéd Futball Club

Επαγγελματική καριέρα
  • 1980–1987: Budapest Honvéd Futball Club, 134 (72)
  • 1987/88: Eintracht Frankfurt, 33 (11)
  • 1988–1990: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς, 55 (33)
  • 1990–1992: Bologna Football Club 1909, 42 (14)
  • 1992/93: Unione Sportiva Ancona 1905, 32 (9)
  • 1993: Ferencvárosi Torna Club, 13 (1)
  • 1993/94: Genoa Cricket and Football Club, 8 (1)
  • 1994: Neuchâtel Xamax FCS, 38 (12)
  • 1996–1998: Sportklub Niederösterreich St. Pölten, 13 (8)
  • 1999: Budapesti Vasutas Sport Club-Zugló 1911, 17, (8)
  • 1999–2000: Dunakeszi VSE, 17 (4)

Σύνολο καριέρας: 402 (173)
Διεθνής
  • 1984–1994: Ουγγαρία, 61 (13)

Προπονητική καριέρα
  • 2000/01: Fotbal Club Bihor Oradea
  • 2001/02: Csepel SC
  • 2002: Budapest Honvéd Futball Club
  • 2002/03: LG- Hanoi Football Club
  • 2003: Szombathelyi Haladás
  • 2004: FC Tatabánya
  • 2004: Diósgyőr-Vasgyári Testgyakorlók Köre
  • 2005: Nyíregyháza Spartacus Football Club
  • 2005: Μουσικός Γυμναστικός Σύλλογος Πανσερραϊκός
  • 2005/06: Unione FC Budapest
  • 2006: Ουγγαρία (βοηθός)
  • 2007: Felsőpakony FC
  • 2007: Football Club Sopron
  • 2008: Bodajk Futball Club Siófok
  • 2009: Bodajk Futball Club Siófok (εφηβική ομάδα)
  • 2009: Vecsési Futball Club
  • 2009/10: FK Tornala
  • 2011/12: Ferencvárosi Torna Club

Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Budapest Honvéd FC
  • Πρωτάθλημα Ουγγαρίας: 3 (1983/84, 1984/85, 1985/86)
  • Κύπελλο Ουγγαρίας: 1984/85

Με την Eintracht Frankfurt
  • Κύπελλο Γερμανίας: 1987/88

Με τον Ολυμπιακό
  • Κύπελλο Ελλάδος: 1989/90

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Πρώτος Σκόρερ Πρωταθλήματος Ουγγαρίας: 3 (1985, 1986, 1987)