Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Νίκος Γιούτσος

Ο Έλληνας μεσοεπιθετικός Νίκος Γιούτσος γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1941 στο Μακροχώρι της Καστοριάς. Παιδί πολιτικών προσφύγων, σε ηλικία 6 ετών βρέθηκε στη Βουδαπέστη, ξεκινώντας το ποδόσφαιρο από την ουγγρική Τσέπελ, απ’ όπου το 1964 τον απέκτησε ο Ολυμπιακός. Δέκα χρόνια αργότερα, τo καλοκαίρι του 1974, αποχώρησε από τον σύλλογο, καθώς δεν ακολούθησε την αποστολή που ταξίδεψε για προετοιμασία στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια αντιπαράθεση με τον τότε προπονητή των «ερυθρολεύκων», τον Λάκη Πετρόπουλο, πριν από τον χαμένο τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος του 1974 με τον ΠΑΟΚ, όταν και είχε αποχωρήσει από το ξενοδοχείο. Την περίοδο 1974/75 αγωνίστηκε με τα χρώματα του συμπολίτη Εθνικού, με τη φανέλα του οποίου αποσύρθηκε από την ενεργό δράση έναν χρόνο αργότερα, στο τέλος της περιόδου 1975/76. Φόρεσε 15 φορές τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας και σημείωσε 6 γκολ.

Παιδί πολιτικών προσφύγων, γεννήθηκε κοντά στη Καστοριά αλλά μεγάλωσε στην Ουγγαρία, αφού σε ηλικία 6 ετών βρέθηκε στη Βουδαπέστη, καθώς οι γονείς του πήγαν εκεί μετά τον Εμφύλιο. Στην Ουγγαρία, ονομαζόταν Μίκλος (σημαίνει Νίκος) Γιούτσοφ. Στα 15 του χρόνια, έπαιζε ποδόσφαιρο στην ελληνική ομάδα Όλυμπος, η οποία αγωνιζόταν στην Α΄ τοπική κατηγορία και δύο χρόνια αργότερα, το 1960, πήρε μεταγραφή στην Τσέπελ.


Το 1964 ήταν πρώτος σκόρερ στο Ουγγρικό πρωτάθλημα με 16 γκολ! Όταν του ζήτησε ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής της Ουγγαρίας, Λάγιος Μπάροτι (Lajos Baroti) να πάρει την υπηκοότητα για να παίξει στην εθνική ομάδα, ο Γιούτσος αρνήθηκε. O γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στη Βουδαπέστη, που ονομαζόταν Παππάς, ήρθε στην Αθήνα για μια χειρουργική επέμβαση και μίλησε για το μεγάλο ταλέντο του ουγγρικού ποδοσφαίρου, στον γιατρό Βασίλη Χατζηγιάννη. Ο γιατρός, ήταν παράγοντας της ΑΕΚ και ο Παπάς του είπε να κινηθεί άμεσα.

Για τον Νίκο Γιούτσο έμαθε τότε και ο εκδότης της εφημερίδας «Φως των Σπορ», Θεόδωρος Νικολαΐδης. Σε συνεργασία με έναν βιομήχανο και παράγοντα του Ολυμπιακού, ήρθαν σε επαφή μαζί του. Διαμεσολαβητής ήταν ο Μανώλης Γλέζος, ο οποίος ανέλαβε την αρχική προσέγγιση με το Ελληνόπουλο. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν και άνθρωπος του Ολυμπιακού έβγαλε διαβατήριο μιας χρήσης (λεσέ πασέ) στον Νίκο Γιούτσο. Η φωτογραφία του διαβατηρίου ήταν κομμένη από ένα δημοσίευμα ουγγρικής εφημερίδας!


Το 1964, στα 24 του χρόνια μεταγράφηκε στον Ολυμπιακό. «ΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΚΑΝΟΝΙ ΤΗΣ ΤΣΕΠΕΛ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ - Ο ΓΙΟΥΤΣΟΦ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ», έγραφε το Φως, τον Γενάρη του 1965! Δεν ήταν εύκολη η μεταγραφή του, γιατί το καθεστώς της χώρας προστάτευε τα ταλέντα του. Κι ο Γιούτσος ήταν ένα από αυτά. Ακόμα κι όταν πείστηκαν οι Ούγγροι, έπρεπε να πεισθούν και οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Εξωτερικών να συμφωνήσουν. Την εποχή εκείνη βλέπετε, 16 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, δεν ήταν εύκολο να περάσεις για Έλληνα κάποιον που λεγόταν «Γιούτσοφ». Ακόμα κι αν ήταν παιδί Ελλήνων προσφύγων. Τελικά τα εμπόδια ξεπεράστηκαν κι η τύχη το ‘φερε ο Γιούτσος που έγινε Γιούτσοφ στην Ουγγαρία και ξανάγινε Γιούτσος στην Ελλάδα,  να φορέσει την ερυθρόλευκη φανέλα.


Όταν ήρθε στην Αθήνα για να παίξει στον Ολυμπιακό, δεν πίστευε στα μάτια του. Μόλις είδε τον εξοπλισμό της προπόνησης, τον ρουχισμό των ποδοσφαιριστών και τον αγωνιστικό χώρο, τα μάζεψε για να γυρίσει πίσω στην Ουγγαρία. Ο 24χρονος Νίκος Γιούτσος πήγε κρυφά και έβγαλε εισιτήριο. Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να ταξιδέψει, λόγω διαβατηρίου! Μετά από ελάχιστο χρονικό διάστημα, καθόταν στον κόκκινο πάγκο ο διάσημος Μαγυάρος, Μάρτον Μπούκοβι (Márton Bukovi ) μαζί με τον βοηθό του, Μίχαλι Λάντος (Mihály Lantos).

Αγωνίστηκε ως μεσοεπιθετικός στον Ολυμπιακό για μια ολόκληρη δεκαετία, από το 1964 έως το 1974. Έκανε το ντεμπούτο του με τα ερυθρόλευκα, στις 10 Ιανουαρίου του 1965, εναντίον του Παναθηναϊκού, στο ισόπαλο 1-1 της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.  Επτά ημέρες αργότερα, στις 17 του Γενάρη, σκόραρε για πρώτη φορά,  στο γήπεδο της Τούμπας, εναντίον του ΠΑΟΚ, σε μια νίκη με 4-0. Το πρώτο του γκολ στο Καραϊσκάκη, το πέτυχε και πάλι επί του ΠΑΟΚ, τον Ιούνιο του 1965, στο επιβλητικό 5-2!


Από τις ιστορικές στιγμές του με την ερυθρόλευκη φανέλα, ήταν η ασίστ στον Γιώργο Σιδέρη για το γκολ της επικράτησης επί του Παναθηναϊκού, στον τελικό του Κυπέλλου, στις 14 Ιουλίου του1965, το γκολ επί του Πανσερραϊκού, στο 90ο  λεπτό, που έφερε τον τίτλο στον Πειραιά μετά από 6 στείρα χρόνια, τον Ιούνιο του 1966, τα 4 γκολ, σε μια νίκη με 4-2 επί της Παναχαϊκής, στις 21 Δεκεμβρίου του 1969, αλλά κυρίως τα τέρματα-πρόκριση (εντός & εκτός) επί της περίφημης Κάλιαρι των Άντζελο Ντομενγκίνι (Angelo Domenghini), Ενρίκο Αλμπερτόζι (Enrico Albertosi) και Τζίτζι  Ρίβα (Luigi "Gigi" Riva), τον Σεπτέμβριο του 1972! Με τον Ολυμπιακό σάρωσε τα πάντα επί ελληνικού εδάφους, κατακτώντας  4 Πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974), αλλά και  4 Κύπελλα (1965, 1968, 1971, 1973) κάνοντας παράλληλα και 2 φορές το νταμπλ!


Την τελευταία του χρονιά, το 1974, έβγαλε μάτια καθώς η ομάδα του τελείωσε με τον αριθμό των 102 τερμάτων ενεργητικό, ενώ ο ίδιος πέτυχε 10, εκ των οποίων ένα από απευθείας εκτέλεση κόρνερ και χατ-τρικ στο αξέχαστο 11-0 επί του Φωστήρα!  Τελευταίο του γκολ με τα ερυθρόλευκα,  ήταν εναντίον του Απόλλωνα, στο 0-4 της Ριζούπολης και τελευταίο του ματς, ήταν και πάλι εκτός έδρας, με την Παναχαϊκή στην Πάτρα, στις 9 Ιουνίου του 1974. Αγωνίστηκε σε συνολικά 499 ματς για τον Ολυμπιακό σε όλες τις διοργανώσεις  και πέτυχε 211 τέρματα.  Είναι 5ος  σκόρερ στην ιστορία του Ολυμπιακού στην Α’ Εθνική, με 100 γκολ, πίσω από τους Γιώργο Σιδέρη, Νίκο Αναστόπουλο, Αλέκο Αλεξανδρή και Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς.


Τo καλοκαίρι του 1974, αποχώρησε από τον σύλλογο, καθώς δεν ακολούθησε την αποστολή του Ολυμπιακού που ταξίδεψε για προετοιμασία στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια αντιπαράθεση με τον τότε προπονητή των «ερυθρολεύκων» Λάκη Πετρόπουλο, πριν από τον χαμένο τελικό κυπέλλου Ελλάδος του 1974 με τον ΠΑΟΚ και είχε αποχωρήσει από το ξενοδοχείο. Την περίοδο αυτή, 1974/75, αγωνίστηκε με τα χρώματα του συμπολίτη Εθνικού, με τη φανέλα του οποίου αποσύρθηκε από την ενεργό δράση έναν χρόνο αργότερα (1975/76), σε ηλικία 34 ετών.

Φόρεσε 15 φορές συνολικά τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας, την πενταετία από το 1965 έως το 1970 και σημείωσε 6 γκολ. Το ντεμπούτο του πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαΐου του 1965, στον εκτός έδρας αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1966.


Είχε ένα πέρασμα ως πρώτος προπονητής του ΟΣΦΠ το διάστημα από τις 16 Σεπτεμβρίου του 1994 έως τις 18 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, διαδεχόμενος τον Νίκο Αλέφαντο, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε ο Τάις Λίμπρεχτς (Thijs Libregts). Ήταν υποψήφιος και εξελέγη με το ψηφοδέλτιο του Παναγιώτη Φασούλα για τις δημαρχιακές εκλογές του 2006. Μάλιστα ο δήμαρχος του παρέδωσε και το νεοσύστατο γήπεδο του Αγίου Διονυσίου προς χρήση, όντας Πρόεδρος του Αθλητικού Οργανισμού.

Το θρυλικό σύνθημα «έμπαινε Γιούτσο, έμπαινε», οφείλεται σε ένα κύριο με το όνομα Νίκος που πούλαγε πασατέμπο και αναψυκτικά στις  κερκίδες στο παλιό Καραϊσκάκη! Είχε το παρατσούκλι «ούζο», μιας και ήταν λάτρης του συγκεκριμένου ποτού! Στην ιστορία έχει μείνει η ατάκα κάποιου φιλάθλου, στο Καραϊσκάκη, όταν άκουσε από τα μεγάφωνα που έλεγαν το σκορ των αγώνων και στο τέλος, συμπλήρωναν το διαφημιστικό « … Ουζο 12. Για όσους ξέρουν από ούζο»!  είπε «Να, ρε, αυτόν που έχει την μπάλα να ρωτήσεις, που ξέρει!»

PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Επαγγελματική καριέρα
  • 1960-1964: Csepel SC                     
  • 1964-1974: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς. 276 (100)
  • 1974-1976: Εθνικός Όμιλος Φιλάθλων Πειραιώς, 43 (2)

Διεθνής
  • 1965-1970: Ελλάδα, 15 (6)

Τίτλοι
Με τον Ολυμπιακό
  • Πρωτάθλημα Ελλάδας: 4 (1966,1967,1973,1974)
  • Κύπελλο Ελλάδας: 4 (1964,1968,1971,1973)