Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Τζιοβάνι Τραπατόνι: Ο Παγίδας

Ο Ιταλός κεντρικός αμυντικός ή και αμυντικός μέσος και αργότερα προπονητής, Τζιοβάνι Τραπατόνι (Giovanni Trapattoni), γεννήθηκε στις 17 Μαρτίου του 1939, στο Κουζάνο Μιλανίνο, κοντά στο Μιλάνο. Μερικές φορές γνωστός ως «Il Trap» (Η Παγίδα), παραφθορά του ονόματός του, θεωρείται ως ο πιο Επιτυχημένος Προπονητής συλλόγων στην ιστορία της ιταλικής Serie Α. Ως ποδοσφαιριστής, πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη συλλογική του καριέρα με τη Μίλαν, κατακτώντας δύο τίτλους της ιταλικής Serie A και δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών, ενώ διεθνώς έπαιξε για την Ιταλία, παίρνοντας μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στη Χιλή. 


Ένας από τα πιο γνωστούς προπονητές στην ιστορία του ποδοσφαίρου (από κοινού με άλλους 5 προπονητές) έχει κερδίσει πρωταθλήματα σε 4 διαφορετικές Ευρωπαϊκές χώρες, έχοντας συνολικά 10 τίτλους Κορυφαίου στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Πορτογαλία και την Αυστρία. Είναι ο μόνος που έχει κερδίσει και τις τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις (Κύπελλα Πρωταθλητριών, Κυπελλούχων και UEFA -το ‘χει κάνει και ο Ούντο Λάτεκ (Udo Lattek), αλλά ο Τραπατόνι το ‘χει με τον ίδιο σύλλογο), ΜΑΖΙ και το Διηπειρωτικό Κύπελλο, όλα με τη Γιουβέντους, κατά την πρώτη του περίοδο στο Τορίνο. Παράλληλα είναι ένας από τους ελάχιστους που έχει κερδίσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το Κύπελλο Κυπελλούχων και το Διηπειρωτικό Κύπελλο τόσο ως παίκτης, όσο και σαν προπονητής. 


Θεωρείται ως ο πιο διάσημος και συνεπής μαθητής του εμβληματικού Ιταλού προπονητή, του Νερέο Ρόκο (Nereo Rocco), έχοντας οδηγήσει την ιταλική εθνική ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004, χωρίς να μπορέσει να επαναλάβει τις συλλογικές επιτυχίες του, αποκλειόμενος πρόωρα και στις δύο διοργανώσεις. Ήταν, μέχρι το 2013, ο προπονητής της εθνικής ομάδας της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, οδηγώντας τους στο Euro του 2012, το πρώτο τους μετά από 24 χρόνια, ενώ αποκλείστηκε από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, με ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο τρόπο από τη Γαλλία.


Ως παίκτης, είχε μια άκρως επιτυχημένη καριέρα, από το 1959 έως το 1971, ολόκληρη με τη Μίλαν. Έκανε ντεμπούτο στη Σέριε A’ στις 24 Ιανουαρίου του 1960, σε μια νίκη με 3-0 επί της ΣΠΑΛ, ενώ το πρώτο του γκολ ήρθε στις 16 Απριλίου του 1961, σε μια νίκη με 2-1 στο «Σαν Σίρο» επί της Ρόμα. Παίζοντας κυρίως ως αμυντικός ή και αμυντικός μέσος, κύρια αποστολή του ήταν να περνά την μπάλα σε πιο δημιουργικούς παίκτες, όπως ο Τζιοβάνι Λοντέτι (Giovanni Lodetti) και ο Τζιάνι Ριβέρα (Gianni Rivera).  Κατέκτησε δύο τίτλους πρωταθλητή (1961/62 και 1967/68), ένα Κύπελλο Ιταλίας (1966/67), 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών (1963 και το 1969), ένα Κύπελλο Κυπελλούχων (το 1968), καθώς επίσης και το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1969 με τους «ροσονέρι» και ήταν από τους διακριθέντες του τελικού του Πρωταθλητριών του 1963 εναντίον της Μπενφίκα, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τον Εουσέμπιο (Eusébio) στο δεύτερο ημίχρονο. Ομοίως, στη νίκη με 4-1 στον αντίστοιχο τελικό του 1969 εναντίον του Άγιαξ, επαινέθηκε για την ικανότητά του στην εξουδετέρωση του ανερχόμενου -τότε- Ολλανδού αστέρα Γιόχαν Κρόιφ (Johann Cruyff). 


Την περίοδο 1971/72, μετά από 14 σεζόν, έχοντας συμμετάσχει σε 274 αγώνες πρωταθλήματος και 351 συνολικά (στη 17η θέση στην κατάταξη Όλων των Εποχών για τη Μίλαν), έχοντας παράλληλα σημειώσει 6 γκολ, ένα από τα οποία στον πρώτο αγώνα του Διηπειρωτικού Κυπέλλου του 1963 εναντίον της Σάντος, μεταγράφηκε στην Βαρέζε, όπου μετά από μια επιτυχημένη σεζόν, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Αγωνίστηκε σε 17 αγώνες για την «σκουάντρα ατζούρα», σημειώνοντας ένα γκολ.  Ήταν βασικό μέλος, κυρίως ως κεντρικός αμυντικός, της ιταλικής εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στην Χιλή, ενώ μνημονεύεται για μια εμφάνισή του σ’ έναν αγώνα εναντίον της Βραζιλίας, στο «Σαν Σίρο» του Μιλάνου, στις 12 Μαΐου του 1963, όπου κατάφερε να περιορίσει εντελώς τον Πελέ, αναγκάζοντάς τον να ζητήσει αλλαγή μόλις στο 26ο λεπτό. Η Ιταλία τελικά κέρδισε τον αγώνα 3-0.


Δύο χρόνια αργότερα αφ’ ότου αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ξεκίνησε την άκρως επιτυχημένη καριέρα του ως προπονητής, αναλαμβάνοντας την ομάδα Νέων της Μίλαν. Ανέλαβε υπηρεσιακός προπονητής της από τις 9 Απριλίου έως τις 30 Ιουνίου του 1974 και ο πρώτος του αγώνας ήταν ο πρώτος ημιτελικός του Κυπέλλου Κυπελλούχων εναντίον της Μπορούσια του Μένχενγκλαντμπαχ, αγώνα που η Μίλαν κέρδισε με 2-0. Έφτασε στον τελικό μετά την ήττα στον επαναληπτικό με 0-1, αλλά εκεί ηττήθηκε με 0-2 από το Μαγδεμβούργο. Παρά την 7η θέση στη Σέριε Α’, ανέλαβε πρώτος προπονητής της ομάδας, το 1975. 


Για μια δεκαετία, από την 1η  Ιουλίου του 1976 μέχρι τις 30 Ιουνίου του 1986, ήταν επικεφαλής του προπονητικού τιμ στη Γιουβέντους, κατακτώντας όλες τις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις (ευρωπαϊκό ρεκόρ) και το Διηπειρωτικό Κύπελλο! Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της 10ετίας, που καθιερώθηκε ως ένας από τους καλύτερους μάνατζερ στην ιστορία του ποδοσφαίρου, σεβαστός στους φιλάθλους και τους δημοσιογράφους σε όλη την Ευρώπη, γνωστός για το συνδυασμό της πειθαρχίας με την απαράμιλλη τακτική γνώση. Αναλυτικά, κατέκτησε έξι τίτλους πρωταθλητή της ιταλικής Σέριε A’ (1976/77, 1977/78, 1980/81, 1981/82, 1983/84, 1985/86) και δύο Κύπελλα Ιταλίας (1978/79 και 1982/83), το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ 1976/77, το Κύπελλο Κυπελλούχων 1983/84, το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ 1984, το Κύπελλο Πρωταθλητριών 1984/85 (στον τελικό του Χέιζελ) και το Διηπειρωτικό Κύπελλο το 1985. Έφτασε ακόμη σ’ έναν τελικό Πρωταθλητριών, το 1982/83, αλλά η Γιουβέντους ηττήθηκε από το Αμβούργο στον τελικό της Αθήνας. 


Από την 1η  Ιουλίου του 1986 μέχρι τις 30 Ιουνίου του 1991, ήταν προπονητής στην Ίντερ του Μιλάνου, κερδίζοντας τον τίτλο του πρωταθλητή στη Σέριε Α’  το 1988/89, ιταλικό Σούπερ Καπ 1989, καθώς επίσης και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ 1990/91. Στη συνέχεια ανέλαβε για δεύτερη φορά τη Γιουβέντους μεταξύ 1991 και 1994, κατακτώντας το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ 1992/93. Στη συνέχεια, το 1994, ανέλαβε προπονητής της Μπάγερν Μονάχου ωστόσο, έφυγε στο τέλος της σεζόν. Ακολούθησε για τη περίοδο 1995/96 η Κάλιαρι, με πρώτο του αγώνα μια ήττα 1-0 από την Ουντινέζε στις 26 Αυγούστου του 1995. Μια ήττα με 4-1 από τη Γιουβέντους, τον Φεβρουάριο του 1996, συνέχεια μιας σειράς κακών αποτελεσμάτων, ήταν και η αιτία που απολύθηκε για πρώτη φορά στην καριέρα του, με την ομάδα στη 13η θέση της βαθμολογίας τη στιγμή της απόλυσης του. 

Επέστρεψε στους Βαυαρούς, τον Ιούλιο του 1996, με τη δεύτερη θητεία του στον μεγάλο γερμανικό σύλλογο να σημαδεύεται από ένα συναισθηματικό ξέσπασμασε σπασμένα γερμανικά, κατά τη διάρκεια μιας αξέχαστης συνέντευξης τύπου, στις 10 Μαρτίου του 1998. Σε μια ομιλία γεμάτη λάθη και ακούσιους νεολογισμούς, με πιο γνωστό το "Ich habe Fertig" (περίπου μεταφραζόμενο ως "Έχω τελειώσει" αντί του "Είμαι τελειωμένος”), επέκρινε τη στάση των Μεχμέτ Σολ (Mehmet Scholl) και Μάριο Μπάσλερ (Mario Basler), λέγοντας χαρακτηριστικά τη φράση «Schwach wie eine Flasche Leer» ("αδύναμοι σαν ένα άδειο μπουκάλι!"), ενώ επιτέθηκε και σε άλλους, συμπεριλαμβανομένου του Τόμας Στρουντζ (Thomas Strunz), του οποίου το επώνυμο στα λομβαρδέζικα, τη μητρική διάλεκτο του Τραπατόνι, είναι περίπου μια βρισιά ισοδύναμο του "μαλάκα" (strontzo) (Το βίντεο είναι με την αγγλική μετάφραση από το επίσημο κανάλι της Μπουντεσλίγκα).


Έφυγε από τη  Μπάγερν στο τέλος της σεζόν 1997/98, έχοντας κατακτήσει το πρωτάθλημα του 1996/97, Κύπελλο Γερμανίας 1997/98 και το γερμανικό Λιγκ Καπ του 1997. Αντικαταστάθηκε από τον Ότμαρ Χίτσφελντ (Ottmar Hitzfeld), ο οποίος οδήγησε τη Μπάγερν στη κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ την επόμενη σεζόν. Οδήγησε την Φιορεντίνα από το 1998 έως το 2000 και υπό την καθοδήγηση του, οι «βιόλα» διεκδίκησαν τον ιταλικό τίτλο της περιόδου 1998/99, αλλά τελείωσαν τη σεζόν στην τρίτη θέση, κερδίζοντας θέση για το Τσάμπιονς Λιγκ, ενώ έφτασε και στον τελικό του ιταλικού Κυπέλλου 1998/99, χάνοντας τον τίτλο από την Πάρμα ύστερα από 2 ισοπαλίες, 1-1 στη Πάρμα και 2-2 στη Φλωρεντία. Η επόμενη χρονιά ήταν απογοητευτική, μόλις 7η στη Σέριε Α’, αλλά τους οδήγησε σε κάποια ιστορικά αποτελέσματα στην Κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση, νικώντας την Άρσεναλ 1-0 στο παλιό Γουέμπλεϊ και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με 2-0 στη Φλωρεντία.


Τον Ιούλιο του 2000, ανέλαβε την εθνική ομάδα της Ιταλίας, μετά την παραίτηση του Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff), οδηγώντας τη ΑΗΤΤΗΤΗ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, στην Κορέα και την Ιαπωνία. H γεμάτη ταλέντο και μεγάλες προσδοκίες «Σκουάντρα Ατζούρα», νίκησε στον πρώτο αγώνα 2-0 τον Ισημερινό, αλλά η πρόκριση δυσκόλεψε όταν οι Ιταλοί ηττήθηκαν 1-2 από την Κροατία στον δεύτερο αγώνα, με μια αμφιλεγόμενη φάση-γκολ του Κριστιάν Βιέρι (Christian Vieri) να σημαδεύει την αναμέτρηση. Προκρίθηκαν ύστερα από την ισοπαλία με το Μέξικο, στον τρίτο αγώνα, με τον Αλεσάντρο ντελ Πιέρο (Alessandro Del Piero) να σκοράρει την ισοφάριση! Στη φάση των 16, η Ιταλία κλήθηκε να αντιμετωπίσει την οικοδέσποινα Νότια Κορέα. Τα όσα έγιναν σε εκείνα τα 120 αγωνιστικά λεπτά δεν έχουν ξεχαστεί στην Ιταλία! Άνοιξαν το σκορ με τον Βιέρι στο 18′ και, παρά τα -τουλάχιστον περίεργα- «σφυρίγματα» του Εκουαδοριανού διαιτητή Μπάιρον Μορένο (Byron Moreno) καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, κρατούσαν την πρόκριση στα χέρια τους μέχρι το 88′ όταν και δέχτηκαν την ισοφάριση μετά από μια ολιγωρία της άμυνας μέσα στην περιοχή. Τα χειρότερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμα. Στην παράταση, πρωταγωνιστής αναδείχθηκε ο διαιτητής, που ακύρωσε πρώτα ένα γκολ των Ιταλών και στη συνέχεια έδειξε δεύτερη κίτρινη στον Φραντσέσκο Τότι (Francesco Totti), θεωρώντας πως προσπάθησε να εκβιάσει πέναλτι. Οι εικόνες των οργισμένων Ιταλών που έχουν περικυκλώσει τον διαιτητή παραμένουν μέχρι και σήμερα από τις πιο χαρακτηριστικές εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η ζημιά ολοκληρώθηκε για την ομάδα του Τραπατόνι τέσσερα λεπτά πριν το τέλος της παράτασης, με το «χρυσό γκολ» γκολ του Αν Γιουνγκ-Χουάν (Ahn Jung-Hwan). Μετά τον αγώνα ο Τραπατόνι ξέσπασε και κατηγόρησε την FIFA για εύνοια στους οικοδεσπότες.


Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004, η Ιταλία πάλι δεν εντυπωσίασε. Ήλθε ισόπαλη τόσο με τη Δανία (0-0) όσο και με τη Σουηδία (1-1), που οδήγησε σε πρόωρο αποκλεισμό παρά το γεγονός ότι ήταν αήττητη στη φάση των ομίλων, νικώντας με 2-1 τη Βουλγαρία. Η Δανία και η Σουηδία ήλθαν ισόπαλες στο τελευταίο παιχνίδι του ομίλου, αποκλείοντας την «Σκουάντρα Ατζούρα», η οποία τερμάτισε στην τρίτη θέση. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 2012, δήλωσε: «Η Σουηδία κατά της Δανίας, θυμάμαι το παιχνίδι! Ξέρετε κάτι;  Ο Γιόχανσον (ο τότε πρόεδρος της UEFA Lennart Johannsson) είχε πει ότι ‘’Αν αυτό το παιχνίδι τελειώνει με ισοπαλία, θα αρχίσει έρευνα’’! Ξέρετε αν έκανε την έρευνα; είμαι ακόμα σε αναμονή για την έρευνα!». Ο Μαρτσέλο Λίπι (Marcello Lippi) αντικατέστησε τον Τραπατόνι στις 15 Ιουλίου του 2004. Στις 5 Ιουλίου του 2004, ονομάστηκε ως νέος προπονητής της Μπενφίκα, την οποία οδήγησε στην κατάκτηση του πορτογαλικού πρωταθλήματος του 2004/05, το πρώτο μετά από 11 χρόνια ανομβρίας, καθώς επίσης και στο τελικό του Κυπέλλου Πορτογαλίας, το οποίο η Μπενφίκα έχασε από την Σετούμπαλ. Παραιτήθηκε στο τέλος της σεζόν, λέγοντας ότι ήθελε να είναι πιο κοντά στην οικογένειά του, στην βόρεια Ιταλία.


Επέστρεψε στη προπονητική και την Μπουντεσλίγκα, αναλαμβάνοντας τον Ιούνιο του 2005, την Στουτγκάρδη. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των 20 παιχνιδιών του στο τιμόνι, η ομάδα είχε άσχημα αποτελέσματα. Οι Δανοί διεθνείς Γιον Νταλ Τόμασον (Jon Dahl Tomasson) και Γέσπερ Γκρόνκγιαερ (Jesper Grønkjær) επέκριναν ανοιχτά τον προπονητή τους, ισχυριζόμενοι ότι φοβόταν να επιτεθεί. Ο Τραπατόνι απάντησε με το να καθηλώσει τους δύο παίκτες στον πάγκο. Με την ατμόσφαιρα στην ομάδα να επιδεινώνεται, απολύθηκε μετά από μόλις επτά μήνες, στις 9 Φεβρουαρίου του 2006, σύμφωνα με πληροφορίες γιατί «… δεν πληρούσε τις φιλοδοξίες του συλλόγου». Αντικαταστάθηκε από τον Άρμιν Βεχ (Armin Veh). 

Τον Μάιο του 2006, η Red-Bull του Σάλτσμπουργκ ανακοίνωσε ότι είχε υπογράψει με τον Τραπατόνι, ως νέο διευθυντή του ποδοσφαιρικού τμήματος, μαζί με έναν από τους πρώην παίκτες του, τον Λόταρ Ματέους (Lothar Matthäus), ως προπονητή. Αρχικά εξέφρασε τις αμφιβολίες του για αυτή την ανακοίνωση, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε υπογράψει καμία σύμβαση. Τρεις μέρες αργότερα, τόσο ο ίδιος όσο και ο Ματέους, υπέγραψαν και έκαναν επίσημα γνωστές τις προσλήψεις τους. Μετά την επιτυχημένη σεζόν τους, μετά τον τίτλο του αυστριακού πρωταθλητή το 2006/07, του πρώτου μετά από 10 χρόνια, το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου αποφάσισε ομόφωνα να απολύσει τον Ματέους, καθιστώντας τον με τον Τόρστεν Φινκ (Thorsten Fink) ως νέο βοηθό του Τραπατόνι.


Στις 11 Φεβρουαρίου του 2008, «συμφώνησε κατ' αρχήν» να αναλάβει προπονητής της εθνικής ομάδας της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (Έιρε), μετά την ολοκλήρωση της σεζόν με τη Red-Bull, την 1η Μαΐου. Ο πρώην Ιρλανδός μέσος Λίαμ Μπρείντι (Liam Brady), μεγάλος αστέρας της Άρσεναλ στα τέλη των 70s, αναμενόταν να είναι μέλος του προπονητικού τιμ του Ιταλού. Αντ’ αυτού, προτιμήθηκε ο Μάρκο Ταρντέλι (Marco Tardelli) ως βοηθός του. Υπενθυμίζεται ότι τον Μπρέιντι τον είχε αποκτήσει από την Άρσεναλ το 1980, όταν ήταν ακόμη προπονητής στη Γιουβέντους για λίγο πάνω από 500.000 λίρες. Η Red-Bull Σάλτσμπουργκ επιβεβαίωσε, στις 13 Φεβρουαρίου του 2008, ότι στο τέλος της σεζόν 2007/08, ο Τραπατόνι θα αποχωρήσει από τον σύλλογο για να αναλάβει ως προπονητής του Έιρε.  Η Μανουέλα Σπινέλι έγινε διερμηνέας του και λόγω της ικανότητάς της να μιλάει εξαιρετικά τόσο ιταλικά και αγγλικά, εξελίχθηκε σε μια οικεία εικόνα μαζί του κατά το μεγαλύτερο μέρος των συνεντεύξεων ως προπονητής των Ιρλανδών. Το πρώτο παιχνίδι του, ήταν ένα φιλικό εναντίον της Σερβίας, στις 24 Μαΐου του 2008, που έληξε ισόπαλο 1-1. Στο δεύτερο του, ένα άλλο φιλικό εναντίον της Κολομβίας  πέντε ημέρες αργότερα, σημείωσε την πρώτη του νίκη με 1-0. 

Η πρώτη ήττα ήρθε σε ένα φιλικό εναντίον της Πολωνίας στις 19 Νοεμβρίου του 2008, με 3-2, στο Croke Park. Επίσης, κατάφερε μια 1-1 εκτός έδρας ισοπαλία εναντίον της πατρίδας του Ιταλίας, Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας του 2006, χάρη σε ένα γκολ από τον Ρόμπι Κιν (Robbie Keane). Τελείωσε τα προκριματικά αήττητος, όντας μόλις ο τρίτος προπονητής της ιρλανδικής ομάδας που κατάφερε κάτι ανάλογο, εξασφαλίζοντας μια θέση στα πλέι-οφ για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010. 

Τον Σεπτέμβριο του 2009, υπέγραψε νέο συμβόλαιο με την Ιρλανδία που θα συνέχιζε ως προπονητής της, μέχρι το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2012. Στον πρώτο αγώνα για τα πλέι-οφ του Παγκοσμίου Κυπέλλου, στο Croke Park, στις 14 Νοεμβρίου του 2009, η Γαλλία κέρδισε 1-0 με ένα γκολ από τον Νικολά Ανελκά (Nicolas Anelka). Στο δεύτερο παιχνίδι, στο Παρίσι, στις 18 Νοεμβρίου του 2009, ένα γκολ από τον Ρόμπι Κιν, έφερε τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα στο 1-1. Στην παράταση, ωστόσο, ένα γκολ από τον Γουίλιαμ Γκαλάς (William Gallas), έφερε τη Γαλλία νικήτρια με 2-1 στο σύνολο. Η τηλεοπτική επανάληψη, απέδειξε ότι ο Τιερί Ανρί (Thierry Henry) είχε χρησιμοποιήσει 2 φορές το χέρι του για να ελέγξει τη μπάλα και ήταν σε θέση οφσάιντ πριν από τη πάσα προς τον Γκαλάς.


Τον Μάιο του 2011, η Ιρλανδία κατέκτησε το «Κύπελλο των 4 Εθνών», μετά από μια νίκη με 1-0 εναντίον της Σκωτίας. Αργότερα εκείνο το έτος,  κατάφερε να προκριθεί στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2012, μετά από ένα συνολικό αποτέλεσμα 5-1 στα play-off εναντίον της Εσθονίας, μια πρόκριση που ουσιαστικά ήταν η βάση για νέο συμβόλαιο δύο ετών από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ιρλανδίας (FAI). Οι Ιρλανδοί αποκλείστηκαν στη φάση των ομίλων του Euro 2012, χάνοντας από την Ισπανία και την Ιταλία. Για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014, υπέστη μια ήττα 1-6 από τη Γερμανία, εντός έδρας, με αρκετούς αναπληρωματικούς στο ρόστερ. Στις 29 Μαΐου του 2013, οι Ιρλανδοί αντιμετώπισαν τους Αγγλους, για πρώτη φορά μετά από δεκαοχτώ χρόνια,  στο Γουέμπλεϊ, σε έναν αγώνα που έληξε 1-1. 

Οι δρόμοι του Τραπατόνι και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας χώρισαν με αμοιβαία συναίνεση, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2013, μετά από μια ήττα από την Αυστρία που τελείωσε οριστικά τις πιθανότητες πρόκρισής τους για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014. Έχει προπονήσει την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Πόλης του Βατικανού (!), που δεν είναι μέλος, ούτε της FIFA ούτε της UEFA. Στον πρώτο αγώνα του, στις 23 Οκτωβρίου του 2010, η πόλη του Βατικανού αντιμετώπισε μια ομάδα της ιταλικής οικονομικής αστυνομίας. Προηγουμένως, στην ηλικία των 71 ετών, είπε ότι «Όταν συνταξιοδοτηθώ, θα ήθελα να γίνω προπονητής του Βατικανού.»


Προέρχεται από την εργατική τάξη και έχασε τον πατέρα του όταν ήταν παιδί. Η αδελφή του είναι καλόγρια και ο ίδιος είναι ένας αφοσιωμένος καθολικός, που παρακολουθεί τακτικά την εκκλησία «Regina Pacis», στη γενέτειρά του, κάθε φορά που είναι στο πατρικό του σπίτι. Με την σύζυγό του από το 1964, Πάολα Μικέλι, έχει αποκτήσει ένα γιο και μία κόρη, τον Αλμπέρτο και την Αλεξάνδρα και είναι παππούς και από τους δυο. Τον Αύγουστο του 2010, εισήχθη σε νοσοκομείο του Δουβλίνου, μία ημέρα πριν το φιλικό της Ιρλανδίας με την Αργεντινή. Αρχικά θεωρήθηκε ότι τα οστρακοειδή που είχε φάει,  ήταν υπεύθυνα για το αίσθημα αδιαθεσίας. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Mater Misericordiae», στο Δουβλίνο, στις 11 Αυγούστου. Φυσικά, δεν ήταν παρόν στο παιχνίδι με την Αργεντινή λόγω της χειρουργικής επέμβασης. Τον Ιανουάριο του 2011, στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, ισχυρίστηκε ότι ήταν στο σπίτι και αναρρώνει από ένα ήπιο εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη, στις 28 Δεκεμβρίου του 2010. Ισχυρίστηκε ότι το επεισόδιο είχε προκαλέσει μερική παράλυση στη δεξιά πλευρά του σώματός του. 


Είναι δημοφιλής στην Ιταλία για τις μνημειώδεις ομιλίες του σε συνεντεύξεις τύπου, αφού χρησιμοποιούσε διάσημα αποσπάσματα εν τη ρύμη του λόγου του. Κατά τη διάρκεια της προπονητικής του καριέρας στο εξωτερικό, η έμφυτη αίσθηση του χιούμορ, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες του στην τοπική γλώσσα, του χάρισαν ένα σημαντικό ποσοστό δημοτικότητας και με τους φιλάθλους αλλά και με τον Τύπο. Είναι γνωστός για το σφύριγμα με τα δύο δάχτυλα που χρησιμοποιεί για να επιστήσει την προσοχή των παικτών του κατά τη διάρκεια των αγώνων. Επίσης, έφερε ένα μπουκάλι αγίασμα κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002, όταν ήταν επικεφαλής της ιταλικής εθνικής ομάδας. Κράτησε την ίδια παράδοση, ενώ ήταν υπεύθυνος της Μπενφίκα!


Είναι ο τέταρτος πολυνίκης προπονητής σε τίτλους διασυλλογικών διοργανώσεων στον κόσμο και ο δεύτερος στην Ευρώπη, με επτά τίτλους σε οκτώ τελικούς, συμπεριλαμβανομένου του Διηπειρωτικού Κυπέλλου. Έχει κερδίσει έξι τίτλους σε επτά τελικούς με την Γιουβέντους. Είναι ένας από τους μόλις πέντε προπονητές, που έχει κερδίσει τίτλο πρωταθλητή σε τέσσερις διαφορετικές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Πορτογαλία, Αυστρία). Οι άλλοι τέσσερεις  είναι ο Κάρλο Αντσελότι (Carlo Ancelotti), ο Ερνστ Χάπελ (Ernst Happel), ο Ζοζέ Μουρίνιο (José Mourinho) και ο Τόμισλαβ Ίβιτς (Tomislav Ivić). Μαζί με τον Ούντο Λάτεκ (Udo Lattek), είναι οι μόνοι προπονητές που έχουν κερδίσει και τους τρεις μεγάλους ευρωπαϊκούς διασυλλογικούς τίτλους και είναι Ο ΜΟΝΟΣ που το έκανε με τον ίδιο σύλλογο! Επίσης, αυτός είναι Ο ΜΟΝΟΣ προπονητής που έχει κερδίσει όλες τις διασυλλογικές διοργανώσεις της UEFA και τον τίτλο Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων, με τη Γιουβέντους. Είναι ένας από τους ελάχιστους που έχει κερδίσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το Κύπελλο Κυπελλούχων και το Διηπειρωτικό Κύπελλο τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής! Επίσης, είναι ο μόνος που έχει κερδίσει τρεις φορές το Κύπελλο UEFA!



PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1953–1959: Associazione Calcio Milan

Επαγγελματική καριέρα


  • 1959–1971: Associazione Calcio Milan, 274 (3)
  • 1971/72: Varese Calcio Società Sportiva Dilettantistica, 10 (0)
Σύνολο καριέρας: 284 (3)

Διεθνής

  • 1960–1964: Ιταλία, 17 (1)

Προπονητική καριέρα


  • 1972–1974: Associazione Calcio Milan (τμήματα υποδομής)
  • 1974: Associazione Calcio Milan (υπηρεσιακός)
  • 1975/76: Associazione Calcio Milan
  • 1976–1986: Juventus Football Club
  • 1986–1991: Football Club Internazionale Milano
  • 1991–1994: Juventus Football Club
  • 1994/95: Fußball-Club Bayern München
  • 1995/96: Cagliari Calcio
  • 1996–1998: Fußball-Club Bayern München
  • 1998–2000: Associazione Calcio Fiorentina
  • 2000–2004: Ιταλία
  • 2004/05: Sport Lisboa e Benfica
  • 2005/06: Verein für Bewegungsspiele Stuttgart 1893
  • 2006–2008: Football Club Red Bull Salzburg
  • 2008–2013: Δημοκρατία της Ιρλανδίας (Έιρε)
  • 2010: Πόλη του Βατικανού

Τίτλοι


Ως ποδοσφαιριστής

Με την Milan
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 2 (1961/62, 1967/68)
  • Κύπελλο Ιταλίας: 1966/67
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: 2 (1963, 1969)
  • Κύπελλο Κυπελλούχων: 1967/68
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1969

Ως προπονητής


Συλλογικοί

Με την Juventus
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 6 (1976/77, 1977/78, 1980/81, 1981/82, 1983/84, 1985/86)
  • Κύπελλο Ιταλίας: 2 (1978/79, 1982/83)
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1984/85
  • Κύπελλο Κυπελλούχων: 1984
  • Κύπελλο UEFA: 1976/77, 1992/93
  • Ευρωπαϊκό Super Cup: 1984
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1985

Με την Inter
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1988/89
  • Σούπερ Καπ Ιταλίας: 1989
  • Κύπελλο UEFA: 1990/91

Με την Bayern Munich
  • Πρωτάθλημα Γερμανίας: 1996/97
  • Κύπελλο Γερμανίας: 1997/98
  • Λιγκ Καπ Γερμανίας: 1997

Με την Benfica
  • Πρωτάθλημα Πορτογαλίας: 2004/05

Με την Red Bull Salzburg
  • Πρωτάθλημα Αυστρίας: 2006/07

Διεθνείς


Με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας
  • Four Nations Cup: 2011

Προσωπικές Διακρίσεις

  • Μέλος του Hall of Fame της A.C. Milan
  • Καλύτερος Προπονητής της Χρονιάς από την Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (Seminatore d'Oro): 1976/77, 1985
  • Ευρωπαίος Προπονητής του Έτους από την Ένωση Ευρωπαίων Αθλητικογράφων (European Football Coach of the Year): 1985, 1991
  • Ευρωπαίος Προπονητής της Σεζόν από την Ένωση Ευρωπαίων Αθλητικογράφων (European Coach of the Season): 1984/85, 1992/93 
  • Βραβείο Καλύτερου Προπονητή της περιφέρειας Τρεντίνο-Άλτο Άντιτζε (Premio l'Allenatore dei Sogni): 1992
  • Ειδικό Βραβείο Καλύτερου Ιταλού Προπονητή της Χρονιάς (Panchina d'Oro): 1997
  • Τιμητική αναγνώριση/Αφιέρωμα της ΟΥΕΦΑ στη Γιουβέντους (μέλος της ομάδας), ως ο πρώτος σύλλογος στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου που κατέκτησε και τις τρεις μεγάλες διασυλλογικές διοργανώσεις της [Κύπελα -Πρωταθλητριών (1984/85), -Κυπελλούχων (1983/84), -ΟΥΕΦΑ/Γιουρόπα Λιγκ (1976/77)] (Champions of Europe plaque): 2006
  • Βραβείο του Πιο Σημαντικού Ιρλανδού Προπονητή της Χρονιάς (Philips Manager of the Year Award): 2012
  • Μέλος του Hall of Fame του ιταλικού ποδοσφαίρου: 2012
  • Στη θέση № 12 των Κορυφαίων 20 Προπονητών Όλων των Εποχών από τους δημοσιογράφους του δικτύου ESPN (ESPN 12th Greatest Manager of All Time): 2013
  • Στη θέση № 19 των Κορυφαίων Προπονητών Όλων των Εποχών από το περιοδικό «Γουόρλντ Σόκερ» (World Soccer 19th Greatest Manager of All Time): 2013
  • Στη θέση № 12 των Κορυφαίων Προπονητών Όλων των Εποχών από το περιοδικό «Φρανς Φουτμπόλ» (France Football 12th Greatest Manager of All Time): 2019