Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Βιτόριο Πότσο: Ο γερο-δάσκαλος που όρισε νέες μεθόδους στα γήπεδα

Ο Ιταλός ποδοσφαιριστής και αργότερα προπονητής Βιτόριο Πότσο (Vittorio Giuseppe Luigi Pozzo), γεννήθηκε στο Τορίνο, στις 2 Μαρτίου του 1886. Έγινε διάσημος για την κατάκτηση με την ιταλική εθνική ομάδα των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1934 και του 1938. Υπό τις οδηγίες του η «σκουάντρα ατζούρα», κατέκτησε επίσης το Χρυσό Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου του 1936 και το Χάλκινο στους Ολυμπιακούς του 1928 στο Άμστερνταμ, αλλά και σε 2 πρώτες θέσεις, το 1930 και το 1935, στο Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης. Επί των ημερών του, η Ιταλία έζησε τις μεγαλύτερες στιγμές της ποδοσφαιρικής της ιστορίας και πέτυχε ένα σπουδαίο σερί μένοντας αήττητη από το Δεκέμβρη του 1934 μέχρι το 1939. Υπήρξε ο εμπνευστής της «Μεθόδου» (Metodo), σύστημα τακτικής το οποίο χάρισε τόσες επιτυχίες στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Είναι ο μόνος προπονητής στην ιστορία του ποδοσφαίρου που έχει κερδίσει δύο Παγκόσμια Κύπελλα.



Προερχόταν από σχετικά ευκατάστατη οικογένεια, μια προσωπικότητα ανήσυχη, ευρυμαθής, με ποικίλα ενδιαφέροντα, στα πρώτα παραγωγικά του χρόνια, ταξίδεψε σε πολλά μέρη.   Φιλομαθής, αυταρχικός και πάντα πρόθυμος για νέες προκλήσεις, ο μετέπειτα «γερο-δάσκαλος» (Il Vecchio Maestro), σπούδασε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, στη στροφή του 20ου αιώνα, όπου και γνώρισε, παρακολουθώντας τις προπονήσεις της, τον άσο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τον Τσάρλι Ρόμπερτς, ο οποίος έπαιζε στη θέση του σέντερ-χαφ. Ο πολυτάλαντος μέσος, αγωνιζόταν σε θέση δημιουργού, κεντρικός μέσος στο σύστημα της πυραμίδας 2-3-5 και όλο το παιχνίδι της Γιουνάιτεντ περνούσε από τα πόδια του. Μαγνητίστηκε από την ομορφιά του ποδοσφαίρου της Γιουνάιτεντ, ενώ αργότερα γνωρίστηκε και με τον αγωνιζόμενο σε θέση μέσα αριστερά επιθετικό της Ντέρμπι Κάουντι, τον θρυλικό Στιβ Μπλούμερ.


Θέλοντας να δοκιμάσει και ο ίδιος την τύχη του, στα 19 του χρόνια, γίνεται μέλος της ελβετικής Γκρασχόπερς, για μία χρονιά και στη συνέχεια, το 1906, επιστρέφει στην Ιταλία και μετέχει στην ίδρυση της Τορίνο, μιας ομάδας η οποία θα μεγαλουργήσει, έως και το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα της 4ης Μαΐου του 1949 και θα μείνει στην ποδοσφαιρική ιστορία ως «Η Μεγάλη Τορίνο» (Il Grande Τorino). Με την Τορίνο αγωνίστηκε από το 1906 έως το 1911, οπότε και σταμάτησε την καριέρα του ως παίκτης.


Σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 25 του χρόνια και ένα χρόνο αργότερα αποδέχεται την πρόταση της ιταλικής ομοσπονδίας να αναλάβει την εθνική ομάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης. Η πρώτη του απόπειρα στην προπονητική ήταν απογοητευτική, αφού στους Αγώνες αυτούς η Ιταλία αποκλείστηκε από τον πρώτο γύρο χάνοντας στον κρίσιμο νοκ άουτ αγώνα με 3-2 από τη Φινλανδία στο Τράνεμπουργκ. Το ματς είχε διαιτητεύσει μια μεγάλη μορφή του αυστριακού και ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ο Ούγκο Μάισλ. Συνεχίζει την προσπάθειά του, αφού μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σουηδίας, ανέλαβε την Τορίνο την οποία κοουτσάρισε στο Καμπιονάτο για μαι 12ετία (1912-1924). Στο διάστημα αυτό, επειδή ο μισθός του δεν ήταν μεγάλος, εργάστηκε παράλληλα ως διοικητικό στέλεχος στην εταιρεία Πιρέλλι. Πολέμησε επίσης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) με τις ιταλικές δυνάμεις στο μέτωπο των Άλπεων εναντίον των Αυστριακών.


Ο Πότσο δεν σταματάει την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο. Η μεγάλη του ευκαιρία ήταν η δεύτερη πρόσκληση που του έγινε από την ιταλική ομοσπονδία το 1929. Μία πρόσκληση που περισσότερο έμοιαζε με πρόκληση, αφού η θέση τού προσφέρθηκε αμισθί! Αυταρχικός και γνωστός αγγλόφιλος, επί των ημερών του καθεστώτος των μελανοχιτώνων του Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini), η αυταρχικότητα του χαρακτήρα του και η γενικότερη πειθαρχία που χαρακτήριζε το καθεστώς αυτό, τού επέτρεψε να έχει τον απόλυτο έλεγχο στους παίκτες του, σε βαθμό που ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλος μετά την πτώση του Φασισμού. Ο Πότσο ποτέ δεν έκρυψε την συμπάθειά του για το φασιστικό καθεστώς, ωστόσο, δεν ήθελε να χρησιμοποιείται το ποδόσφαιρο ως εργαλείο προπαγάνδας. Η προσπάθεια αυτή δεν ήταν πάντα εύκολη, αφού η ανάληψη της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου από την Ιταλία, το 1934, ήταν για τον Μουσολίνι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη διαφήμιση της χώρας, η οποία έπρεπε (πάση θυσία) να κερδίσει και το τρόπαιο.


Ο 42χρονος τεχνικός είχε δώσει ήδη κάποια καλά δείγματα, αφού το 1930 κατέκτησε το Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης, τον πρόδρομο του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, μια διοργάνωση που είχε μορφή Λίγκας με διπλά παιχνίδια εντός και εκτός έδρας, νικώντας στο άκρως σημαντικό τελευταίο παιχνίδι 5-0 τους Ούγγρους μέσα στη Βουδαπέστη, κατατασσόμενος πρώτος με 11 βαθμούς, ένα βαθμό διαφορά από τη δεύτερη ομάδα της κατάταξης. Στην επόμενη διοργάνωση του Κεντρικού Κυπέλλου, οι Ιταλοί έχασαν το τρόπαιο από τη θρυλική ομάδα της Αυστρίας της δεκαετίας του 1930, γνωστή με το παρατσούκλι "Wunderteam" (Βούντερτιμ, "Ομάδα-Θαύμα"), μια ομάδα μέσα στις 5 κορυφαίες Εθνικές Ομάδες όλων των εποχών, του μεγάλου ποδοσφαιριστή Ματίας Ζίντελαρ (Matthias Sindelar) με 2 βαθμούς διαφορά.


Ο Πότσο ήταν το απόλυτο αφεντικό στην ομάδα. Μέγας τακτικιστής, απέδιδε μεγάλη σημασία στην πειθαρχία και την τακτική προσήλωση στο παιχνίδι. Για να αντεπεξέλθει στις μεγάλες απαιτήσεις του Μουντιάλ, έπρεπε να πάρει κάποιες γενναίες αποφάσεις. Μετά την ήττα-αποκλεισμό από την Ισπανία στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930 στην Ουρουγουάη, δεν δίστασε να θέσει εκτός ομάδας θρυλικούς παίκτες με τεράστια επιρροή σε όλα τα επίπεδα, όπως τον αρχηγό της ομάδας Αντόλφο Μπαλοντσιέρι (στράικερ), τον ηγέτη στο χάλκινο μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1928 και στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης το 1930, διεθνή επί δεκαετία και ποδοσφαιριστή με μεγάλη επιρροή στους συμπαίκτες του, στα μέσα και στους φιλάθλους.


Στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1934, μιας και τότε η διοργανώτρια χώρα έδινε προκριματικά, η Ιταλία δεν ξεκίνησε καλά. Η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία τη νίκησαν ενώ η ήττα από την Ουγγαρία αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή χάρις σε ένα χαμένο πέναλτι. Αμέσως ο Πότσο χωρίς να υπολογίσει την κριτική των μέσων περί παλινδρομήσεων, επανέφερε στην ομάδα τον πρώτο σκόρερ της Μπολόνια, τον θρυλικό στράικερ Άντζελο Σκιάβιο (Angelo Schiavio). Στα τέλη δε εκείνων των προκριματικών, με τη δεύτερη ήττα από την Αυστρία μέσα στο Τορίνο με 2-4, τον Φλεβάρη του 1934 και παρά την πρόκριση στο Μουντιάλ, πήρε και δεύτερο κεφάλι, αυτό του αρχηγού, του Ουμπέρτο Καλιγκάρις (Umberto Caligaris), δεξιού αμυντικού στους δυο αμυντικούς του συστήματος 2-3-5. Έπειτα «ιταλοποίησε» όσους σπουδαίους παίκτες είχαν ιταλικές ρίζες και στο τέλος, άλλαξε το αγωνιστικό σύστημα της ομάδας, εφαρμόζοντας την πρωτοποριακή «Μέθοδο».


Τα παιχνίδια ψυχολογίας

Το σύστημα που κυριαρχούσε σχεδόν στα γήπεδα όλου του κόσμου έως τότε ήταν το 2-3-5 (πυραμίδα). Ο Πότσο το μετέτρεψε σε 2-3-2-3, αλλάζοντας τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας και ανοίγοντας νέους ορίζοντες στους προπονητές. Με μεγάλη δυσκολία και αρκετή εύνοια της τύχης (και όχι μόνον) η Ιταλία κατακτά το 1934 το πρώτο της Μουντιάλ, ικανοποιώντας τον Μουσολίνι, ο οποίος είχε μαζέψει στο παλάτι του παίκτες και προπονητή και με κατηγορηματικό τρόπο τους είχε «παραγγείλει» να κερδίσουν το τρόπαιο. H επιτυχία αυτή αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας μιας σπουδαίας ομάδας η οποία κατέκτησε ένα ακόμη Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης (1935) και το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, το 1936.


Ωστόσο, η καταξίωσή της ήρθε δύο χρόνια αργότερα στο Μουντιάλ της Γαλλίας, η οποία υπήρξε και πολιτική αντίπαλος. Στην πατρίδα του τότε προέδρου της FIFA, Ζιλ Ριμέ (Jules Rimet), η ομάδα του Πότσο δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης από κανέναν. Πριν από τον ημιτελικό με τη Βραζιλία στη Μαρσέιγ, ο Ιταλός είχε επιστρατεύσει όλη του την τακτική στον ψυχολογικό τομέα. Είχε μάθει πως οι Βραζιλιάνοι ήταν τόσο σίγουροι για την πρόκρισή τους στον τελικό, που είχαν κλείσει αεροπορικά εισιτήρια προς το Παρίσι. Ο Ιταλός επισκέφθηκε την αποστολή της Βραζιλίας πριν από το παιχνίδι και τους ζήτησε να του πουλήσουν τα εισιτήρια. Εκείνοι τον αντιμετώπισαν με ειρωνεία και του πρόσφεραν μία θέση στο αεροπλάνο για να τους δει στον μεγάλο τελικό. Ο Πότσο μετέφερε όλη την ιστορία στους παίκτες του, οι οποίοι νευρίασαν με τους αλαζόνες Βραζιλιάνους, τους οποίους και νίκησαν με 2-1, σε έναν αγώνα, πάντως, όπου ακόμη παραμένει άλυτο μυστήριο το γεγονός της μη χρησιμοποίησης του μεγάλου αστεριού της Βραζιλίας, Λεονίντας (Leônidas da Silva).


Έντονη προσωπικότητα με απαντήσεις για όλα

Η Ιστορία έγραψε πως η Ιταλία του Βιτόριο Πότσο είχε κερδίσει τα δύο από τα πρώτα τρία Μουντιάλ και μάλιστα έγινε η πρώτη που κατέκτησε το τρόπαιο εκτός έδρας, αφού το 1930 και η Εθνική Ουρουγουάης είχε στεφθεί πρωταθλήτρια κόσμου αγωνιζόμενη στη χώρα της. Αρκετοί από τους παίκτες δεν ήταν ιταλικής εθνικότητας, κάτι που εξόργιζε τους φιλάθλους. Οι Αργεντίνοι Ατόλιο Ντε Μαρία (Attilio Demaría), Λουίς Μόντι (Luis Monti), Ραϊμούντο Όρσι (Raimundo Orsi), Ενρίκε Γκουάιτα (Enrique Guaita) πολιτογραφήθηκαν Ιταλοί, προσφέροντας σημαντικότατες λύσεις πλάι σε παίκτες όπως οι Τζουζέπε Μεάτσα (Giuseppe Meazza) και Άντζελο Σκιάβιο (Angelo Schiavio). Ο Ιταλός είχε έτοιμη την απάντηση, «πατώντας» στο γεγονός πως όλοι τους είχαν ιταλικές ρίζες και υπηρέτησαν στον στρατό. «Αν μπορούν να πεθάνουν για την Ιταλία, τότε μπορούν και να παίξουν γι’  αυτήν», έλεγε, και δεν είχε άδικο, έστω κι αν οι συγκεκριμένοι είχαν αγωνιστεί και με διαφορετικό εθνόσημο στο στήθος.



Ο Πότσο είχε τον τρόπο να επιβάλλεται στους ποδοσφαιριστές του, με τον απόλυτο χαρακτήρα του και την πειθαρχία που επέβαλε. Μάλιστα, μία ακραία θεωρία τον έχει συνδέσει με τον τυφλό, αριστοκρατικό ήρωα Πότσο του θεατρικού έργου «Περιμένοντας τον Γκοντό», του Σάμιουελ Μπέκετ. Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο «γέρο-δάσκαλος» επιχείρησε να παραμείνει στον πάγκο της εθνικής Ιταλίας, αλλά η μέτρια παρουσία στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόσυρσή του σε ηλικία 64 ετών. Παρέμεινε στον χώρο του αθλητισμού μέσω της δημοσιογραφίας από την εφημερίδα «La Stampa». Μάλιστα, «κάλυψε» τους αγώνες της Ιταλίας στο Μουντιάλ του 1950 στη Βραζιλία. Η τελευταία διοργάνωση που είδε ήταν το Εuro 1968 που διεξήχθη στην Ιταλία και οι «Ατζούρι» κατέκτησαν το πρώτο και μοναδικό τρόπαιό τους στη συγκεκριμένη διοργάνωση. Λίγους μήνες μετά, στις 21 Δεκεμβρίου του 1968, απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1905/06: Grasshopper Club Zürich, ? (?)
  • 1906–1911: Torino Football Club, ? (?)

Προπονητική καριέρα

  • 1912: Ιταλία
  • 1912–1922: Torino Football Club
  • 1921: Ιταλία
  • 1924: Ιταλία
  • 1924–1926: Associazione Calcio Milan
  • 1929–1948: Ιταλία

Τίτλοι

Διεθνείς

Με την Ιταλία
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 1934, 1938
  • Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης: 2 (1927-1930, 1930–1935)
  • Ολυμπιακοί Αγώνες: Χρυσό Μετάλλιο -1η θέση  το 1936, στο Βερολίνο

Προσωπικές Διακρίσεις


  • Μέλος του Hall of Fame του Ιταλικού Ποδοσφαίρου: 2011
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr