Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Χρίστο Στόιτσκοφ: Ο Πιστολέρο

Ο Βούλγαρος επιθετικός Χρίστο Στόιτσκοφ (Hristo Stoichkov), γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1966 στο χωριό Γιάσνο Πόλε, κοντά στο Πλόβντιβ (Φιλιππούπολη) της Βουλγαρίας. Υπήρξε ένας ιδιαίτερα  παραγωγικός επιθετικός και θεωρείται ως ένας από τους Καλύτερους Παίκτες της γενιάς του, ενώ  παράλληλα θεωρείται ευρέως ως ο Μεγαλύτερος Βούλγαρος Ποδοσφαιριστής Όλων των Εποχών. Ήταν ο πρώτος επιλαχών για το Βραβείο του Καλύτερου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς από την FIFA το 1992 και το 1994 και τιμήθηκε με το βραβείο της «Χρυσής Μπάλας» το 1994. Το 2004, ονομάστηκε από τον Πελέ στον κατάλογο « FIFA 100» των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 Χρόνια της FIFA.


Σε συλλογικό επίπεδο, πέρασε έξι χρόνια στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας και έγινε ο πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη το 1990, κερδίζοντας το Χρυσό Παπούτσι. Το 1990 εντάχθηκε στην Μπαρτσελόνα, όπου κέρδισε το παρατσούκλι «El Pistolero» και ήταν μέλος της "Dream Team" του Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruyff) που κέρδισε 4 συνεχόμενους ισπανικούς  τίτλους και ένα UEFA Champions League. Κατά την παραμονή του στο σύλλογο σχημάτισε μια θανατηφόρο συνεργασία με τον Βραζιλιάνο στράικερ Ρομάριο (Romário de Souza Faria). Ο Κρόιφ έπαιξε μεγάλο ρόλο στην εξέλιξή του στη Μπαρτσελόνα, όπου γρήγορα έγινε ένας από τους πιο παραγωγικούς επιθετικούς στον κόσμο.


Ήταν μέλος της εθνικής ομάδας της Βουλγαρίας, που τερμάτισε 4η στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, όπου ήταν ο πρώτος σκόρερ του τουρνουά με 6 γκολ, κερδίζοντας το Χρυσό Παπούτσι. Κατετάγη 3ος Καλύτερος Παίκτης στο τουρνουά, μετά τον Ρομάριο και τον Ρομπέρτο Μπάτζιο  (Roberto Baggio), κερδίζοντας τη Χάλκινη Μπάλα. Εκτός από το ποδοσφαιρικό του ταλέντο, διακρίθηκε για την εντός του αγωνιστικού χώρου ψυχραιμία του, όσον αφορά το αγωνιστικό κομμάτι, αλλά και το ατίθασο του χαρακτήρα του τόσο εντός όσο και εκτός των τεσσάρων γραμμών.

Σύμφωνα με τη μητέρα του, Πένκα, ο Ίτσο, όπως τον φωνάζουν χαϊδευτικά οι φίλοι του, είχε από μωρό μια μπάλα στα πόδια του. Ο πατέρας του αγωνιζόταν ερασιτεχνικά στην τοπική Maritsa FC στη θέση του τερματοφύλακα και ο Χρίστο είχε την πρώτη επαφή με το ποδόσφαιρο ως ball boy. Το ταλέντο του φάνηκε πολύ γρήγορα και στα 10 του χρόνια γράφτηκε στις ακαδημίες της Μάριτσα και ξεκίνησε να αγωνίζεται στις μικρές κατηγορίες, πραγματοποιώντας το 1981 το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα, η οποία έπαιζε τότε στη Β' Κατηγορία της Βουλγαρίας.

Την επόμενη σεζόν ο Χρίστο πήρε μεταγραφή στην FC Hebros του Χαρμανλί και δυο χρόνια αργότερα, οι πολύ καλές του εμφανίσεις, είχαν σαν αποτέλεσμα να ενδιαφερθεί για αυτόν η ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Ο μάνατζερ του συλλόγου, Μάνολ Μάναλοφ έκανε τις απαραίτητες κινήσεις και ο Στόιτσκοφ τέθηκε στη διάθεση του Ντίμιταρ Πένεφ, προπονητή τότε των "κόκκινων" με ειδικότητα να αναδεικνύει ταλέντα. Ωστόσο, η μετακίνησή του αυτή παραλίγο να του κοστίσει ακριβά, μιας και στον τελικό του Κυπέλλου Βουλγαρίας το 1985 άφησε τον… εκρηκτικό του χαρακτήρα, λίγο περισσότερο ελεύθερο από ότι έπρεπε, με αποτέλεσμα η εμπλοκή του σε έναν καβγά κατά τη διάρκεια του αγώνα να του κοστίσει έναν ολόκληρο χρόνο τιμωρίας! Η επιστροφή του είναι κάτι παραπάνω από δυναμική. Πετυχαίνει 30 γκολ σε 38 παιχνίδια και βγαίνει πρώτος σκόρερ όχι μόνο στο πρωτάθλημα της Βουλγαρίας αλλά και σε όλη την Ευρώπη.  Άπαντες συμφωνούν . Χαρακτήρας εκρηκτικός και οξύθυμος, όμως «μάγος» με την μπάλα και κυρίως δεινός σκόρερ.  Στην πρώτη του γεμάτη σεζόν με την ΤΣΣΚΑ (1986/87), ο Χρίστο κατέκτησε το νταμπλ και έγινε "εθνικός ήρωας" για τους φίλαθλους της ομάδας. Δυο ακόμα κύπελλα, ένα πρωτάθλημα και ένα νταμπλ (1988/89), έκαναν γνωστό τον Στόιτσκοφ και εκτός συνόρων και αρκετοί σύλλογοι του εξωτερικού άρχισαν να ενδιαφέρονται για την απόκτησή του.


Την εποχή εκείνη ο Στόιτσκοφ είχε συμπαίκτη του έναν ακόμα μεγάλο επιθετικό, τον Λούμπο Πένεφ (Lyuboslav Mladenov Penev). Αμφότεροι ήταν σαφές πως θα μπορούσαν να κάνουν διεθνή καριέρα, όμως τότε ήταν πολύ δύσκολο - έως αδύνατον - για παίκτες του ανατολικού μπλοκ να μπορέσουν να πάρουν μεταγραφή στο εξωτερικό. Ο Πένεφ είχε βέβαια ένα πλεονέκτημα απέναντι στον Χρίστο. Ο Ντίμιταρ Πένεφ, εκτός από προπονητής και θείος του, ήταν και στρατιωτικός (μην ξεχνάμε ότι η ΤΣΣΚΑ ήταν η ομάδα του στρατού), άρα μπορούσε να επηρεάσει τη διοίκηση, όπως και έγινε. Το καλοκαίρι του 1989 ο Λούμπο Πένεφ αναχώρησε από τη Βουλγαρία έναντι ενός εκατομμυρίου δολαρίων και υπέγραψε συμβόλαιο στην ισπανική Βαλένθια.


Αυτή η εξέλιξη έκανε έξαλλο τον Στόιτσκοφ, ο οποίος θεώρησε τον εαυτό του "ριγμένο", όμως ήδη συζητούσε με τον Ισπανό μάνατζερ Χοσέ Μαρία Μινγκέγια, ο οποίος συνεργαζόταν με την Μπαρτσελόνα. Ο Γιόχαν Κρόιφ, τεχνικός τότε των "μπλαουγκράνα", είχε ιδία άποψη για τον Βούλγαρο, αφού την περίοδο1988/89, οι Καταλανοί είχαν αντιμετωπίσει την ΤΣΣΚΑ Σόφιας στον ημιτελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, με τον Στόιτσκοφ να πετυχαίνει και τα τρία γκολ της ομάδας του στα δυο ματς (είχε βγει πρώτος σκόρερ στη διοργάνωση). Ο Μινγκέγια βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τον Ολλανδό για το θέμα του Χρίστο, ενώ από την άλλη, ο Στόιτσκοφ, θέλοντας να πάει οπωσδήποτε στους "μπλαουγκράνα", φρόντισε να κάνει πράγματα και θαύματα στη σεζόν 1989/90, βγαίνοντας πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη με 38 τέρματα (μοιράστηκε το χρυσό παπούτσι με τον Ούγκο Σάντσες).


Τελικά, τον Μάιο του 1990 ξεκίνησαν οι συζητήσεις ανάμεσα στη Μπαρτσελόνα και την ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Όλες οι λεπτομέρειες εκείνης της διαπραγμάτευσης βρίσκονται στο βιβλίο του Μινγκέγια, "Quasi tota la veritat" (Σχεδόν όλη η αλήθεια) και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Αφηγείται ο μάνατζερ ότι όλα ήταν πολύ διαφορετικά από ότι είχαν συνηθίσει. Πάντα τους υποδεχόταν ένας στρατιώτης, κάτι που τελικά δεν ήταν τόσο περίεργο, αφού παντού υπήρχαν συνεχώς στρατιώτες και αστυνομικούς. Μετά ήταν το ζήτημα της γλώσσας. Οι Βούλγαροι δεν μιλούσαν αγγλικά και φώναζαν, κάτι φυσιολογικό για εκείνους, αλλά όχι για τους Καταλανούς. Οι συζητήσεις ήταν χρονοβόρες και κουραστικές, γιατί η άλλη πλευρά δεν είχε καμία σχετική εμπειρία και τα ραντεβού δίνονταν πάντα στις 8 το πρωί!


Συνολικά είχαν γίνει έξι συναντήσεις και κάθε φορά παρευρίσκονταν επτά-οχτώ άτομα τα οποία κανείς δεν ήξερε ποιοι ήταν και για ποιο λόγο ήταν παρόντες. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο πρόεδρος της ΤΣΣΚΑ, Τσολάκοφ, είχε πει στην αντιπροσωπεία της Μπαρτσελόνα, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κλείσει η συμφωνία, αν δεν έπιναν όλοι μαζί! Έτσι λοιπόν, κάθε πρωί στις 8, πριν ξεκινήσουν οι συζητήσεις, οι Βούλγαροι έβαζαν μπροστά στους Καταλανούς, βότκα, ζεστή Κόκα-Κόλα, γιαούρτι και τούρκικο καφέ!!! Η διαδικασία προέβλεπε μια κουταλιά γιαούρτι για να μπει κάτι στο στομάχι, μετά βότκα, μετά λίγη Κόκα Κόλα και τέλος λίγο καφέ για να μη γίνουν ντίρλα. Και πάλι απ' την αρχή, μέχρι να ολοκληρωθεί η συνάντηση! Λέει ο Μινγκέγια στο βιβλίο του, ότι όλοι στην αντιπροσωπεία των "μπλαουγκράνα" που δεν είχαν συνηθίσει να πίνουν σε καθημερινή βάση, έφευγαν από τις συσκέψεις τελείως λιώμα!

Τελικά η μεταγραφή ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1990, με μια πολύ ευνοϊκή συμφωνία για την Μπαρτσελόνα, η οποία έκλεισε στα 4 εκατομμύρια δολάρια (κάτι παραπάνω από 2 εκ. ευρώ), τα οποία συμφωνήθηκε να εισπράξει η ΤΣΣΚΑ σε 4 δόσεις. Έτσι λοιπόν ο Στόιτσκοφ έκανε το όνειρό του πραγματικότητα και ταξίδεψε στην Βαρκελώνη, όπου παρουσιάστηκε από την διοίκηση Νούνιεθ ως το κομμάτι του παζλ που απέμενε για να συμπληρωθεί η Dream Team, αφού ένα χρόνο νωρίτερα είχε αποκτηθεί ο Λάουντρουπ και ήδη βρισκόταν στην ομάδα ο Κούμαν (τότε στην Πριμέρα επιτρέπονταν μόνο 3 ξένοι σε κάθε ομάδα μέσα στον αγωνιστικό χώρο). Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ο Βούλγαρος από τη διοίκηση, ήταν ένα κόκκινο Audi και φυσικά η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε αμέσως.


Το νέο είδωλο της Καταλονίας

Στην πρώτη του σεζόν, ο Στόιτσκοφ πέτυχε 21 τέρματα σε πρωτάθλημα, Κύπελλο και Ευρώπη, κερδίζοντας αμέσως το κοινό του "Καμπ Νόου", που δεν χόρταινε να βλέπει τις επελάσεις και τα γκολ του Βούλγαρου στράικερ με το φοβερό αριστερό του πόδι. Η τρομερή ταχύτητά του σε συνδυασμό με τα πανέξυπνα ξεμαρκαρίσματα και τις ασίστ του Λάουντρουπ, τον έφερναν συνεχώς σε θέση βολής και πολύ γρήγορα οι Καταλανοί φίλαθλοι του χάρισαν το παρατσούκλι "πιστολέρο", κάνοντας να ξεχαστεί το προηγούμενο "στιλέτο", με το οποίο τον φώναζαν οι φίλοι της ΤΣΣΚΑ. Όμως, μαζί με τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες, η Ισπανία έμαθε και τον δύσκολο χαρακτήρα του. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1990, στον πρώτο αγώνα του ισπανικού Σούπερ Καπ, ανάμεσα στη Μπαρτσελόνα και τη Ρεάλ Μαδρίτης, ο διαιτητής Ουρίθαρ Αθπιτάρτε απέβαλλε στο 41' του πρώτου ημιχρόνου τον Γιόχαν Κρόιφ από τον πάγκο των "μπλαουγκράνα".


Ο Στόιτσκοφ πήγε αμέσως στον ρέφερι και ζήτησε εκνευρισμένος εξηγήσεις. Προφανώς δεν ικανοποιήθηκε και πάτησε με τις τάπες τον Ουρίθαρ στο πόδι! Ο διαιτητής απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας, δημιουργήθηκε ένας μικρός χαμός και τελικά ο Βούλγαρος αποβλήθηκε. Στη συνέχεια τιμωρήθηκε με έξι μήνες αποκλεισμό, όμως τελικά η ποινή του μειώθηκε στους δυο μήνες. Ο Στόιτσκοφ ταξίδεψε στην πατρίδα του και έκανε για μερικές εβδομάδες σκι στο Μπόροβετς προκειμένου να ηρεμήσει και να συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να ήταν ένας σταρ παγκόσμιας εμβέλειας, όμως η αντιμετώπισή του στην Ισπανία θα ήταν τελείως διαφορετική από ότι στην ΤΣΣΚΑ, όπου τα καπρίτσια του περνούσαν απαρατήρητα πολύ πιο εύκολα. Βέβαια, οι φίλοι της Μπαρτσελόνα τον συγχώρησαν αμέσως και από τότε μέχρι και σήμερα, η ετικέτα του "antimadridista" ακολουθεί τον Βούλγαρο, ο οποίος στη διάρκεια της παραμονής του στη Βαρκελώνη, πρωταγωνίστησε σε άπειρους τσαμπουκάδες στα clásicos.


Ο Χρίστο κατέκτησε στο πρώτο του πέρασμα από τους "μπλαουγκράνα" (1990-1995) τέσσερα σερί πρωταθλήματα (1991, 1992, 1993 & 1994), δυο ισπανικά Σούπερ Καπ (1992 & 1994) και ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (1992). Όμως η κορυφαία του στιγμή, όπως και της Dream Team, ήταν η κατάκτηση του πρώτου στην ιστορία του καταλανικού συλλόγου, Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Ο Βούλγαρος μπορεί να μην σκόραρε στα πρώτα 6 παιχνίδια εκείνης της διοργάνωσης, όμως στα τελευταία 4 κρίσιμα ματς του ομίλου πέτυχε 4 πολύτιμα γκολ, τα οποία έδωσαν την πρώτη θέση στη Μπαρτσελόνα και ταυτόχρονα το εισιτήριο για τον μεγάλο τελικό. Οι "μπλαουγκράνα" κέρδισαν την Σαμπντόρια στην παράταση με το γκολ-φάουλ του Κούμαν και ανέβηκαν στην κορυφή της Ευρώπης.

Η μεγάλη απογοήτευση της Αθήνας και... το σάρωμα των βραβείων

Στην πενταετία 1990-95, ο Στόιτσκοφ πέτυχε 109 τέρματα σε 212 επίσημες συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις. Μόνο στην πέμπτη του σεζόν είχε λιγότερα από 20 γκολ (18). Παράλληλα οδήγησε την εθνική ομάδα της χώρας του στον ημιτελικό του Μουντιάλ του 1994, σκοράροντας κατά σειρά εναντίον της Ελλάδας (δις), της Αργεντινής, του Μεξικού, της Γερμανίας και της Ιταλίας (πρώτος σκόρερ του τουρνουά με 6 γκολ). Η Βουλγαρία πέτυχε την μεγάλη έκπληξη αποκλείοντας την κάτοχο του τίτλου, Γερμανία και υπέκυψε απέναντι στην Ιταλία, χάνοντας με 2-1. Εκείνη τη σεζόν (1993/94), ο Ίτσο πέτυχε 24 γκολ με την Μπαρτσελόνα, κέρδισε την τέταρτη σερί Λίγκα και απέτυχε μόνο στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στην Αθήνα, εκεί όπου οι "μπλαουγκράνα" ηττήθηκαν κατά κράτος από τη Μίλαν με 4-0.


Στα πρώτα πέντε χρόνια του στην Μπαρτσελόνα, ο Χρίστο Στόιτσκοφ μπορεί να θυμάται αρκετές χαρές. Πήρε πρωταθλήματα, πήρε κύπελλα, πήρε και το Τσάμπιονς Λιγκ του 1992. Όμως το σίγουρο είναι ότι υπάρχει και μία μεγάλη απογοήτευση, την οποία ουδέποτε πρόκειται να ξεχάσει, όσα χρόνια και αν περάσουν. Στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ το 1994, η Μπαρτσελόνα πηγαίνει σαν το μεγάλο φαβορί. Έχει μία ομάδα αστέρων, που μοιάζει να βρίσκεται στην καλύτερη της κατάσταση. Αντίπαλος η Μίλαν. Οι «ροσονέρι» έρχονται ως αουτσάιντερ όμως κερδίζουν με 4-0 την Μπαρτσελόνα, σκορπώντας στεναχώρια και απογοήτευση στην παρέα του Στόιτσκοφ. «Ήταν από τις πιο κακιές βραδιές της ζωής μου» έλεγε χαρακτηριστικά μερικά χρόνια αργότερα.  Η ειρωνεία είναι πως το 1994 ο Βούλγαρος επιθετικός θα σαρώσει τα βραβεία.


Θα πάρει το «χρυσό» παπούτσι, ενώ θα του απονεμηθεί και ο τίτλος του καλύτερου ευρωπαίου ποδοσφαιριστή. Εννοείται πως είναι και μέλος της All Star ομάδας, όπως ψηφίζεται από το κοινό, τους προπονητές και τους αρχηγούς των ομάδων. Το ίδιο καλοκαίρι, παίρνει από το χέρι και την εθνική Βουλγαρίας, η οποία φθάνει στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπως θα αποκλειστεί από την Ιταλία. Μία… τρελή πορεία,  με έναν… «τρελό» να κάνει άνω – κάτω τις αντίπαλες άμυνες. Στο τέλος της χρονιάς πάντως, το France Football τον ψήφισε ως τον κορυφαίο Ευρωπαίο ποδοσφαιριστή και ο Στόιτσκοφ έγινε ο τρίτος παίκτης στην ιστορία της Μπαρτσελόνα (μετά τους Λουίς Σουάρεθ και Γιόχαν Κρόιφ), αλλά και ο μοναδικός Βαλκάνιος μέχρι σήμερα, που βραβεύτηκε με τη Χρυσή Μπάλα. Εκτός από τη Χρυσή Μπάλα, την οποία κέρδισε με μεγάλη διαφορά (210) μπροστά από τους Ιταλούς Ρομπέρτο Μπάτζο (136) και Πάολο Μαλντίνι (109), ο Στόιτσκοφ ήρθε δεύτερος στην ψηφοφορία για τον FIFA World Player of the Year, πίσω από τον συμπαίκτη του, Ρομάριο και κορυφαίος ξένος παίκτης στην Πριμέρα Ντιβισιόν.


Εκείνη ήταν η χρονιά της απόλυτης δόξας για τον Βούλγαρο, όμως τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στον ορίζοντα. Η έλευση του Ρομάριο το καλοκαίρι του 1993 χάλασε την τέλεια ισορροπία της ομάδας και αυτό διότι ο Βραζιλιάνος πήρε την θέση του Λάουντρουπ στην ενδεκάδα, στερώντας δημιουργία στην ομάδα και προκαλώντας την γκρίνια του Δανού. Ο ξενύχτης Ρομάριο έγινε κολλητός με τον Στόιτσκοφ και η σιδερένια πειθαρχία των προηγούμενων ετών μέσα και έξω από τα αποδυτήρια πήγε περίπατο, με αποκορύφωμα την άρνηση των δυο να εμφανιστούν στον αγωνιστικό χώρο του ΟΑΚΑ για να παραλάβουν τα μετάλλια τους μετά τον χαμένο τελικό του 1994.


Ρομάριο και Στόιτσκοφ συνδέθηκαν με δυνατή φιλία και όταν ο Βραζιλιάνος έφυγε από τη Μπαρτσελόνα τον Ιανουάριο του 1995 μετά από έναν καυγά που είχε με τον Κρόιφ, ο Βούλγαρος ήρθε σε ρήξη με τον Ολλανδό. Στις 15 Μαρτίου του 1995, μετά τον επαναληπτικό προημιτελικό με την Παρί Σεν Ζερμέν, όπου οι "μπλαουγκράνα" ηττήθηκαν 2-1 και αποκλείστηκαν από τη συνέχεια, ο Στόιτσκοφ βγήκε ζωντανά στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Χοσέ Μαρία Γκαρθία στην Cadena COPE, δηλώνοντας πως δεν συμφωνούσε με τις αποφάσεις και την τακτική του προπονητή, θέτοντας εμμέσως πλην σαφώς το δίλημμα ή ο Κρόιφ ή εγώ. Τελικά όλα ξεκαθάρισαν εκείνο το καλοκαίρι, όταν ο Βούλγαρος έφυγε από τη Βαρκελώνη, υπογράφοντας συμβόλαιο με την Πάρμα, η οποία πλήρωσε ένα δις πεσέτες (περίπου 6 εκατομμύρια ευρώ) στην διοίκηση των Καταλανών. Με την Μπαρτσελόνα είχε 254 παιχνίδια και 118 τέρματα.  



Και ξαφνικά... Πάρμα

Η Πάρμα δεν ήταν η μοναδική ομάδα που ενδιαφέρθηκε να αποκτήσει τον Στόιτσκοφ, όταν έγινε γνωστό ότι θα έφευγε από τους "μπλαουγκράνα", αλλά ήταν η πρώτη που τον πλησίασε. Τον ήθελαν επίσης η Ίντερ, η Νάπολη, η Φιορεντίνα και η Παρί, ενώ παλιότερα τον είχε στο στόχαστρό της και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η ιστορία όμως με το μεγαλύτερο παρασκήνιο, ήταν εκείνη του 1992 με την Παρί Σεν Ζερμέν. Στις 21 Μαΐου του 1992, την επόμενη δηλαδή του τελικού στον οποίο η Μπαρτσελόνα κατέκτησε το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών της ιστορίας της, ο πρόεδρος της Παρί, Μισέλ Ντενιζό, τηλεφώνησε στον Μινγκέγια, λέγοντάς του ότι ήθελε να φέρει τον Στόιτσκοφ στην ομάδα του. Ο μάνατζερ του απάντησε ότι ο παίκτης είχε ρήτρα 4.8 εκ. ευρώ και συμβόλαιο για 4 χρόνια ακόμα.


Ο Ντενιζό επέμεινε και πρότεινε στον Μινγκέγια να του πει με ποιους όρους θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η μεταγραφή. Με τη σειρά του ο Μινγκέγια, για να ξεφορτωθεί τον Ντενιζό, του έγραψε ζητώντας ένα αμύθητο ποσό και βάζοντας μια σειρά από τρελούς όρους, όντας σίγουρος ότι ο πρόεδρος της Παρί θα απέρριπτε ασυζητητί την πρόταση. Όμως ο Ντενιζό, που είχε πίσω του τα χρήματα του Canal+, το οποίο είχε αγοράσει την Παρί, επικοινώνησε με τον μάνατζερ, λέγοντάς του ότι τα δέχεται όλα! Ο Μινγκέγια ενημέρωσε τον Κρόιφ για την πρόθεση της Παρί να αγοράσει τον Στόιτσκοφ και ο Ολλανδός απάντησε: "Ο Βούλγαρος δεν αγγίζεται, δεν παραχωρείται", κάτι που ήταν τελείως αντίθετο με τη φιλοσοφία του προπονητή της Μπάρτσα, ο οποίος είχε ως αδιαπραγμάτευτη αρχή του ότι στην ομάδα έπαιζαν μόνο όσοι παίκτες ήταν ικανοποιημένοι και ήθελαν να παραμείνουν εκεί, γεγονός που αποδεικνύει το πόσο εκτιμούσε ο Κρόιφ τον Στόιτσκοφ.


Ο Μινγκέγια μετέφερε στον πελάτη του το ενδιαφέρον της Παρί και τα τρελά ποσά που ήταν διατεθειμένη να ξοδέψει ώστε να τον αποκτήσει. Τελικά, στις 7 Ιουνίου του 1992, μετά τη λήξη του αγώνα της Μπαρτσελόνα με την Αθλέτικ και τη νίκη με 2-0 των "μπλαουγκράνα" που τους έδινε το πρωτάθλημα, ο Χρίστο Στόιτσκοφ μέσα στη γενική ευφορία που επικρατούσε στο "Καμπ Νόου", είπε στις κάμερες της τηλεόρασης το πολυπόθητο "θα μείνω και θα συνεχίσω εδώ την καριέρα μου".


Όπως γράψαμε παραπάνω, το καλοκαίρι του 1995 ο Βούλγαρος έφυγε από τη Βαρκελώνη και πήγε στην Πάρμα, όπου όμως παρέμεινε μόλις μια σεζόν, έχοντας 30 επίσημες συμμετοχές και 7 γκολ. Η Πάρμα, έχοντας από πίσω την γνωστή εταιρία «Παρμαλάτ» μοιράζει εκατομμύρια και φυσικά φέρνει μεγάλους παίκτες στο «Ένιο Ταρντίνι». Ο Χρίστο Στόιτσκοφ θέλει να δοκιμάσει την εμπειρία του «καμπιονάτο» και σαγηνεύεται από τα 15εκ. δολλάρια, που δίνει η Πάρμα στην Μπαρτσελόνα για να τον αποκτήσει.  Στην Ιταλία τίποτα όμως δεν θα είναι ίδιο. Η Πάρμα ψάχνεται, το ίδιο και ο Στόιτσκοφ. Καταλαβαίνει σύντομα ότι το κλίμα δεν τον σηκώνει. Του λείπει η Ισπανία και η Βαρκελώνη. Έτσι λοιπόν, μόλις έναν χρόνο μετά την πολύκροτη μεταγραφή του, θα κάνει αυτό που ελάχιστοι περιμένουν. Το καλοκαίρι του 1996, ο Στόιτσκοφ επέστρεψε στη Μπαρτσελόνα μέσα στον γενικό ενθουσιασμό των φιλάθλων, που υποδέχτηκαν ξανά το είδωλό τους στην ομάδα.  


Ο Γιόχαν Κρόιφ είχε φύγει, προπονητής είχε αναλάβει ο Μπόμπι Ρόμπσον, ενώ η μεγάλη μεταγραφή του συλλόγου ήταν ο Βραζιλιάνος Ρονάλντο. Με βασικούς επιθετικούς τους Ρονάλντο, Ζιοβάνι, Πίτσι και Λουίς Ενρίκε, ο Βούλγαρος έχασε τη θέση του στην αρχική ενδεκάδα, όμως αγωνίστηκε σε 34 παιχνίδια (πρωτάθλημα, Κύπελλο και Ευρώπη), σημειώνοντας 8 γκολ. Εκείνη τη σεζόν (1996/97), η Μπαρτσελόνα κατέκτησε το ισπανικό Σούπερ Καπ απέναντι στην Ατλέτικο (με το πολύτιμο και καθοριστικό γκολ του Στόιτσκοφ στον επαναληπτικό της Μαδρίτης), το Κύπελλο Ισπανίας στον αξέχαστο τελικό με την Μπέτις του Λορένθο Σέρα (3-2 στην παράταση) και το Κύπελλο Κυπελλούχων απέναντι στην Παρί Σεν Ζερμέν, χάνοντας όμως το πρωτάθλημα από τη Ρεάλ Μαδρίτης για δυο μόλις βαθμούς. Κατακτά και το ευρωπαΪκό Σούπερ Καπ κόντρα στην πρωταθλήτρια Ευρώπης τότε Μπορούσια Ντόρτμουντ.


Το καλοκαίρι του 1997 ο Φαν Χάαλ διαδέχτηκε τον Ρόμπσον στον πάγκο των "μπλαουγκράνα" και δημιουργήθηκε η περίφημη βραζιλιάνικη τριάδα με τον ερχομό των Ριβάλντο (ως διαδόχου του Ρονάλντο που στο μεταξύ είχε φύγει για το Μιλάνο και την Ίντερ) και Άντερσον, οι οποίοι βρήκαν στην ομάδα τον Ζιοβάνι. Οι τρεις τους, μαζί με τον εκπληκτικό Λουίς Ενρίκε, στέρησαν από τον Στόιτσκοφ κάθε πιθανότητα συμμετοχής στην ενδεκάδα, με τον Βούλγαρο να ολοκληρώνει τη σεζόν με μόλις δυο ματς πρωταθλήματος (συνολικά 8 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις και μόλις ένα γκολ). Ήταν φανερό πως είχε έρθει η στιγμή του τελικού αποχαιρετισμού από τους "μπλαουγκράνα", για τον Βούλγαρο που στα 32 του χρόνια πλέον έβλεπε πως δεν είχε μέλλον στην ανανεωμένη Μπαρτσελόνα των Βραζιλιάνων και των Ολλανδών.



Αποφασίζει να αποχωρήσει και σε αυτό παίζει ρόλο και η αλλαγή στον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας. Νιώθει ότι δεν είναι πια πρωταγωνιστής και το 1998 ο Βούλγαρος επέστρεψε στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Τους ξέρει και τον ξέρουν, όμως ούτε στην πατρίδα του θα μείνει για πολύ.


Τα πετροδόλαρα, η Ιαπωνία και το… αμερικάνικο όνειρο

Η Σαουδική Αραβία είχε αρχίσει να «ρίχνει» χρήματα στο ποδόσφαιρο και προσπαθούσε να δελεάσει ποδοσφαιριστές που είχαν κλείσει τον κύκλο τους στην Ευρώπη. Ο Βούλγαρος επιθετικός αποτελούσε ιδανική περίπτωση για την Αλ Νάασρ που τον έκανε «χρυσό» και του υπέγραφε συμβόλαιο. Το χρήμα όμως δεν φέρνει πάντα την ευτυχία. Ο Στόιτσκοφ αποχωρεί μη μπορώντας να αντέξει την ζωή και αποκτά πλέον τον τίτλο του τυχοδιώκτη. Αποφασίζει να παίζει μπάλα, να γνωρίζει νέα μέρη και να πληρώνεται καλά. Καταλήγει στην Ιαπωνία. Τα χρήματα στην Κασίβα Ρεισόλ είναι επίσης πολλά και το επίπεδο χαμηλό. Παρά την ηλικία του θα πετύχει εύκολα 12 γκολ και θα προσελκύσει ομάδες των Η.Π.Α. που έκαναν επίσης ποδοσφαιρικό άνοιγμα. Οι Σικάγο Φάιρς θα τον αποκτήσουν τελικά το καλοκαίρι του 2000. Εκεί ο Χρίστο Στόιτσκοφ θα διασκεδάσει αρκετά το ποδόσφαιρο. Θα παίξει σε 51 παιχνίδια και θα σκοράρει 17 φορές. Στην δύση της καριέρας του έβλεπε τα χρήματα να αυξάνονται θεαματικά στο συμβόλαιο του και αυτό φυσικά τον γέμιζε ενέργεια και αυτοπεποίθηση.  Τελικά θα κλείσει την καριέρα του στην Γιουνάιτεντ της Ουάσιγκτον, που θα του προσφέρει το τελευταίο του συμβόλαιο.


Η σημαία των Βούλγαρων

Ο Χρίστο Στόιτσκοφ αποτέλεσε σημείο αναφοράς στο ποδόσφαιρο της Βουλγαρίας και με την παρουσία του στην εθνική ομάδα. Μπορεί ο Λέτσκοφ να ήταν σπουδαίος, ο Μπαλάκοφ αληθινός σκόρερ, όμως ο Στόιτσκοφ ήταν ο ηγέτης και αυτός που έκανε την διαφορά. Καλύτερο του τουρνουά αναμφίβολα το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, όπου η Βουλγαρία κατέκτησε την Τρίτη θέση και ο Στόιτσκοφ μαζί με τον Όλεγκ Σαλένκο της Ρωσίας, αναδείχθηκαν πρώτοι σκόρερ του Μουντιάλ. Σκόραρε και εναντίον της Εθνικής μας ομάδας, στο Παγκόσμιο Κύπελλο, όταν η Βουλγαρία είχε κερδίσει την Ελλάδα 4-0. Με την Εθνική Βουλγαρίας έπαιξε σε 84 επίσημα ματς πετυχαίνοντας 38 γκολ, ενώ συμμετείχε και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, όπως και στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1996, έχοντας μάλιστα τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στην προκριματική φάση.


Στην ποδοσφαιρική του καριέρα είχε 697 επίσημες συμμετοχές και 352 γκολ. Έχει ψηφιστεί ως ο κορυφαίος Βούλγαρος παίκτης των τελευταίων 50 χρόνων (2003), βρίσκεται στην 48η θέση των 100 κορυφαίων παικτών του 20ου αιώνα σύμφωνα με το World Soccer (2007) και έχει συμπεριληφθεί στη λίστα των 125 κορυφαίων ποδοσφαιριστών του Πελέ (2004).Μία αληθινά ένδοξη καριέρα…


Ο... κόουτς Στόιτσκοφ

Ίσως λίγοι να ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να το προβλέψουν, όμως ο Χρίστο Στόιτσκοφ, ακολούθησε καριέρα προπονητή. Οξύθυμος συνέχισε να είναι, όμως η θέση του προπονητή είναι διαφορετική. Ο Χρίστο Στόιτσκοφ ασχολήθηκε και με την προπονητική, χωρίς όμως κάποια μεγάλη επιτυχία, περνώντας από τους πάγκους της Εθνικής Βουλγαρίας της Θέλτα του Βίγκο στην Ισπανία (2007), της στη Νότια Αφρική (2009-10), Η πρώτη του σπουδαία αποστολή, δεν στέφθηκε με επιτυχία. Διαδέχθηκε, το 2004 τον Πλάμεν  Μαρκόφ στον πάγκο της εθνικής Βουλγαρίας, όμως τα προβλήματα δεν άργησαν να εμφανιστούν. Σε ένα παιχνίδι με την Σουηδία αποβλήθηκε γιατί έβρισε τον διαιτητή, ήρθε σε κόντρα με πολλούς διεθνείς, ενώ στο τέλος μάλωσε και με τον πρόεδρο της ομοσπονδίας. Το 2007 παραιτείται για να αναλάβει την Ισπανική Θέλτα χωρίς όμως να πετύχει και εκεί κάτι αξιόλογο. Δουλειά του έδωσε και η ομάδα της Νοτίου Αφρικής, Μαμελόντι Σάνταουνς, πρόταση την οποία αποδέχθηκε μεν, όμως δεν μπορούσε να μείνει παραπάνω από έναν χρόνο.


Ακολούθησαν η Λίτεξ Λόβετς στη Βουλγαρία (2012-13) και η ΤΣΣΚΑ Σόφιας (2013). Σήμερα εργάζεται ως σχολιαστής σε ισπανικά και βουλγαρικά μέσα. Οι σχέσεις του με τον Κρόιφ έχουν αποκατασταθεί, ενώ συχνά-πυκνά σχολιάζει τα τεκταινόμενα στην Μπαρτσελόνα η οποία του έδωσε πόστο, κάτι που έδειξε να αποδέχεται με χαρά. Λογικό, καθώς εκεί, όλοι έχουν ευχάριστες αναμνήσεις στο άκουσμα του ονόματος του...

TRIVIA

  • Το 2011, ο Βούλγαρος επιθετικός υιοθέτησε ένα μικρό παιδί από το Περού. «Τα  χρήματα δεν είναι τόσο σημαντικά, όσο η αγάπη και οι ευκαιρίες που μπορώ να προσφέρω σε αυτό το παιδί», είπε χαρακτηριστικά.
  • Μπορεί να είναι Βούλγαρος και να αναδείχθηκε από την ΤΣΣΚΑ Σόφιας, όμως δηλώνει βετεράνος ποδοσφαιριστής της… Μπαρτσελόνα!
  • Πολλές φορές έχει δείξει τις κοινωνικές του ευαισθησίες. Ο Στόιτσκοφ είναι πρεσβευτής της εκστρατείας του ΟΗΕ, στην καταπολέμηση της πείνας. Γι΄ αυτό και διοργανώνει συχνά φιλικούς αγώνες.
  • Ο πρόεδρος των Μαμελάντι, ομάδα της Ν. Αφρικής, στην οποία βρέθηκε προπονητής, δώρισε για τα γενέθλιά του στον Στόιτσκοφ δύο γιοτ!
  • Ο Στόιτσκοφ δεν έχει σε καμία υπόληψη τους σημερινούς Βούλγαρους ποδοσφαιριστές. Όταν ρωτήθηκε κάποια στιγμή για τον επιθετικό της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ είπε χαρακτηριστικά: «Με το ζόρι θα είχε θέση στον πάγκο της ομάδας που είχαμε το 1994».
  • Αντίθετα δείχνει να εκτιμάει πάρα πολύ τον Λιονέλ Μέσι. Για τον Αργεντίνο επιθετικό της Μπαρτσελόνα έχει πει: «Είναι σε εκπληκτική κατάσταση. Μόνο με… πολυβόλο μπορούν να τον σταματήσουν».

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1976–1982: Football Club Maritsa Plovdiv

Επαγγελματική καριέρα

  • 1982–1984: FC Hebros (Harmanli), 32 (14)
  • 1984–1990: Central Sports Club of the Army (CSKA Sofia), 138 (104)
  • 1990–1995: Futbol Club Barcelona, 149 (77)
  • 1995/96: Società Sportiva Dilettantistica Parma Calcio 1913, 23 (5)
  • 1996–1998: Futbol Club Barcelona, 26 (7)
  • 1998: Central Sports Club of the Army (CSKA Sofia), 4 (1)
  • 1998: Al Nassr Football Club, 2 (1)
  • 1998/99: Hitachi Kashiwa Reysol, 27 (12)
  • 2000–2002: Chicago Fire Soccer Club, 51 (17)
  • 2003: D.C. United, 21 (5)
Σύνολο καριέρας: 473 (243)

Διεθνής

  • 1986–1999: Βουλγαρία, 84 (38)
Προπονητική καριέρα

  • 2004–2007: Βουλγαρία
  • 2007: Real Club Celta de Vigo
  • 2009/10: Mamelodi Sundowns Football Club
  • 2012/13: Professional football club Litex Lovech
  • 2013: Central Sports Club of the Army (CSKA Sofia)


Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Συλλογικοί

Με την CSKA Sofia
  • Πρωτάθλημα Βουλγαρίας : 3 (1987, 1989, 1990) και επιλαχών: 2 (1985, 1988)
  • Κύπελλο Βουλγαρίας: 4 (1985, 1987, 1988, 1989) και φιναλίστ: 2 (1986, 1990)
  • Σούπερ Καπ Βουλγαρίας: 1989
Με την Barcelona
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 5 (1990/91, 1991/92, 1992/93, 1993/94, 1997/98) και επιλαχών: 1996/97
  • Σούπερ Καπ Ισπανίας: 3 (1992, 1994, 1996)
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης: 1991/92 και φιναλίστ 1993/94
  • Ευρωπαϊκό Super Cup: 1992, 1997
  • Κύπελλο Ισπανίας: 1996/97 και φιναλίστ 1995/96
  • Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1996/97 και φιναλίστ 1990–91
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: φιναλίστ 1992

Με την Al-Nassr
  • Κύπελλο Κυπελλούχων Ασίας: 1998
Με τους Chicago Fire
  • U.S. Open Cup: 2000
  • MLS Cup: φιναλίστ 2000

Διεθνείς

Με την Βουλγαρία
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 4η θέση το 1994

Προσωπικές Διακρίσεις


  • Παίκτης της Χρονιάς για την Βουλγαρία: 5 (1989, 1990, 1991, 1992, 1994)
  • Πρώτος Σκόρερ Βουλγάρικου Πρωταθλήματος: 2 (1989, 1990)
  • Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου Πρωταθλητριών: 1989
  • Ευρωπαϊκό Χρυσό Παπούτσι: 1990
  • Καλύτερος Παίκτης της Ευρώπης από το γαλλικό περιοδικό Onze (Onze d'Or): 1992
  • Καλύτερος Παίκτης του Κόσμου από την FIFA: 2η θέση το 1992 και το 1994
  • Πρώτος Σκόρερ Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1994
  • Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 3η θέση το 1994
  • Μέλος Καλύτερης Ενδεκάδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1994
  • Καλύτερος Ξένος Παίκτης της Χρονιάς στην Ιαπανία: 1994
  • Καλύτερος Παίκτης της Ευρώπης από το γαλλικό περιοδικό Onze (Onze d'Argent): 2η θέση1994
  • Χρυσή Μπάλλα: 1994
  • Αθλητής της Χρονιάς στην Βουλγαρία: 1994
  • Μέλος Καλύτερης Ενδεκάδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1996
  • Καλύτερος Παίκτης της Βουλγαρίας των Τελευταίων 50 Ετών για τον εορτασμό του Ιωβιλαίου της UEFA
  • Μέλος της λίστας των 100 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου του 20ου Αιώνα από το περιοδικό World Soccer: 2007
  • Χρυσό Παπούτσι ως Ένας Θρύλος του Ποδοσφαίρου: 2007

Ως προπονητής


Συλλογικοί

Με την Mamelodi Sundowns
  • Πρωτάθλημα Νοτίου Αφρικής: επιλαχών 2009/10
Προσωπικές Διακρίσεις
  • Προπονητής του Μήνα για την Νότιο Αφρική: Δεκέμβριος 2009
ΠΗΓΗ: sport24.gr- cobrasports.gr