Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Στέφαν Μπόμπεκ: Ο αναμορφωτής του Ελληνικού ποδοσφαίρου


Ο Γιουγκοσλάβος, κροάτικης καταγωγής, επιθετικός μέσος και αργότερα πετυχημένος προπονητής, Στέφαν Μπόμπεκ (Stjepan Bobek), γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1923, στο Ζάγκρεμπ. Συνήθως σε θέση επιθετικού μέσου ή και επιθετικού, ήταν διάσημος για την τεχνική του κατάρτιση  και την ικανότητά του στο σκοράρισμα και θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Γιουγκοσλάβους Ποδοσφαιριστές. Ο Φέρεντς Πούσκας είπε κάποτε ότι: .. « η τεχνική του Μπόμπεκ με τη μπάλαήταν ασυναγώνιστη κι εγώ δεν ντρέπομαι να ομολογήσω, ότι προσπάθησα να τον αντιγράψω! Η θεϊκή του ντρίμπλα και η πάσα στη πλάτη της άμυνας, ήταν ασυναγώνιστη! Για μένα, εξακολουθεί να είναι ένας από τους πιο ευγενείς καλλιτέχνες στο ποδόσφαιρο»!


Άρχισε να παίζει σε πολύ νεαρή ηλικία και είχε θητείες με πολλούς συλλόγους στο Ζάγκρεμπ, αλλά είναι κυρίως γνωστός για τη περίοδό του στην –σερβική- Παρτιζάν Βελιγραδίου, στην οποία πήγε μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου . Έπαιξε για την Παρτιζάν μεταξύ 1945 και 1959, βοηθώντας τους να κερδίσουν 2 πρωταθλήματα και 4 Γιουγκοσλαβικά Κύπελλα. Ονομάστηκε ο Καλύτερος Παίκτης του συλλόγου στην ιστορία του, το 1995! Διεθνώς, είναι ο Κορυφαίο Σκόρερ Όλων των Εποχών για την εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, σκοράροντας 38 γκολ σε 63 συμμετοχές μεταξύ 1946 και 1956! Ήταν μέλος των ομάδων  που κέρδισαν δύο Ασημένια Ολυμπιακά Μετάλλια, το 1948 στο Λονδίνο και το 1952 στο Ελσίνκι και έπαιξε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, το 1950 στη Βραζιλία και το 1954 στην Ελβετία. Μετά τη απόσυρσή του από την ενεργό δράση το 1959, έγινε ένας αρκετά επιτυχημένος προπονητής, κερδίζοντας εθνικούς τίτλους στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, δημιουργώντας ένα απαράμιλλο ρεκόρ στη χώρα μας, έχοντας επίσης οδηγήσει συλλόγους στην Πολωνία και την Τυνησία.


Κροάτης της καταγωγή, σε ηλικία 13 ετών αγωνίστηκε στην Βικτώρια με το δελτίο του αδερφού του. Σε ηλικία 20 ετών αγωνίστηκε στη Γκρατσιάνσκι Ζάγκρεμπ και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος με 8 γκολ. Από το 1945 αγωνίστηκε στην Παρτιζάν Βελιγραδίου, αποτελώντας βασικότατο στέλεχος στην γραμμή κρούσης της Παρτιζάν καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Αναδείχθηκε για μία ακόμη φορά πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος το 1954 και το 1946 σημείωσε 9 γκολ σε αγώνα της Παρτιζάν εναντίον της Ζελέσνιτσαρ Νις (τελικό σκορ 1-10) σημειώνοντας ένα ακατάρριπτο ρεκόρ έως σήμερα. Με 403 γκολ αγωνιζόμενος σε 468 αγώνες της Παρτιζάν αποτελεί τον πρώτο σε γκολ αθλητή του συλλόγου.


Με την εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας αγωνίστηκε σε 2 διοργανώσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Βραζιλία το 1950 (σημείωσε 1 γκολ) και στην Ελβετία το 1954. Κατέκτησε 2 ασημένια ολυμπιακό μετάλλια, το 1948 στην Ολυμπιάδα του Λονδίνου (σημείωσε 4 γκολ) και στην Ολυμπιάδα του Ελσίνκι (σημείωσε 3 γκολ). Ήταν κροατικής καταγωγής, αλλά οπωσδήποτε μια προσωπικότητα κοινής αποδοχής και σίγουρα ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής. Μαζί με τους Μπράνκο Στάνκοβιτς (Branko Stanković), Τόζα Βεσελίνοβιτς (Toza Veselinović) και Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι (Zlatko Čajkovski) συγκροτούσαν ένα εξαιρετικό σύνολο δημιουργώντας την ισχυρότερη βαλκανική ομάδα όλων των εποχών. Με 38 γκολ σε 63 εμφανίσεις έγινε ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Γιουγκοσλαβίας.


Το 1963 αναλαμβάνει την τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού, ενώ τέσσερα χρόνια πριν ξεκίνησε την προπονητική στη Λέγκια Βαρσοβίας το 1959. Ως τεχνικός της Παρτιζάν Βελιγραδίου από το 1960 κατέκτησε 3 συνεχόμενα πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας (1961, 1962, 1963). Ήλθε στην Ελλάδα στις 17 Μαΐου του 1963 και δύο μέρες αργότερα παρακολούθησε από την εξέδρα των επισήμων της Λεωφόρου το φιλικό 6-0 του Παναθηναϊκού επί του Πανηλειακού. Στον πάγκο της ομάδας βρισκόταν ο Χάρι Γκέιμ, ο οποίος με τους δύο συνεχόμενους τίτλους που είχε κατακτήσει το 1961 και το 1962 και έναν ακόμη το 1953, παραμένει μέχρι σήμερα ο προπονητής με τα περισσότερα πρωταθλήματα στην ιστορία του Παναθηναϊκού. Αν και ο Άγγλος ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και διεκδικούσε εκείνες τις ημέρες το τρίτο συνεχόμενο πρωτάθλημά του (χάθηκε με ισοπαλία 3-3 στη Ν. Φιλαδέλφεια σε μπαράζ με την ΑΕΚ, μετά μια απροσδόκητη ήττα από τον ελλιπέστατο Εθνικό την τελευταία αγωνιστική), η διαδοχή έγινε με ομαλό τρόπο και ο νέος τεχνικός έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους οπαδούς των «πρασίνων».


Ασυμβίβαστος και καινοτόμος, ο Μπόμπεκ έβαλε από την αρχή τη σφραγίδα του. Καθιέρωσε τη συστηματική προπόνηση και προετοιμασία των παικτών (μέχρι τότε έπαιζαν απλώς... μπάλα, χωρίς να δίνουν το παραμικρό βάρος στη φυσική κατάσταση), άλλαξε όλη την οργάνωση της ομάδας, επέβαλλε το 4-3-3, σύστημα πρωτόγνωρο για την εποχή και εντελώς διαφορετικό σε αγωνιστική φιλοσοφία με το 4-2-4 που επικρατούσε. Οι ιδέες του χρειάζονταν χρόνο για να αφομοιωθούν και στην αρχή του πρωταθλήματος, οι αναιμικές νίκες του Παναθηναϊκού έφεραν τη συνηθισμένη γκρίνια των πάντα απαιτητικών οπαδών του. Στην πορεία όμως όλα βελτιώθηκαν θεαματικά και η σεζόν έκλεισε με 24 νίκες - 6 ισοπαλίες και το μοναδικό ρεκόρ της κατάκτησης του αήττητου πρωταθλήματος. Σε αυτό το διάστημα, βοηθός του ήταν ο Λάκης Πετρόπουλος ο οποίος στην συνέχεια πανηγύρισε πέντε πρωταθλήματα με το «τριφύλλι» και ισάριθμα με τον Ολυμπιακό.


Ο Εθνικός ήταν η τελευταία ομάδα που νίκησε τον Παναθηναϊκό στο τέλος του πρωταθλήματος του 1963 και η πρώτη μετά την κατάκτηση του αήττητου τίτλου, στο ξεκίνημα της επόμενης διοργάνωσης. Ήταν η μοναδική ήττα των «πρασίνων» στα δύο πρώτα χρόνια της παρουσίας του Μπόμπεκ. Πήραν και εκείνη την περίοδο το πρωτάθλημα κι αν δεν είχαν χάσει εκείνο το ματς τον Οκτώβριο του 1964 από τον Εθνικό στο Καραϊσκάκη, το ρεκόρ της κατάκτησης δύο συνεχόμενων πρωταθλημάτων χωρίς ήττα θα είχε παγκόσμια απήχηση και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να το επαναλάβει άλλη ομάδα.


Ο ασταθής χαρακτήρας του
Οι παίκτες εκείνης της γενιάς του Παναθηναϊκού χαρακτηρίζουν τον Στέφαν Μπόμπεκ τον κορυφαίο προπονητή που εργάστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Άμεση σύγκριση στα μέτρα εκείνης της εποχής κάνουν μόνο με τον Φέρεντς Πούσκας που οδήγησε το «τριφύλλι» στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971, με βασική διαφορά ότι ο Ούγγρος βασίστηκε κυρίως στη δύναμη της ψυχολογίας και στην εκπληκτική επικοινωνία του με τους ποδοσφαιριστές, σε αντίθεση με τον Κροάτη που ήταν δύσκολος χαρακτήρας, αλλά ήταν πολύ μπροστά σε θέματα τακτικής, οργάνωσης και τεχνικών γνώσεων. Οι ιδέες του ήταν πρωτοποριακές και βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό ποδόσφαιρο να ξεφύγει από τα στενά όρια του ερασιτεχνισμού και να οργανωθεί σε πιο επαγγελματικές βάσεις.


Ο Μπόμπεκ δεν ήταν άνθρωπος που επιζητούσε φιλίες. Περιέργως όμως, επηρεαζόταν πολύ από τον στενό κύκλο του και άλλαζε συχνά απόψεις, ανάλογα με τον ποιον άκουγε τελευταίο. Αυτή η αδυναμία του χαρακτήρα του τον έκανε ανασφαλή και ενίοτε ακραίο στις αντιδράσεις του. Σε μια ομάδα μαθημένη επί των ημερών του να κερδίζει σχεδόν πάντα, ακόμα και μια ισοπαλία έφερνε αναταράξεις και εντάσεις στ’ αποδυτήρια, με τον Μπόμπεκ να αντιμετωπίζει κατά καιρούς με καχυποψία ορισμένους παίκτες ή παράγοντες. Όταν χάθηκε το πρωτάθλημα του 1966 έπειτα από μία ήττα - σοκ στη Ν. Σμύρνη που χάρισε τον τίτλο στον Ολυμπιακό, οι αντιδράσεις του θύμιζαν... τσουνάμι. Συνέπλευσε με παράγοντες που κινούνταν αντιπολιτευτικά απέναντι στον ισχυρό άνδρα της εποχής, Αντώνη Μαντζεβελάκη, και «ξήλωσε» σχεδόν όλη την ομάδα που έχασε τον τίτλο. Ήταν η χρονιά της περίφημης «ανανέωσης», μέσα σε ένα κλίμα εμφυλίου πολέμου. Ο Παναθηναϊκός πήρε το Κύπελλο το 1967, αλλά το γυαλί με τον Μπόμπεκ είχε ήδη ραγίσει...


Η αποπομπή του από τη χούντα και ο Ολυμπιακός
Η αποπομπή του Στέφαν Μπόμπεκ από τον Παναθηναϊκό έγινε με τρόπο που θύμιζε ταινίες του... Τζέιμς Μποντ. Αν και στην τετραετία 1963-1966 είχε κατακτήσει δύο πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο, έχοντας βάλει ουσιαστικά τις βάσεις για τη δημιουργία της ιστορικής ομάδας του Γουέμπλεϊ, ο Κροάτης είχε ανοίξει αρκετά μέτωπα κυρίως λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου του στην ιστορία της «ανανέωσης». Ακόμα και πριν από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών το 1967 είχε μπει στο στόχαστρο των αρχών λόγω της γιουγκοσλαβικής καταγωγής του, με χαρακτηριστικό ένα δημοσίευμα της «Καθημερινής» στις 18 Αυγούστου του 1966 που αποκάλυπτε ότι «το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης εξετάζει το ενδεχόμενο πολιτικής δραστηριότητας του Μπόμπεκ προς « …ιδεολογικόν προσηλυτισμόν, με το ερώτημα της απελάσεως».


Η κίνηση αυτή έγινε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, όταν η χούντα τον απομάκρυνε από την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1967, με την κατηγορία της «κατασκοπείας». Είναι προφανές, όμως, ότι τα πραγματικά αίτια της αποπομπής του ήταν εντελώς διαφορετικά. Άλλωστε, εάν ετίθετο όντως θέμα κατασκοπείας δεν θα του επιτρεπόταν να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1969 για να αναλάβει τον Ολυμπιακό. Η συνεργασία του Μπόμπεκ με το «αντίπαλο δέος» του Παναθηναϊκού ήταν σύντομη και ταραχώδης. Ήλθε γρήγορα σε ρήξη με τις «βεντέτες» της ομάδας και κυρίως με τον Γιώργο Σιδέρη, δεν βρήκε συμμάχους στην επιθυμία του για την ανανέωση του ρόστερ, ενώ οι οπαδοί των «ερυθρολεύκων» τον αντιμετώπισαν εξ αρχής με καχυποψία λόγω του «πράσινου» παρελθόντος του. Όλα αυτά τον οδήγησαν έπειτα από λίγους μήνες στην πόρτα της εξόδου, συνεχίζοντας στη τουρκική Αλτάι, τη Δυναμό Ζάγκρεμπ για να επιστρέψει στην Ελλάδα και στον Παναθηναϊκό τη σεζόν 1974/75 διαδεχόμενος τον Φέρεντς Πούσκας, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.


Την επόμενη περίοδο βρέθηκε στην Τυνησία για λογαριασμό της Εσπεράνς Σπορτίβ ντε Τυνίς και το 1979 κατέκτησε το πρωτάθλημα Β΄ εθνικής με τη Βαρντάρ Σκοπίων. Ολοκλήρωσε την προπονητική καριέρα του στην ΦΚ Σεμλίνο. Η προσωπικότητα του Μπόμπεκ υπήρξε μεγαλειώδης τόσο για την πειθαρχία που επέβαλλε, την ευφυΐα, αλλά και την ευγενή φυσιογνωμία του.

Ο Στέφαν Μπόμπεκ, πέθανε στις 22 Αυγούστου του 2010, σε ηλικία 86 ετών, στο Βελιγράδι.



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος (Club), Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1936–1938: HŠK Derbi
  • 1938–1942: ŠK Zagreb
  • 1942–1944: HŠK Ličanin

Επαγγελματική καριέρα

  • 1942: Fußballclub Admira Wacker Mödling, 8 (7)
  • 1944/45: Građanski Zagreb (Prvi hrvatski građanski športski klub), 15 (13)
  • 1945–1959: Fudbalski klub Partizan, 478 (425)

Διεθνής

  • 1946–1956: Γιουγκοσλαβία, 63 (38)

Προπονητική καριέρα

  • 1959: Legia Warszawa SA
  • 1960–1963: Fudbalski klub Partizan
  • 1963: Legia Warszawa SA
  • 1963–1967: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος
  • 1967–1969: Fudbalski klub Partizan
  • 1969/70: Oλυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς
  • 1970: Altay Spor Kulübü
  • 1972: Građanski nogometni klub Dinamo Zagreb
  • 1974/75: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος
  • 1975/76: Παναιτωλικός Γυμναστικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος
  • 1976–1978: Espérance Sportive de Tunis
  • 1978–1981: Fudbalski klub Vardar Skopje
  •                      : Fudbalski klub Zemun

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με την  Partizan
  • Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 2 (1946/47, 1948/49)
  • Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας: 4 (1947, 1952, 1954, 1957)

Διεθνείς

Με την Γιουγκοσλαβία
  • Ολυμπιακοί Αγώνες: 2η θέση –Ασημένιο μετάλλιο: 2 (1948, 1952)

Ως προπονητής

Με την Partizan
  • Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας: 3 (1960/61, 1961/62,1962/63)
Με τον Παναθηναϊκό
  • Πρωτάθλημα Ελλάδος: 2 (1963/64, 1964/65)
  • Κύπελλο Ελλάδος: 1967
Με την Vardar
  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Γιουγκοσλαβίας 1978/79

Προσωπικές Διακρίσεις

  • Πρώτος Σκόρερ Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος: 2 (1945, 1953/54)

Πηγές: kathimerini.gr - e-soccer.gr